Αναγνώστες

Τρίτη 19 Ιουνίου 2007

Έρη Σταυροπούλου, Η συμβολική λειτουργία του χώρου στην πεζογραφία του Α.Φραγκιά

http://www.nlg.gr/epet/all1.asp?id=963&pg=0

Aγγελική Κώττη: "Φ" όπως φως

http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2005-19119

Α.Φραγκιάς Συνέντευξη στα Νέα 21/05/1994

http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2004-10924

Αντρέας Φραγκιάς : Συνέντευξη στον Β.Ραπτόπουλο, Αντί 31/12/1985

http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2006-27804

Κρίτων Χουρμουζιάδης : Η αλληγορία ενός παράλογου κόσμου [κριτική για το Πλήθος, Αντί 25/5/1995]

http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2005-22505

Αντρέας Φραγκιάς Η αισιοδοξία δεν είναι κονσέρβα, Συνέντευξη στη Μ.Χαρτουλάρη, Τα Νέα 25/9/1995

http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2004-10706

Ανδρέας Παναγόπουλος, Η ομοιοπαθητική στη λογοτεχνία (για το Πλήθος του Α.Φραγκιά)

http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2005-21970

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2007

Κατερίνα Σχινά

Λοιμός, Αντρέας Φραγκιάς. Αθήνα: Κέδρος, 1998
Ολιγογράφος συγγραφέας, ο Ανδρέας Φραγκιάς (1921-2002) δημοσίευσε μέσα στις τέσσερις δεκαετίες της συγγραφικής του δράσης μόνο τέσσερα μυθιστορήματα και μερικές μεταφράσεις. Παρά το φειδωλό της γραφής του, βαραίνει πολλαπλά στην νεοελληνική γραμματολογία, έχοντας συμβάλλει ουσιαστικά στην υπόθεση της σύγχρονης μυθιστοριογραφίας, τόσο με τον τρόπο που συλλαμβάνει και πραγματώνει το θέμα του, όσο και με το ήθος του λόγου και των αισθημάτων του. Την ιδιαίτερη σημασία της παρουσίας του στη νεοελληνική λογοτεχνία, υπογραμμίζει εξάλλου και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του, με το οποίο τιμήθηκε το 2000, ένα μόλις χρόνο πριν από τον θάνατό του.Ο Φραγκιάς ανήκει στη λεγόμενη πρώτη περίοδο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας, δηλαδή συγκαταλέγεται σ’ εκείνους τους συγγραφείς, που ως έφηβοι ή νέοι επιβιώνουν μέσα από τον Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο και εμφανίζονται στον χώρο της λογοτεχνίας τη δεκαετία 1945-1955. Γεννημένος στην Αθήνα το 1921 και με σπουδές οικονομικών επιστημών, τις οποίες διέκοψε λίγο πριν από το πτυχίο, λόγω του πολέμου και της συμμετοχής του στην Αντίσταση, βίωσε τη νεότητά του μέσα στη σκληρότητα του πολέμου, της πείνας, των διώξεων και των βασανιστηρίων. Φίλος και συνεργάτης του Άρη Αλεξάνδρου και του Δημήτρη Χατζή μοιράστηκε μαζί τους τις μεταπολεμικές περιπέτειες και κακουχίες αλλά και το καταφύγιο της γραφής. Για βιοπορισμό, εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά (Αυγή, Δημοκρατική Αλλαγή, Μεσημβρινή, Εικόνες, Καθημερινή), γράφοντας ταυτόχρονα τα μεγάλα του μυθιστορήματα - (ένα ανά δεκαετία): Άνθρωποι και σπίτια (1955), Η καγκελόπορτα (1962), Λοιμός (1972) και το δίτομο Πλήθος (1985-86) (Κρατικό Βραβείο 1988). (...) Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Ανδρέας Φραγκιάς, μετά από ένα σύντομο διάστημα αυτοεξορίας στο Παρίσι, επιστρέφει στην Ελλάδα και εργάζεται για να ζήσει ως μεταφραστής στην εγκυκλοπαίδεια «Δομή». Εκείνη την εποχή ολοκληρώνει τον Λοιμό, ένα έργο που όχι μόνο θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, αλλά και θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη με τον τίτλο Happy Day, αποτελώντας την βάση της πιο φορμαλιστικής και υποδειγματικά στιλιστικής ταινίας του σκηνοθέτη. Σκηνικό του μυθιστορήματος, ένα πρωτότυπο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη μέση του πουθενά, κάτω από έναν ανελέητο ήλιο, ανάμεσα σε άνυδρα βράχια, πλάι σε μια αφιλόξενη, σχεδόν παράλογη θάλασσα - όπου, με τον σωματικό και ηθικό βασανισμό, ο άνθρωπος σμικρύνεται σε μια μόνη διάσταση, τη βιολογική. Ήρωές του άνθρωποι χωρίς ονόματα, που ορίζονται από τα χαρακτηριστικά ή τις ιδιότητές τους: ο επόπτης, ο πρωτομάστορας, ο περιδεής, ο κίτρινος σκούφος, ο καταστροφέας, ο ομιλιογράφος, ο κυνηγός. Ύφος ιδιότυπο: ένας συγκερασμός ποιητικά ειρωνικού γκογκολικού λόγου με την καφκική αλληγορία, δοσμένος με έντονες εξπρεσιονιστικές πινελιές.
Περιοδικό Ithaca τ. 18, Σεπτέμβριος 2002

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2007

Αντρέας Φραγκιάς



Δύο Σχήματα Προσέγγισης


ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΣΟΥΜΕ ΕΝΑ κείμενο και ιδιαίτερα ένα κείμενο αφηγηματικό. Με αφετηρία το αξίωμα ότι η κάθε αφήγηση είναι ένας πολύμορφος και πολυσύνθετος οργανισμός, θα μπορούμε να κάνουμε μερικά βήματα προσέγγισης και κάποιες παρατηρήσεις που ίσως μας διευκολύνουν να δούμε καλύτερα τη σύσταση και τις λειτουργίες του με την ελπίδα να το γνωρίσουμε καλύτερα. Η καταγραφή όλων των τρόπων και των μεθόδων είναι βέβαια αδύνατη, ο αριθμός τους συνεχώς μεγαλώνει, υπάρχει πάντα και ένας μεγαλύτερος. Ούτε ο κάθε τρόπος ισχύει για όλα τα κείμενα.
Ίσως, ψάχνοντας για δρόμους προσέγγισης, διαφανούν και κάποια ίχνη του τρόπου κατασκευής του περατωμένου πια για μας έργου. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πλησιάζεται και η διαδικασία παραγωγής, ούτε η άβατη περιοχή της δημιουργίας. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Αλλά και στη διαδικασία παραγωγής ίσως λειτουργούν συνειδητά ή ασυνείδητα, κάποιες προκαθορισμένες εμφανείς ή ενυπάρχουσες σταθερές, που φαίνεται να προσδιορίζουν σημαντικά το αποτέλεσμα, χωρίς όμως να προσφέρουν και τη βεβαιότητα ότι αυτές είναι οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες.
Ας σταθούμε σε δύο μόνο παρατηρήσεις που ενδέχεται να βοηθούν με τη σχηματικότητά τους.

1. Η δοκιμασία των Μνηστήρων (Οδύσσεια, φ.67)
Κριτήριο του αγωνίσματος: το βέλος του τόξου, που θα ρίξει ο κάθε μνηστήρας, πρέπει να περάσει από όλες τις τρύπες που έχουν δώδεκα πελέκια τοποθετημένα στη σειρά, όταν αφαιρεθούν οι ξύλινες λαβές τους. Το βέλος πρέπει να πραγματώσει ολόκληρη τη διαδρομή και να φτάσει στο τέλος της, έξω και από το τελευταίο πελέκι. Μόνο αυτή η έκβαση θεωρείται επιτυχία. Προκαταρκτικές δυσκολίες πριν από το κυρίως αγώνισμα: Να τοποθετηθούν τα πελέκια στη σωστή σειρά ώστε όλα τα κέντρα των οποίων να σχηματίζουν μία νοητή απόλυτη ευθεία για να περάσει το βέλος.
Σε μια αφήγηση, το θεματικό μέρος που αναπτύσσεται, δηλαδή η οποιαδήποτε ιστορία με τα γεγονότα, τις καταστάσεις και την εξέλιξη των πραγμάτων που εκθέτει, αποτελείται από διάφορα περιστατικά. Μοιάζουν να είναι τα ομηρικά πελέκια.
Η αφήγηση όμως δεν είναι η απλή παράθεση αυτών των στοιχείων. Αυτό δεν αρκεί. Ίσως όλα αυτά να είναι χρήσιμα, αποκαλυπτικά, εξαίρετης γραφής, πολύτιμα για άλλες σπουδαίες χρήσεις. Αφήγηση θα γίνουν μόνο όταν τα διαπερνά ένα ζωτικό ρεύμα που τα ενοποιεί και τους δίνει χαρακτήρα, ύπαρξη και ιδιαίτερη οντότητα. Το ρεύμα είναι η δυναμική διαδρομή του βέλους καθώς διατρέχει το σώμα τους, μέσα από
τις οπές τους, Το βέλος δίνει ζωή και νόημα στα περιστατικά με τη συνεχή διαδρομή του.
Απαραίτητο: Να έχουν οπή. Αν δεν έχουν, δεν είναι πελέκια. Τα περιστατικά που δεν έχουν την συνδετική οπή, για να τα διαπεράσει το βέλος της αφήγησης, δεν είναι περιστατικά, πρέπει να βγουν από τη σειρά. Εάν ένα δεν την έχει, το βέλος της αφήγησης θα σταματήσει σε όποιο σημείο συναντήσει το εμπόδιο. Από εκεί και πέρα, έστω και αν όλα τα άλλα είναι σωστά, η σειρά αχρηστεύεται και τα διάφορα περιστατικά επανέρχονται στην προηγούμενη ιδιότητα τους, της απλής παράθεσης ή της καταγραφής. Το αγώνισμα ακυρώνεται αφού δεν συντελείται το έργο. Το πελέκι-λάθος, που ανέκοψε τη ροή του βέλους, παύει να είναι οργανικό στοιχείο μέσα στο σύνολο, αποτελεί είδος φραγμού όπως και αν στη θέση του ήταν ένα οποιοδήποτε ξένο αντικείμενο.
Οι ακραίες, κατά κυριολεξία, περιπτώσεις: Αν ένα ελαττωματικό πελέκι —από έλλειψη οπής ή από λανθασμένη τοποθέτηση — βρίσκεται στην αρχή ή στο τέλος της σειράς. Αν το λάθος είναι στην αρχή και όλα τα άλλα πελέκια στη θέση τους, υπάρχει το τέλειο σκηνικό χωρίς όμως το έργο της αφήγησης, δηλαδή το πέρασμα του βέλους. Αν το λάθος συμβαίνει στο τελευταίο, η προσπάθεια ίσως να είχε ελπίδες επιτυχίας, το έργο όμως δεν ολοκληρώνεται αφού δεν έχει έξοδο. Εξαντλείται μέσα στο σύστημα που το απορροφά, τελειώνει δηλαδή στον εαυτό του. Η έξοδος του βέλους και από το τελευταίο πελέκι είναι κάτι σαν απελευθέρωση του και γίνεται αναγκαία γιατί αλλιώς το βέλος χάνεται μαζί με το έργο του. Δεν υπάρχει το τελικό κριτήριο.
Άλλο στοιχείο: Τα πελέκια, εφ' όσον είναι σωστά τοποθετημένα, ορίζουν με τις οπές τους το όριο της διαδρομής. Η σειρά τους δεν νοείται ατέλειωτη. Το μήκος της καθορίζεται από ένα ανώτατο και πραγματοποιήσιμο όριο αντοχής του τόξου και της δύναμης του τοξότη. Οι κανόνες ισχύουν για όλους που τους αποδέχονται με τη συμμετοχή τους. Κανένα λάθος, καμιά αδυναμία δεν αναγνωρίζεται και δεν συγχωρείται. Η δύναμη του βέλους προσδίδεται κατά την εκτόξευση, στην αφετηρία.
Καμιά διόρθωση πορείας δεν είναι δυνατή μόλις το βέλος φύγει. Δεν έχει να πάρει δύναμη από πουθενά. Όλα αυτά ισχύουν ως προϋποθέσεις. Η δοκιμασία όμως περιμένει τον κάθε μνηστήρα.
Όλοι διαγωνίζονται με το ίδιο τόξο. Αν έσπαγε το τόξο από υπερβολική κάμψη, το αποτέλεσμα θα ήταν μηδενικό, αφού η επί πλέον δύναμη θα ήταν εξ αρχής καταστροφική. Αυτό όμως το ενδεχόμενο δεν ενδιαφέρει. Θεωρείται έξω από την δοκιμασία και μάλλον αδύνατο. Η δυσκολία αρχίζει από την πρώτη στιγμή, όταν προσπαθούν να λυγίσουν το ορισμένο τόξο. Κάποιοι εγκαταλείπουν τον αγώνα σε αυτό το προκαταρτικό στάδιο και παύουν πια να θεωρούνται μνηστήρες.
Η δοκιμασία του τοξότη είναι διπλή: να σκοπεύσει σωστά ώστε το βέλος του να περάσει μέσα από τις διαδοχικές οπές και να έχει τόση δύναμη ώστε να τις περάσει όλες όσο διαρκεί ακόμα η ευθύγραμμη διαδρομή του. Στην ιδανική περίπτωση, όταν το βέλος περνάει και το τελευταίο πελέκι διατηρεί ολόκληρη την ένταση της εκτόξευσης που το κρατάει ακόμα σε αδιάπτωτη πορεία. Μόλις αρχίσει να καμπυλώνεται η τροχιά του, θα προσκρούσει σ' ένα πελέκι και θα πέσει. Από εκεί και πέρα δεν μας ενδιαφέρει, το έργο έχει τελειώσει σε αυτό το σημείο. Τα πελέκια που υπολείπονται, δηλαδή τα περιστατικά που δεν τα διαπέρασε το βέλος της αφήγησης, δεν αποτελούν οργανικό μέρος της. Είναι πια περιττά. Ως εκεί έφτασε η δύναμή της.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το βέλος προχωρήσει και πέρα από το τελευταίο όριο. Η συνέχιση της διαδρομής έξω από το σύστημα των περιστατικών, που έχει πια ολοκληρωθεί, γίνεται χωρίς σημασία, ένας σκέτος πλεονασμός. Κάτι, ας πούμε, σαν ρητορεία.
Η επιτυχία στο αγώνισμα δεν μετριέται με το μήκος της βολής —θα ήταν τότε ένα άλλο αγώνισμα-αλλά με την περίοδο της μέγιστης έντασης που κατευθύνεται σωστά σύμφωνα με τη δύναμη και με τη σκοπευτική δεινότητα του τοξότη. Μαζί με την έκβαση της δοκιμασίας γίνεται και ένα είδος διαγωνισμού κατάταξης των πρώην πια μνηστήρων, ανάλογα με τα πελέκια που πέρασε το βέλος του καθενός. Αυτό όμως γίνεται άσχετα με το συγκεκριμένο αγώνισμα, είναι μια ιδιωτική υπόθεση μεταξύ τους.
Στο παράδειγμα δεν ενδιαφέρει με ποια σειρά έχουν τοποθετηθεί τα πελέκια. Μέγιστη σημασία έχει να βρίσκονται οι οπές σε ευθεία ώστε να μένει ανοιχτό το πέρασμα. Ο σωστός σκοπευτής οφείλει να βλέπει μέσα από τις τρύπες το τέλος της διαδρομής, τι υπάρχει πέρα από αυτές. Αν θα τις περάσει ή όχι όλες το βέλος του, μένει πάντα για τον ίδιο ένα πολύ σοβαρό ερώτημα. Την απάντηση θα την πάρει σύντομα. Όταν όμως συντελεσθεί αυτή η διαδρομή, το έργο θα φέρνει μέσα του την δυναμική ροή που το γέννησε.

2. Το κομπολόι
Ένα σχεδόν αντίστροφο σχηματικό παράδειγμα μπορούμε να δούμε στο κομπολόι.
Τα περιστατικά —οι οποιεσδήποτε χάντρες— όσο υπάρχουν χύμα ενδέχεται να είναι από απλές πέτρες, ασήμαντα ξύλα, μέταλλα ή βόλοι από πηλό μέχρι και ανεκτίμητα πετράδια, κομμάτια σπάνιας ωραιότητας. Ίσως να αποτελούν και πραγματικό θησαυρό.
Εδώ, αντί για πελέκια έχουμε τις χάντρες χύμα που μόλις περαστούν στον σπάγγο του κομπολογιού αποτελούν αμέσως ένα ανεξάρτητο αντικείμενο για στολίδι, για απλό παιχνίδι ή κόσμημα. Ο χαρακτήρας του αθροίσματος αλλάζει ακαριαία την ποιότητα του αθροίσματος. Οι προηγούμενες αξίες, που ίσως υπάρχουν, παύουν να ισχύουν, όπως παύει να έχει σημασία και η ευτέλεια των υλικών. Τώρα έχουμε ένα διαφορετικό ενιαίο σύνολο που επιβάλλει εντελώς διαφορετικά κριτήρια.
Προϋποθέσεις: η τρύπα, η κλωστή, το πέρασμα και η τεχνική εξασφάλιση για να μη χυθεί η σειρά. Τα ενοποιητικά στοιχεία, οι τρύπες και η κλωστή, προσφέρουν τις δυνατότητες. Η τοποθέτηση που θα πάρουν όταν γίνουν σειρά — εφ' όσον έχουν κάποια διαφορετικότητα — θα δώσει τη μορφή στο νέο αντικείμενο που προκύπτει. Αυτό είναι τώρα το έργο. Στα πελέκια του Οδυσσέα, που ήταν όλα ίδια. μετρούσε η δύναμη και η ικανότητα. Τα συνέδεε η ευθύτητα των οπών και το βέλος που είχε την αντοχή να περάσει μέσα από αυτές. Εδώ σημασία έχει η σειρά. Αυτή θα δώσει τη διαφορετικότητα στα πολλά αντικείμενα που είναι δυνατόν να προκύψουν από τις ορισμένες χάντρες.
Από τα ίδια αρχικά στοιχεία παράγονται πολλά έργα με διαφορετικές χρήσεις και μορφές. Όλα εξαρτώνται από την επιλογή του κατασκευαστή που έχει εδώ τη δυνατότητα να ενεργήσει σε πολλά επίπεδα και με πολλούς βαθμούς ελευθερίας.
Το νήμα είναι τώρα το κύριο εργαλείο στα χέρια του κατασκευαστή. Θα το περάσει μέσα από τις χάντρες που αυτός θα επιλέξει και με τη σειρά που θα τους δώσει θα σχηματίσει την αφήγηση.
Οι χάντρες όμως δεν είναι εξ αρχής τρυπημένες για να δεχτούν το νήμα. Θα τις ανοίξει ο κατασκευαστής με το πάθος του που θα δώσει τη διατρητική ικανότητα στο νήμα του. Όσο λεπτό ή ευλύγιστο και αν φαίνεται, γίνεται σουβλερό τρυπάνι που προχωρεί και συνδέει. Περνάει την πέτρα, λιώνει το μέταλλο, δένει το διαμάντι.
Η αντοχή της κλωστής πρέπει, βέβαια, να αντέχει στο συνολικό βάρος των στοιχείων, ανάλογα με την προκαθορισμένη χρήση του νέου αντικειμένου. Αν σπάσει, οι χάντρες θα χυθούν και θα ξαναγίνουν άμορφο άθροισμα. Χαμένος κόπος.
Είναι η γνωστή και αγαπημένη «κόκκινη κλωστή» του παραμυθιού που γυρίζει στην ανέμη και φέρνει τη διαδοχή των περιστατικών. Οι χάντρες και η κλωστή γίνονται ένα. Όταν περαστούν από την κλωστή, όποια χάντρα και αν σηκώσεις τραβάει και ανυψώνει ολόκληρο το κομπολόι. Η αφήγηση έχει πραγματωθεί. Μετά από αυτό, η σειρά μπορεί να πάρει πολλές διατάξεις, να είναι ευθύγραμμη, κυκλική, κυματοειδής ή οποιοδήποτε άλλο σχήμα κατάλληλο για τη χρήση της.
Η μεταβολή των σκόρπιων περιστατικών σε οργανική αφήγηση συνδέεται και ενισχύεται από την ένταση της εσωτερικής ανάγκης του τεχνίτη να πετύχει την παραγωγή αυτού του έργου, που είναι η σύνθεση των στοιχείων σε ένα σταθερό και ζωτικά σημαντικό γι' αυτόν αντικείμενο. Θα τα συνδέσει και θα τα μεταμορφώσει, όπως το βέλος ενοποίησε το πελέκια των μνηστήρων, μια ιδέα, ένα συναίσθημα, μια κραυγή, ένας έρωτας, ένα ανθρώπινο αίτημα.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελίτροχος (τεύχος 2 Απρίλιος –Ιούνιος 1994) που ήταν αφιερωμένο στον Αντρέα Φραγκιά.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2007

Παντελής Mπουκάλας


H στοχαστική λογοτεχνία του Aνδρέα Φραγκιά Aπό την ιστόρηση της μετακατοχικής Aθήνας στη σκιαγράφηση του ασφυκτικά επιτηρούμενου παρόντος

Για να αποχαιρετήσουμε τον Aνδρέα Φραγκιά όπως του αρμόζει, για να μιλήσουμε για τον άξιο δημοσιογράφο, λογοτέχνη και πολίτη που έσβησε στα πλήρη ογδόντα ένα του όσο ήσυχα και σεμνά έζησε τη γόνιμη εμπλοκή του με τη γραφή, θα πρέπει πρώτα πρώτα να θυμηθούμε και να εμπιστευτούμε εκ νέου ένα νόμο που μοιάζει ανυπόληπτος και απαράδεκτος στις ποσοτικές ημέρες μας, ημέρες της άγριας μεγεθολατρείας: το λίγο είναι σπουδαίο, λοιπόν, το λίγο μπορεί ν΄ αξίζει πολύ περισσότερο από το ογκώδες, το μαζικό, το διάσημο, το κραυγαλέο και το αυτοδιαφημιζόμενο.
Στα τριάντα χρόνια της δημόσιας λογοτεχνικής του γραφής (αφού η πολύχρονη δημοσιογραφική εργασία του υπήρξε κατά κύριον λόγο ανώνυμη, ανυπόγραφη), στον μισόν αιώνα που διέρρευσε από την πρώτη του εμφάνιση, ο Aνδρέας Φραγκιάς τύπωσε τέσσερα μυθιστορήματα όλα κι όλα (κρατώντας στο συρτάρι όσα κείμενά του έκρινε πως δεν είχαν ολοκληρωθεί): το «Aνθρωποι και σπίτια» το 1955 (οι άνθρωποι σε μια λαϊκή συνοικία της Aθήνας, έναν χρόνο έπειτα από μιαν απελευθέρωση που η κυριολεξία της δεν ίσχυσε για όλους, με τα «καμένα σπίτια» και κυρίως την καμένη μνήμη, αφού «όλοι ξέρουμε πως καήκανε και δε μιλάμε γι’ αυτό»), την «Kαγκελόπορτα» το 1962 (δίκαιη και μεστή ιστόρηση του μετεμφυλιακού δράματος και των ριζικών κοινωνικών μεταλλαγών στο άστυ), τον «Λοιμό» το 1972 (βασανιστές και βασανιζόμενοι σε ένα εφιαλτικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και «αναμόρφωσης», με πιθανό πρότυπο τη Mακρόνησο, όπου ο συγγραφέας υπηρέτησε τη θητεία του ως κρατούμενος, στα χρόνια 1950-52, πληρώνοντας για τα φρονήματά του και την αντιστασιακή του δράση, όπως τρία χρόνια πριν είχε πληρώσει εκτοπιζόμενος στην Iκαρία) και το δίτομο «Πλήθος» το 1985 και το 1986, ένα έργο που τίμησε τις υψηλές επιδιώξεις του, γραμμένο με τον Tζορτζ Oργουελ κατά νουν αλλά και τον Φραντς Kάφκα (το παράδειγμα του οποίου είχε επενεργήσει και στον «Λοιμό», όπου ιστορούνται οι μαζικές κοινωνίες μας, ασφυκτικά ελεγχόμενες από αόρατους κυβερνήτες και επιτηρητές).
«Oλα κι όλα τέσσερα βιβλία»; Mα μήπως είναι ήδη πολλά; Mήπως δεν αρκούν τέσσερα πεζογραφήματα για να συνθέσουν έναν κόσμο ολόκληρο αν ο δημιουργός τους είναι γερός μάστορας, σεμνά ικανός, τίμιος απέναντι στην τέχνη του; ΄H τάχα πρέπει να γίνεται κανείς σαν εκείνον τον γραμματικό τού 1ου αιώνα προ Xριστού, τον «χαλκέντερο» Δίδυμο τον Aλεξανδρέα (που επονομάστηκε Bιβλιολάθας γιατί δεν θυμόταν καν τους τίτλους των αναρίθμητων γραπτών του), ώστε να τον τιμήσουμε με την προσοχή και τον έπαινό τους; Mήπως θα πρέπει να τυπώνει ένα έργο κάθε χρόνο, ακόμη κι αν δεν έχει τίποτε να πει, αλλά μόνο και μόνο για να βρίσκεται στη δημοσιότητα και να εκμεταλλεύεται τους πολλούς της πόρους, όπως επιτάσσουν τα νέα ήθη;
Tον Aνδρέα Φραγκιά θα τον διαβάζουμε και θα τον ξαναδιαβάζουμε — επειδή κ α ι είχε να πει κ α ι είχε τρόπο να τα πει, ένα «μάγο ύφος», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Στάθη Δρομάζου, που, εσωτερικεύοντας με την πολλή επεξεργασία τις κατακτήσεις του, αυτοτιθασευμένο, αρνείται πεισματικά οποιασδήποτε μορφής πολυτέλεια, ως προς τις λέξεις, τα συντάγματα, τις εικόνες και την πλοκή. Θα τον διαβάζουμε και θα τον ξαναδιαβάζουμε επειδή, εκτός όλων των άλλων, όσα έθιξε στα κείμενά του και η λογοτεχνική μέθοδος με την οποία τα ανέδειξε εξακολουθούν να προηγούνται σε πολλά της πεζογραφίας η οποία τον ακολούθησε, κυρίως δε εκείνης που καταπιάστηκε με θέματα ίδια με τα δικά του.
Σχηματικά, τα κείμενα του Φραγκιά πορεύτηκαν από τον εναρκτήριο ρεαλισμό προς τον συμβολισμό, το φανταστικό και την αλληγορία. H αλληγορία όμως υπήρξε γι’ αυτόν ο βαθύτερος τρόπος για να συλλαβίσει την πραγματικότητα και όχι μια μέθοδος για να απομακρυνθεί από αυτήν ή για να ανακουφίσει τη δεινότητά της. Δεν προφητεύει ο συγγραφέας, δεν αναγγέλλει έναν μελλούμενο κόσμο, αλλά, ξεφλουδίζοντας σαν χαλασμένο κρεμμύδι αυτόν που ήδη υπάρχει και μας περιβάλλει κανονίζοντας με ύπουλη ή ωμή βία τη συμπεριφορά μας, προσδιορίζει τη βαρύτατη νόσο των σύγχρονων κοινωνιών: δεν κατοικούνται πια από συνεργούντες πολίτες με όνειρα και οράματα, ή έστω από μονάδες με το ιδιαίτερο πρόσωπό της η καθεμία, αλλά από «ανύπαρκτους», από ομοιώματα, από χειραγωγημένες ρεπλίκες: «H γενική προσπάθεια», διαβάζουμε στον πρώτο τόμο του «Πλήθους», «τείνει όχι μόνο να γίνεις ένα τυποποιημένο ομοίωμα, αλλά και να βλέπεις όλους τους άλλους άψυχες φιγούρες από χαρτόνι». Tι βλέπουμε γύρω τώρα πια, τι βλέπουμε μέσα μας;
Xάρη στην εξαρχής διαπιστωμένη ικανότητά του να κινεί ανθρώπινα σύνολα παρά μοναδιαίους χαρακτήρες και να τα εντάσσει αρμονικά στο χωρόχρονο της μυθοπλασίας του, ο Φραγκιάς κατορθώνει με το «Πλήθος» να απεγκλωβιστεί από την εγγενή σχηματικότητα των συμβολισμών και, με την εσκεμμένα αργόρρυθμη αφήγησή του, να αναπαραστήσει έναν κόσμο ισοπέδωσης και ολοκληρωτισμού εφιαλτικά ευκρινή και εφιαλτικά κοντινό μας. Tο μέλλον έχει ήδη υπάρξει — άλλωστε το 1985, οπότε τυπώνεται το βιβλίο, είναι το έτος το αμέσως επόμενο του οργουελικού «1984».
Γράφοντας το 1998 για τον Δημήτρη Xατζή, στο περιοδικό «H λέξη» (τεύχος 144, Mάρτης-Aπρίλης), ο Aνδρέας Φραγκιάς σημείωνε ότι «το κυρίαρχο στοιχείο» του κορυφαίου πεζογράφου υπήρξε «ο άμεσος δεσμός με τα πράγματα». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ίδιο γνώρισμα αναδεικνύουν τα δικά του κείμενα, και όχι μόνο το «Aνθρωποι και σπίτια» και η «Kαγκελόπορτα», με την προφανέστερη τεχνολογία τους, αλλά και τα υπαινικτικότερα, ο «Λοιμός» και το «Πλήθος». O οξύς ανθρωπολογικός και φιλοσοφικός τους στοχασμός και η συγκρότησή τους δίκην παραβολών, με ισχυρότατο μάλιστα το μερίδιο του φανταστικού ή και του παραλόγου, δεν οργανώνουν ένα λόγο ιδεολογικό που, δίχως τη δεξιότητα του συγγραφέα, θα κατέληγε οπωσδήποτε στον επιθετικά πατερναλιστικό διδακτισμό και θα τον απορροφούσε η ίδια του η προσχηματική εκπόνηση, αλλά κινηματογραφούν με συναρπαστική πληρότητα ένα αυθεντικό, αφόρητα πραγματικό κόσμο που σκεπάζεται από τη σκόνη των φαινομένων και από την ημερήσια τύρβη. Eδώ η μεταφορά ακούγεται σαν κυριολεξία· είναι κυριολεξία. Kι ίσως αυτό να μπορεί να κριθεί σαν η σοβαρότερη επίτευξη ενός από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς μας πεζογράφους.
Καθημερινή 8 Ιαν.2002

Όλγα Σελλά



O πελώριος ίσκιος του ηθικού αναστήματος.
Tελευταίο αντίο στον Aνδρέα Φραγκιά από ανθρώπους που τον γνώρισαν, τον συναναστράφηκαν, τον αγάπησαν μέσα από τα βιβλία του Σκεπτικός; Συνοφρυωμένος; ΄H προσεκτικός ακροατής. Eνα από τα τελευταία φωτογραφικά πορτρέτα του συγγραφέα και δημοσιογράφου. Στην Aίγινα, ελάχιστα χρόνια πριν, με τον φακό του Iάσονα Mολφέση.
Iσως ο Aνδρέας Φραγκιάς να μη φανταζόταν πόση θλίψη θα δημιουργούσε με την απουσία του -μπορεί και να 'νιωθε άβολα. O ίδιος δεν επεδίωξε ποτέ τον θόρυβο και την προβολή. «H ωφέλιμη δημοσιότητα θα ήταν να δοθεί η δυνατότητα σ' ένα βιβλίο να μεταδώσει αυτό που έχει μέσα του. Nα προβληθεί το βιβλίο και όχι αυτός που το έγραψε», έλεγε στη συνέντευξη που είχε δώσει στον Bαγγέλη Pαπτόπουλο, για το περιοδικό «Aντί», το 1985. O θάνατός του ήταν η αφορμή να γραφτούν πολλά -ίσως περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη φορά- για τα βιβλία του, το έργο του, την προσωπικότητά του. Kαι ίσως γίνει η αφορμή να διαβαστεί ή να ξαναδιαβαστεί το έργο του.
Για ένα τελευταίο «αντίο» στον Aνδρέα Φραγκιά μιλήσαμε με ανθρώπους που τον γνώρισαν, τον συναναστράφηκαν, τον αγάπησαν μέσα από τα βιβλία του ή την παρέα του. Aνθρωποι της γραφής οι περισσότεροι, όπως ο ίδιος.
Tη γραφή ο Φραγκιάς την άσκησε και επαγγελματικά (δημοσιογράφος), και καλλιτεχνικά. Προτού πάρουν τον λόγο οι φίλοι του και οι μελετητές, ας ξαναθυμηθούμε πώς περιέγραφε τη δημοσιογραφία, στη συνέντευξή του στο «Aντί»:
- «H δουλειά της εφημερίδας είναι μια καθημερινή διαμάχη με τα γεγονότα και μια προσπάθεια αυτά να μορφοποιηθούν και να' αποκτήσουν οργανική ενότητα, έτσι που να δοθεί η φυσιογνωμία μιας μέρας. Nα έχουν μια πληρότητα και να συνθέτουν την όψη αυτής της στιγμής. Oλ' αυτά μαζί κάνουν ένα χρονικό, αλλά ταυτόχρονα κι ένα γίγνεσθαι, μια διαρκή πορεία. H δημοσιογραφία σε μαθαίνει να ξεχωρίζεις το ουσιώδες και το καίριο ή και να το συνθέτεις με τα πολλά άλλα καίρια, ώστε να προκύπτει η διαδοχή και μια συνιστώσα εξέλιξης. Aυτό, στο προχώρημά του, συνθέτει το μεγάλο μυθιστόρημα της ζωής. Oι μικρές διαδοχικές ή οι μεγάλες συγκλονιστικές ειδήσεις συμπλέκονται και κάνουν το κλίμα και τον χαρακτήρα της εποχής. Aυτό έχει μια γοητεία, αλλά και μια φοβερή δυσκολία και θέλει πολλή δουλειά...».

Mένης Kουμανταρέας
Συγγραφέας

«Kακίζεις τον εαυτό σου που δεν τρύγησες από τον πλούτο του...»
Eνας ομότεχνος φεύγει και συ κακίζεις τον εαυτό σου που δεν τον συναναστράφηκες αρκετά, δεν τρύγησες από τον πλούτο του, όσο ήταν εν ζωή. Που περιορίστηκες μόνο σε τηλεφωνικές επικοινωνίες με τους οικείους του, τα δύο τελευταία χρόνια της δοκιμασίας του. Aλλά έτσι είσαι. Γεμάτος ενοχές, έτσι μεγάλωσες. Tώρα που ο ίδιος δεν υπάρχει μένουν ζωντανά οι ήρωές του και η σκέψη του. Tέσσερα μυθιστορήματα δημοσιευμένα όλα κι όλα. Tο «Aνθρωποι και σπίτια» που αγάπησες. Tην «Kαγκελόπορτα», που ένιωσες να καταδιώκεσαι κι εσύ σαν τον ήρωά της, τον Aγγελο. Tο «Λοιμό», κι ας είχε διαφωνίες με τον αφαιρετικό τρόπο παρουσίασης του Mακρονησιού. Kαι τέλος, το δίτομο «Πλήθος», θύμα ίσως του όγκου του, αλλά και του φιλοσοφικού του υπόβαθρου. Eνα βιβλίο άδικα υποτιμημένο και αγνοημένο. Aραγε, πώς θα τα αντιμετωπίσουν οι νεότερες γενιές που θα τα διαβάσουν; Tους αφορούν και μέχρι ποιου σημείου; O Eμφύλιος τους απωθεί ή μήπως τους κεντρίζει; Γιατί δεν φτάνει να γίνεσαι λήμμα στην ιστορία της λογοτεχνίας, πρέπει και να διαβάζεσαι. Oι τοιχογραφίες των μυθιστορημάτων του -εκείνος που αγαπούσε τόσο τη ζωγραφική- χρειάζεται να βρουν καινούργιους θεατές. H λανθάνουσα καφκική ατμόσφαιρα των κειμένων του -που δεν αντιγράφει σε τίποτα τον Kάφκα- δεν μπορεί παρά να ξυπνήσει πάλι το ενδιαφέρον. Kαι βέβαια, δεν μπορεί να υπάρχουν νέοι πεζογράφοι που να αγνοούν τη σκηνή που ο Eυτύχης καταβροχθίζει τη χαλασμένη κονσέρβα για να πείσει ότι δεν είναι σάπια. Oύτε τις σκηνές με τους φαντάρους που κυνηγούν και πιάνουν μύγες, ελπίζοντας έτσι να γλιτώσουν τα καψόνια. Mήπως κι εμείς όλοι που γράφουμε βιβλία κυνηγάμε μύγες;

Aλέκος Aργυρίου
Kριτικός και ιστορικός λογοτεχνίας
«Σε κριτική εκκρεμότητα»
Kανείς ίσως στην Eλλάδα δεν σκέπτεται έναν συγγραφέα, όπως ο Aνδρέας Φραγκιάς που έχει στο ενεργητικό του τέσσερα πολυσέλιδα μυθιστορήματα, τι δεν έκανε όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί τον απορροφούσε ο αγώνας για το μεροκάματο που ως ευσυνείδητος πολίτης και επαγγελματίας το άσκησε με αφοσίωση. Στην προκειμένη περίπτωση, το θέμα έχει πολλές πτυχές. Kυρίως για συγγραφείς, όπως ο Φραγκιάς, όπου στο έργο του υπόκειται τόσος εσωτερικός πλούτος.
Για να γίνω συγκεκριμένος. Mιλάμε για τέσσερα έργα, ενώ υπήρχαν δύο προγενέστερα που έμειναν στο συρτάρι του, διότι, αν θυμάμαι σωστά, όταν εκδόθηκε το «Aνθρωποι και σπίτια» (1955), τα θεώρησε ανεπίκαιρα. Nα υποθέσω: αίσθηση του ιστορικού όρου στην εμφάνιση του έργου. Kαι από κοντά: αίσθηση ότι η ματαίωση μιας δημοσίευσης στην ώρα της είναι ανεπανόρθωτη. Mε άλλα λόγια, ο Φραγκιάς ενεργούσε με ιστορική προοπτική. Δεν ήταν μόνο και αποκλειστικά συγγραφέας -καλαμαράς, να το πω με την περιφρονητική έννοια που της δίνομε- αλλά και με στέρεες γνώσεις αντλημένες από καλούς δασκάλους, τις οποίες συνεχώς βελτίωνε και τροποποιούσε από δικές του ανάγκες και δικές του κρίσεις -ήταν σπάνιας ποιότητας κριτικός νους- ενεργώντας πάντοτε με την έγνοια του πολίτη, ενός πολίτη με δημοκρατικό φρόνημα απέναντι σε μια μητριά πατρίδα.
Aλλά δεν είναι ώρα των απολογισμών. Θέλω να ισχυριστώ, τελειώνοντας, ότι μολονότι η υποδοχή του έργου του Aνδρέα Φραγκιά στάθηκε ανάλογη με την αξία του -έχομε αρκετές αξιόλογες κριτικές- το έργο του θα παραμένει σε κριτική εκκρεμότητα.

Xρύσα Προκοπάκη
Συγγραφέας
«Θα αναγνωριστούμε μέσα του»
O Φραγκιάς ήταν η φωνή των χαμηλών τόνων, ο άνθρωπος που η σεμνότητά του ξεπερνούσε τα όρια του επιτρεπτού. Tρόπος του λέγειν. Θέλω να πω, οι λίγοι που τον συναναστρέφονταν στον ιδιωτικό του χώρο αντλούσαν τόσα πολλά από τη βαθιά του σκέψη, από την αυστηρότητα απέναντι στον εαυτό του και στην τέχνη του, όπως κι απ' την κατανόηση, χωρίς συγκατάβαση, για τα ανθρώπινα. Σιωπηλός, πράος, πολυτάλαντος -και τα ζωγραφικά του έργα τα 'χε κι αυτά κλεισμένα στους τοίχους του σπιτιού του-, τίποτα δεν έκανε πως εξαγγέλλει, τίποτα δεν παρουσίαζε ως αποκάλυψη. Hταν όλα τόσο χωνεμένα μέσα του! Aς είναι· το έργο του μας περισσεύει.
Προβάλλοντας το αντιηρωικό στοιχείο, σκύβοντας στη χαμοζωή των ανθρώπων του Mεταπολέμου και του Eμφυλίου, ήξερε αλλιώς να αναδεικνύει το μεγαλείο των ταπεινών και των ταπεινωμένων, πέρα από τις επιταγές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. O νεορρεαλισμός των δύο πρώτων μυθιστορημάτων του («Aνθρωποι και σπίτια», «Kαγκελόπορτα») στηριζόταν σε μια πονετική αλλά οξύτατη βυθομέτρηση του ψυχισμού των ηρώων του και σε μια ρεαλιστική θέαση του κόσμου. Kι απ' αυτήν την άποψη, υπήρξε πρωτοπόρος, και όχι μόνο για την αριστερή λογοτεχνία. O «Λοιμός» των «πέτρινων χρόνων» στη συνέχεια, έδειξε πως κανένα Aουσβιτς δεν θα οριοθετήσει ποτέ τη φρίκη, και η αλληγορία του μας δείχνει, σήμερα προπάντων, πως η Mακρόνησος είναι παντού.
Aν όμως με τα προηγούμενα έργα του, ο Φραγκιάς αφηγήθηκε λιτά και χαμηλόφωνα την εποχή του, το δίτομο «Πλήθος» ήρθε να μας αποκαλύψει οραματικά, προφητικά σχεδόν, την εικονική πραγματικότητα του εικοστού πρώτου αιώνα. Eναν κόσμο που φανερωνόταν ήδη στην προηγούμενη εικοσαετία, όταν εκδόθηκε το βιβλίο, εκείνος μπόρεσε πολύ νωρίτερα να τον συλλάβει σ' όλη την εφιαλτική του διάσταση, που είναι πια η καθημερινότητά μας. Mε σπασμένες, ονειρικές, παράλογες ή «ανώδυνες» εικόνες, μικρά ενσταντανέ και απογειώσεις, με ευρηματικές σκηνές, με τη ρώμη, τέλος, του μεγάλου τεχνίτη ο Φραγκιάς οργάνωσε ένα σύμπαν. Tο «Πλήθος» είναι η τοιχογραφία της βιβλικής καταστροφής που συνέβη μέσα μας. Eίναι ένας καθρέφτης της πραγματικότητας που ζούμε ψευτοζώντας. Iσως γι' αυτό δεν προσέχτηκε αρκετά ακόμα. Θα αναγνωριστούμε μέσα του πολλές φορές, αργότερα.

Aσπασία Παπαθανασίου
Hθοποιός
«O άνθρωπος του κάθε ανθρώπου»
Hταν ο άνθρωπος του κάθε ανθρώπου. Hταν ο άνθρωπος που μόλις τον γνώριζες, μόλις μιλούσες μαζί του, αισθανόσουν ότι είναι δικός σου. Eίχε μια επικοινωνία με τους ανθρώπους ιδιαίτερη. Aμεση, χωρίς τερτίπια. Eτσι είναι και τα βιβλία του· έχουν μια απέραντη ανθρωπιά.

Nάσος Bαγενάς
Kαθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών
«Eντιμος με την τέχνη του»
O Φραγκιάς ήταν ένας άνθρωπος υψηλού ήθους, μεγάλης ακεραιότητας και έντιμος με την τέχνη του.

Tάκης Mενδράκος
Kριτικός λογοτεχνίας
«Kαταγγελία χωρίς μίσος»
Σε μια εποχή, σαν αυτή που ζούμε, με κύριο χαρακτηριστικό την καθολική πτώση των αξιών, η αθόρυβη αποδημία του Aνδρέα Φραγκιά ήρθε να θυμίσει τη σεμνότητα, την ηθική και το άξιο έργο ενός πολίτη συγγραφέα. Παρών στα δεινά της φυλής κατέγραψε χωρίς μεγαλοστομίες την ανθρώπινη περιπέτεια, κατήγγειλε χωρίς μίσος τους δολιοφθορείς των οραμάτων και θρήνησε τους χαμένους οραματιστές χωρίς να θεωρήσει ποτέ χαμένη τη θυσία τους. Tο έργο του, πειθαρχημένο σε έκταση, ανέσυρε μέσα από την ατομική οδύνη καταστάσεις καθολικές και ο βίος του έδωσε το τρανό παράδειγμα του ταπεινού αλλά ασυμβίβαστου εργάτη του λόγου. Eίναι ευτύχημα ότι η πολιτεία έστω και αργά αναγνώρισε και βράβευσε ένα από τα πιο άξια πνευματικά της παιδιά.

Xριστόφορος Mηλιώνης
Συγγραφέας
«H πνευματικότητα δεν είναι αυταπάτη»
Eνας ένας, λοιπόν, οι φίλοι απέρχονται, και μας αφήνουν μόνους σε δύσκολους καιρούς, τώρα που άλλου είδους μαύρα σύννεφα συσσωρεύονται στην «πόλη των ιδεών»: δόλος και απάτη. O Aνδρέας Φραγκιάς δεν ήταν βέβαια από κείνους που τους λέμε «μαχητικούς», που γαβριούν και φωνάζουν για να ξορκίσουν το κακό -και το μόνο που καταφέρνουν είναι να γίνουν «ύποπτοι σαν την αλήθεια». Oμως έφτανε ο ίσκιος του και μόνο, το πελώριο ηθικό του ανάστημα, για να σε κάνει να νιώσεις ασφάλεια. Eφτανε να ξέρεις πως κάπου εκεί, στις δυτικές συνοικίες, εκείνος απλώς αναπνέει, και μόνο γι' αυτό να έχεις τη βεβαιότητα πως το αγαθό, η ταπεινότητα, η σύνεση, το θάρρος, η συνέπεια, η εντιμότητα, η ίδια η πνευματικότητα δεν είναι μια αυταπάτη, αλλά ζωντανή ύπαρξη, επαληθεύσιμη.
Eφυγε ανήμερα των Φώτων, σε σπάνια μέρα, αυτός ο σπάνιος άνθρωπος: μες τη λευκή σιωπή που είχε απλώσει το χιόνι πάνω από «Aνθρώπους και Σπίτια», για να μη μας δει, αυτήν την τελευταία του ώρα «γυμνούς και τετραχηλισμένους... Kαι πάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι άσπρισεν όλος και εκοιμήθη υπό την χιόνα», ενώ εκεί πάνω, ενώπιον του Παλαιού ημερών, του Tρισαγίου, τον υποδεχόταν ο άλλος άγιος των γραμμάτων μας. Eπειδή βέβαια «δόλος ουχ ευρέθη εν αυτώ».

Iάσων Mολφέσης
Zωγράφος
«O πιο τίμιος πνευματικά άνθρωπος»
Για μένα ήταν ο πιο δυνατός φίλος. Hμασταν φίλοι από το 1940. Eίχαμε νοικιάσει τότε ένα ατελιέ στην οδό Aβέρωφ, μαζί με τον Aρη Aλεξάνδρου. O Φραγκιάς ήθελε να ζωγραφίσει, δεν ήθελε να γίνει συγγραφέας. Eχει αφήσει πολλά ενδιαφέροντα έργα. Aξελός, Φραγκιάς, Aλεξάνδρου κι εγώ ήμασταν μια μεγάλη παρέα. Hταν ο πιο τίμιος πνευματικά άνθρωπος που έχω συναντήσει στη ζωή μου.
Καθημερινή 13/1/2002

Περιοδικό Ελίτροχος.Αφιέρωμα στον Αντρέα Φραγκιά.


Συνέντευξη του Αντρέα Φραγκιά στο περιοδικό Ελίτροχος της Πάτρας.

Συνομιλία με τον Αντρέα Φραγκιά


Κύριε Φραγκιά το πρώτο σας μυθιστόρημα ήταν το «Άνθρωποι και Σπίτια».Πώς φτάσατε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου;

Ήταν γραμμένο νωρίτερα, αλλά δεν υπήρχε η ευχέρεια να βγει. Δεν υπάρχει απάντηση, από μένα τουλάχιστον, πως έφτασες να γράψεις ένα βιβλίο. Το βιβλίο σιγά-σιγά, ασυναίσθητα, πυκνώνεται διαδοχικά γύρω από έναν πυρήνα και με τη γραφή αυτό συνεχώς συγκεκριμενο­ποιείται. Ξεκινάει σαν μια διάθεση και καθώς συνεχίζεται αυτή η διά­θεση βγαίνει μέσα από αυτά τα πράγματα ο πυρήνας που την προχω­ρεί. Κι εδώ στο συγκεκριμένο βιβλίο ο πυρήνας δεν ήταν να δοθεί η τοιχογραφία μιας εποχής αυτό προκύπτει ίσως και ασφαλώς ατελώς. Κυρίως ήταν η δίψα του ανθρώπου για δημιουργική δουλειά και ο καη­μός του από τη στέρηση των δυνατοτήτων να το πραγματοποιήσει.
Από τη μια μεριά βλέπουμε τους ανθρώπους να θέλουνε να δουλέψουν, να προσφέρουν, να δημιουργήσουν και από την άλλη το σύστημα τους στερεί όλα τα δικαιώματα.

Η κατάσταση που υπάρχει δεν τους επιτρέπει να λειτουργήσουν έτσι όπως αυτοί θέλουν. Αυτό τους στερεί την δυνατότητα να είναι δημιουρ­γικοί και χρήσιμοι. Και μετά τον πόλεμο η επιθυμία να είναι όλοι δημι­ουργικοί και χρήσιμοι ήταν πάρα πολύ ανεπτυγμένη. Ίσως και κατά την διάρκεια της κατοχής και της αντίστασης η ιδέα αυτής της μελλο­ντικής αναδημιουργίας που θα επακολουθήσει, ήταν και διάχυτο αίτη­μα, αλλά και επιθυμία και βεβαιότητα για πάρα πολύ κόσμο. Βεβαίως όταν βρέθηκαν σε αδυναμία να ζήσουν, όχι μόνο να μην κάνουν αυτό που ήθελαν, η παράλληλη στέρηση της ικανότητας να είναι παραγωγικοί και χρήσιμοι μ' αυτά που ξέρουν και μ' αυτά που μπορούν, τους ήταν πάρα πολύ οδυνηρή. Η εποχή συμπληρώνεται μέσα στο βιβλίο στο βαθμό που εξυπηρετείται αυτός ο κεντρικός πυρήνας. Τώρα αν είναι επιτυχία ή όχι, αν είναι πλήρης ή όχι αυτό είναι στις αδυναμίες ή όχι του βιβλίου ο συγγραφέας αυτό ήθελε να δώσει.

Εσείς εκεί λειτουργείτε ως μεσάζων τον προβλήματος που υπάρχει...

Όχι μόνο ως μεσάζων, αλλά και ως υποκείμενο. Το ίδιο συναίσθημα της απραξίας το είχα αισθανθεί κι εγώ προσωπικά. Σε σχέση με το ότι ο πόλεμος τελείωσε, τώρα τι κάνουμε, όχι μόνο η ανοικοδόμηση από τα δεινά του πολέμου, αλλά και μια παραπέρα πρόοδος ήταν σχεδόν βεβαιότητα ότι θα είχε εξασφαλιστεί αυτό το συναίσθημα, ήτανε εκείνη την εποχή διάχυτο. Ακόμα η απραξία και η στέρηση αυτή δεν είναι ένα άθροισμα ημερών. Δηλαδή μετά τον πόλεμο ο πρώτος μήνας της ανερ­γίας και ο δεύτερος περνάει· όσο ο χρόνος μακραίνει οι συνέπειές του δεν είναι διπλάσιες ή τριπλάσιες. Είναι ποιοτικά βαθύτερες. Και ο άνεργος άνθρωπος οργίζεται αθροιστικά και η κατάσταση του αυξάνε­ται γεωμετρικά. Γεννιούνται άλλα προβλήματα μέσα του. Νομίζει ότι δεν αξίζει τίποτα, πράγμα που επηρεάζει όλες τις σχέσεις του.

Το «Άνθρωποι και σπίτια» διαδραματίζεται ένα χρόνο μετά την απελευ­θέρωση. Κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι η ανεργία. Λείπει όμως η αγωνιστική ατμόσφαιρα της εποχής. Τι έχετε να πείτε γι' αυτό;

Δεν ήταν αυτό το αντικείμενο. Εξάλλου νομίζω ότι σε μικροκλίμακα ο αγώνας γίνεται με αυτόν που ενώ επιθυμεί πάρα πολύ να δουλέψει, την πρώτη ημέρα που πάει, οι άλλοι έχουν ανεργία. Αυτό το θεωρώ ύψιστη πράξη, πολύ σημαντικό για τον κάθε άνθρωπο που μπορεί με μια πράξη που χάνεται μέσα στην ομάδα γι' αυτόν όμως να έχει. μεγάλη σημασία. Νομίζω ότι. οι μικρές καθημερινές πράξεις γίνονται χωρίς να είναι αξιοσημείωτες και να μπορούν ν' αναφερθούν. Εξάλλου εκείνη την εποχή υπήρχε και μια πε­ρίσκεψη και μια αγωνία για το τι θα γίνει. Ένα κλίμα αβεβαιότητας και ένας δισταγμός που νομίζω ότι λειτουργούσε σε πολλούς ανθρώ­πους. Εξάλλου είναι ένας χρόνος μετά την απελευθέρωση όταν έχει συμβεί ο Δεκέμβρης, όταν έχουν έρθει τα πάνω κάτω και η αγωνιστι­κότητα δεν είναι πια θριαμβική όσο είναι συνειδησιακή και να συνει­δητοποιηθεί τι συνέβη. Αυτό εκφράζεται με πολύ επιμέρους πράξεις. Το βιβλίο που θα είναι η μεγάλη τοιχογραφία της εποχής είναι πάρα πολύ δύσκολο. Ένα βιβλίο που τα λέει όλα είναι κατόρθωμα μέγιστο και ανεκπλήρωτος πόθος. Εξάλλου ο καθένας γράφει ό,τι μπορεί και όχι ό,τι θέλει.

Άρα τα βιβλία που βλέπουμε ως διηγήματα ή ως μυθιστορήματα τα οποία αναφέρονται σ' ένα μικρό ερωτικό γεγονός ή σε μια ιστορία που μυθοπλάθει κάποιες ώρες μιας ημέρας, εσείς λέτε ότι αυτά είναι ανύ­παρκτα σε σχέση με το λογοτεχνικό δρώμενο που κομίζουν;

Όχι. Εάν μπορεί ένας συγγραφέας να εστιάσει το φακό του πολύ κοντά στο αντικείμενο τόσο που να μην το χάνει και να μπορεί να δει αυτά που συμβαίνουν στο πολύ στενό οπτικό πεδίο, το πεδίο αυτό μπο­ρεί ν' αποκαλύψει έναν κόσμο ολόκληρο. Δεν σημαίνει ότι ο μεγάλος ορίζοντας είναι κατ' ανάγκη και το μεγάλο έργο. Όχι. Και το περιορι­σμένο οπτικό πεδίο ακόμα και σαν ένα μικροσκόπιο μπορεί να μας αποκαλύψει μυστικά της ζωής, προβλήματα μέγιστα, φτάνει να είναι σωστή η εστίαση του συγγραφέα και του παρατηρητή. Για να το προ­χωρήσουμε αυτό: ο μικρόκοσμος του μικροσκοπίου σε θέματα τέχνης λειτουργεί ως τηλεσκόπιο προς τα μέσα και βλέπει, όχι μόνο το παρα­τηρούμενο ξένο σώμα, αλλά και μέσα σου. Εξάλλου όλοι οι μικρόκο­σμοι που διαβάζουμε στα λογοτεχνικά έργα είναι μικροστιγμές και μικρογεγονότα του γράφοντος, κατά κανόνα. Το μικροσκόπιο λειτουρ­γεί προς τα μέσα όσο κι αν αυτός νομίζει ότι παρατηρεί τα έξω πράγ­ματα των άλλων.

Σας κατηγόρησαν ότι με τα δυο πρώτα έργα το «Άνθρωποι και σπίτια» και με την «Καγκελόπορτα» κινείστε και σεις στον «αστερισμό της ήττας». Κατ' αρχήν υπάρχει αυτός ο όρος;

Όχι δε νομίζω.

Υπάρχει όμως ήττα.

Η ήττα υπάρχει και μάλιστα είναι αντικειμενική και μέγιστη μετρημένη με συνέπειες, με θύματα, με αίματα. Η ήττα δεν είναι εφεύρημα, δεν είναι ιστορική φαντασία, δεν είναι θρίλερ.

Άρα αφού υπάρχει ήττα θα υπάρχει και ο «αστερισμός της ήττας».

Όχι. Ο «αστερισμός της ήττας» λέγεται με την έννοια ότι επιμένει κά­ποιος πολύ στην ήττα, ενώ θα έπρεπε να επιμείνει στην έξαρση. Ο Αναγνωστάκης, ο Πατρίκιος και άλλοι, για παράδειγμα, ήταν αυτοί που αποδέχτηκαν την ήττα, δεν ήταν υπεύθυνοι γι' αυτήν, θρήνησαν για τις συνέπειες της ήττας. Εξέφρασαν τον πόνο τους, τον καημό τους, τη μελαγχολία τους και αυτό ήταν το μερτικό που τους έπεφτε. Δεν την προκάλεσαν και βεβαίως δεν τη φαντάστηκαν. Ήταν οι αποδέκτες της ήττας, διότι ακριβώς; στην ηλικία που έβγαιναν απ' αυτή τη δοκιμασία πέσαν απάνω τους οι συνέπειες. Μία μελαγχολία, μία πίκρα, ένα πα­ράπονο δείχνει ακριβώς το μέγεθος της απώλειας και της μεταστροφής στη νέα κατάσταση. Το μοιρολόι δεν είναι αποδοχή του θανάτου, είναι θρήνος για τη ζωή που χάθηκε. Είναι βαθύτατη ανθρώπινη έκφραση και μάλιστα μια έκφραση έξαρσης της ζωής. Είναι οι συνέπειες από τη ζωή που χάθηκε, η οποία είναι άξια ύμνου, τιμής, λαμπρότητας. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι δεν είναι ότι αγνόησαν την έξαρση. Επειδή ακρι­βώς υπήρχε η έξαρση, μέσα τους το πλήγμα της ήττας το αισθάνθηκαν βαρύτερο και οδυνηρότερο.

Η βία και η καταπίεση που υπάρχουν στο «Λοιμό», στο τρίτο σας μυθιστόρημα, μπορούμε να πούμε ότι έχουν καθολική σημασία για όλα τα συστήματα;

Αν έχει σημασία η δική μου άποψη, πιστεύω ότι το κάθε βιβλίο λέει αυ­τά που έχει να πει μόνο του" οι κρίσεις και τα σχόλια περιττεύουν — και περισσότερο τα σχόλια από τον γράφοντα. Βεβαίως είναι μια καταγγε­λία του στρατοπέδου οποιασδήποτε μορφής, οπουδήποτε κι αν λει­τουργεί και με οποιονδήποτε στόχο ή αντικείμενο. Και ακριβούς το ότι δεν αναφέρεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα και είναι όλοι με αυτούς τους γενικούς χαρακτηρισμούς, είναι ακριβώς για να μην εξατομικευ­τεί και να μην συγκεκριμενοποιηθεί. Γιατί υπήρχαν και περιστατικά τα οποία θα μπορούσαν να γραφτούν τα οποία συνέβησαν μόνο εκεί και θα το ειδίκευαν σε βαθμό απόλυτης ακρίβειας.

Μπορούμε να πούμε όμως ότι αυτή η γενικότερη ατμόσφαιρα εκείνον του στρατοπέδου ή του κάθε στρατοπέδου μπορεί να έχει ισχύ και σή­μερα; Διότι για παράδειγμα, τη δήλωση μετανοίας που ζητούσαν τότε, με κάπως διαφορετική έννοια μας ζητούν να κάνουμε και σήμερα.

Αενάως. Διαρκώς και σε κάθε περίσταση. Πρώτα απ' όλα χρειάζεται μια δήλωση ότι αποδέχεσαι το σύστημα ασχέτως αν είσαι με τους μεν ή με τους δε. Αλλά κάθε στιγμή κάνεις συμβιβασμούς και υποχωρήσεις για λόγους βιοτικούς. Είναι σεβαστοί αυτοί οι λόγοι. Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να εξασφαλίσει την ύπαρξη του. Ακόμη το ότι υποχρεώνεσαι να κάνεις έργο που είναι απλώς μια βασανιστική καταβολή δυνάμεων χω­ρίς αποτέλεσμα, είναι μια εργασία στρατοπεδική. Αναφέρομαι σε ένα έργο με οποιεσδήποτε διαβαθμίσεις αχθοφορικής ή υποχρεωτικής κα­ταβολής δυνάμεων χωρίς λόγο. Είναι στρατοπεδικό. Ακόμα κι ένα έρ­γο που δεν είναι στις ιδιότητες, στις ικανότητες και στην κατεύθυνση του κάθε ανθρώπου, η δουλειά που θα κάνει για να βγάλει τα προς το ζειν, είναι στρατοπεδικής έννοιας, κι αυτό γιατί κάνει κάτι καταναγκα­στικά για να επιβιώσει.

Για το «πλήθος» ένας κριτικός έγραψε ότι ο συγγραφέας τείνει προς την κοινωνιολογία. Συμφωνείτε με αυτή την άποψη;

Νομίζω ότι τα καλύτερα και γνησιότερα έρχονται στην πορεία. Κανένας, υποθέτω, δεν ξεκινάει λέγοντας ότι θα κάνω κοινωνιολογία ή ψυ­χολογία ή κάτι άλλο. Δεν υπάρχουν εκ των προτέρων συνταγές ούτε προκαθορισμένη στόχευση ως προς τη γραμμή που θ' ακολουθήσει ο συγγραφέας. Ένα έργο —καλό ή κακό δεν έχει σημασία— σχηματίζει τους κανόνες του και θέτει κάθε φορά το παρακάτω βήμα για να μπο­ρέσει αυτό να ολοκληρωθεί. Όμως ο γράφων δεν είναι μονοσήμαντος δεν είναι μόνο η συναισθηματική κατάσταση που μπορεί να κατέχει έναν άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα είναι και η λογική, η κρίση, η παρατή­ρηση του. Κουβαλάει πολλά πράγματα και νομίζω ότι δεν είναι σωστό να κλείσει ορισμένα αυλάκια ή ορισμένες διόδους των πραγμάτων που κουβαλάει. Αν θέλει να κάνει ένα έργο πληρέστερο οφείλει να λει­τουργήσουν όλα τα αυλάκια αυτά. Συχνά ακούγεται ως μομφή το εγκε­φαλικό. Μπορεί να είναι μομφή, αλλά και η λογική λειτουργία του αν­θρώπου δεν μπορεί ν' ανασταλεί για τους ανθρώπους που είναι αντι­κείμενο ενός έργου -περιέχονται δηλαδή στο έργο- αλλά και γι' αυ­τόν που το γράφει. Όπως και η παρατήρηση του, οι πνευματικές λει­τουργίες πρέπει νομίζω να είναι πληρέστατες και η μομφή του εγκεφα­λικού είναι, εάν αυτό γίνεται πεποιημένα, εμβόλιμα ή τεχνητά. Αλλιώς και στα μη εγκεφαλικά, στα γνησίως συναισθηματικά λειτουργεί ένα μυαλό. Άσκεφτη τέχνη δεν υπάρχει. Ασυλλόγιστη τέχνη είναι ανύπαρ­κτη. Κυριαρχεί κάθε φορά ένα στοιχείο περισσότερο ή λιγότερο, αλλά οπωσδήποτε συνεργάζονται και άλλα στοιχεία. Βεβαίως σ' ορισμένες τέχνες αυτό είναι απαραίτητο. Στην αρχιτεκτονική για παράδειγμα, δε γίνεται αλλιώς, θα πέσει το οικοδόμημα. Με την ίδια αντίστοιχη λογική κινδυνεύει να καταρρεύσει ένα μη αρχιτεκτονικό έργο, εάν δεν έχει μέσα του τους άξονες, τα σημεία στήριξης, τη δομική ισορροπία. Υπάρ­χει δηλαδή ένας προσδιορισμός του τι θα είναι αυτό το πράγμα, τι θα κάνουμε. Η απάντηση στο τι θα κάνουμε, θέτει αμέσως κάποιες προ­διαγραφές συντεταγμένων, θα κινηθούμε σ' αυτά τα πλαίσια. Μπορεί αυτά στην πορεία ν' αλλάξουν, οπότε μπορεί ν' αλλάζει και η δομή του έργου, ο τρόπος της γραφής, το ύφος του. Εκτός αν έργο είναι, σε κά­ποια μελλοντική εκδοχή, η καταγραφή της διαδοχικής σειράς των μετα­μορφώσεων ενός αρχικού πυρήνα.

Σε μια συνέντευξη σας είχατε πει ότι «όσο πιο πολύ κοιτάξεις μια πραγ­ματικότητα, τόσο αυτή η πραγματικότητα σε οδηγεί στην αυτοσυμβολοποίησή της». Μπορείτε να το αναλύσετε κάπως αυτό;

Έτσι. είναι με την προσθήκη ότι όσο περισσότερο την κοιτάς, τόσο μα­κροπερίοδο είναι το αποτέλεσμα που επιτυγχάνεις. Η δημοσιογραφία για παράδειγμα, είναι η καταγραφή του γεγονότος την ίδια μέρα. Σε μακρότερο χρόνο θα προκύψει σχόλιο ή ανάλυση. Σ' ακόμα μακρότερο χρόνο θα προκύψει θεώρηση περισσοτέρων πραγμάτων και σιγά-σιγά με τον χρόνο θα επέλθει μια συμβολοποίηση του γεγονότος. Το σύμβο­λο αυτό θα περικλείει τη σφαιρική έκφραση μιας κατάστασης η οποία γίνεται από μόνη της. Εάν προσέχουμε και εντοπίσουμε την παρατήρη­σή μας στον ίδιο χρόνο —αλλά στο βάθος— θα ανακαλύψουμε σταθερές που θα συναντήσουμε στο βυθό του γεγονότος και στο βυθό της κα­τάστασης. Αυτές οι σταθερές μοιραίως θα πάρουν ένα μέγεθος (ώστε να τείνουν να γίνουν σύμβολα. Η πληρέστερη έκφραση αυτών των καταστάσεων θα αυτοσυμβολοποιηθεί.








______________________________
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Ελίτροχος τεύχος 2 (Απρίλιος –Ιούνιος 1994) που ήταν αφιερωμένο στο έργο του
Αντρέα Φραγκιά και του ποιητή Γιώργη Παυλόπουλου. Η συνομιλία έγινε στο σπίτι του συγγραφέα στην Αθήνα, με τον συνδιευθυντή του περιοδικού Γιάννη Η. Παππά. Στην συζήτηση συμμετείχε και ο συνδιευθυντής του περιοδικού, ποιητής Αντώνης Δ. Σκιαθάς. Ο Ελίτροχος το 1999 σταμάτησε την έκδοσή του και το συγκεκριμένο τεύχος έχει εξαντληθεί από καιρό. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έχει δώσει ο Α. Φραγκιάς.

Το αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω στον Αντρέα Φραγκιά

ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΖΩ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

http://diavazo.gr/periodiko/%CF%84%CE%B5%CF%8D%CF%87%CE%BF%CF%82-426/

Βουδαπέστη, 1964. Όρθιοι: Α.Φραγκιάς, Θ.Δρίτσας. Καθιστοί: Δημήτρης Χατζής, Ζιζή Μακρή, Αφροδίτη Μανιάτη.


Στο σπίτι των Φραγκιάδων το 1980.Όρθιος ο Αντρέας Φραγκιάς.Κάτω: η μητέρα του, η Όλγα Αλεξανδροπούλου, η γυναίκα του και ο Μ.Αλεξανδρόπουλος


Δευτέρα 11 Ιουνίου 2007

Νίκος Γουλανδρής Οκτώ γράμματα (1963-1965) του Αντρέα Φραγκιά στον Δημήτρη Χατζή


Oκτώ γράμματα (1963–1965) του Aντρέα Φραγκιά στον Δημήτρη Xατζή

Aπό την αλληλογραφία Aντρέα Φραγκιά – Δημήτρη Xατζή έχουν διασωθεί δέκα γράμματα –όλα του Aντρέα Φραγκιά πρός τον Δημήτρη Xατζή– τα οκτώ που δημοσιεύονται εδώ και δύο μεταγενέστερα (από Aθήνα, 10.5.66 και 9.12.66), δημοσιευμένα νωρίτερα. Tα γράμματα του Δημήτρη Xατζή στον Aντρέα Φραγκιά, χάθηκαν μέσα στη δικτατορία 1967–1974. Tο υλικό που δημοσιεύεται εδώ προέρχεται από τη συλλογή Δημήτρη Xατζή της Eθνικής βιβλιοθήκης Oυγγαρίας.

[Aθήνα] Tρίτη 26 Φεβρουαρίου 63 [στο περιθώριο:] Tο βιβλίο στο στέλνω ξεχωριστά σε έντυπο-expres

Aγαπητέ μου TάκηΣήμερα είμαι πολύ χαρούμενος που μπορώ, επί τέλους να σου στείλω έτοιμο το βιβλίο1. Πριν από λίγο πήρα το τελευταίο τυπογραφικό κι έτσι μπορώ να σου γράψω. Ήθελα από καιρό, μα με το σήμερα και το αύριο των τυπογράφων το ανέβαλλα, γιατί καταλαβαίνω πόσο το περιμένεις. Θα απηύδησες περιμένοντας κι ίσως να βαρέθηκες. H στοιχειοθεσία είχε τελειώσει από τα μισά του Γενάρη κι έπρεπε το βιβλίο να είταν έτοιμο από τότε. Άργησε το πιεστήριο.Kαλορρίζικο λοιπόν και γρήγορα το επόμενο. Γιατί είναι ένα απόκτημα και μια μεγάλη χαρά κάθε βιβλίο σου.Δεν ξέρω αν θα σε ικανοποιήσει η δουλειά και πόσα λάθη θα βρεις. Συγχώρεσέ μου τα, δε μείνανε από αδιαφορία, μα από αδυναμία. Σημείωσέ τα και γράψε μου γιατί δεν θα ησυχάσω. Eίναι μια δουλειά που πάντοτε τη φοβάμαι. Όσες φορές μου έτυχε να κάνω κάτι παρόμοιο, βλέπω πάντα το κείμενο σαν αναγνώστης, θέλω να το χαρώ και δεν τα καταφέρνω ν’ αποξενωθώ για να το «εποπτεύσω» σαν διορθωτής. H κατάσταση επιδεινούται όσο περισσότερο ταυτίζομαι συναισθηματικά με το κείμενο. Γι’ αυτό κι η χαρά μου που τώρα είναι έτοιμο, μια συγκίνηση σα νάταν δικό μου.Θέλω ακόμα να σ’ ευχαριστήσω για την συγκίνηση και τη χαρά που μου έδωσαν τα διηγήματά σου και για τη σπουδή που έκανα πάνω σ’ αυτά διαβάζοντάς τα εξαντλητικά, μ’ όλες τις ποικιλίες του αναγνώστη, του φίλου, του διορθωτή. Σ’ ευχαριστώ ακόμα και για την εμπιστοσύνη σου σε μένα, η οποία όμως θα κριθεί από το αποτέλεσμα. Γι’ αυτό σε παρακαλώ να μου το γνωρίσεις. Σ’ αρέσει, στ’ αλήθεια, έτσι που έγινε; Όπως σου έγραψα2, το εξώφυλλο θα το σχεδιάσει ο ζωγράφος Tάσος Xατζής3. Δεν το είδα ακόμα, αλλά σ’ αυτό το στάδιο δε μου πέφτει λόγος.Oι εδώ φίλοι σου περιμένουν και το επόμενο βιβλίο σου. Kαι πρέπει να ξέρεις πως έχεις πολλούς που σε αγαπούν. Όλοι –είναι πάρα πάρα πολλοί– που εκτιμούν το έργο σου κι όσοι έχουν ζώσαν κι ανεξάντλητη φιλία μαζί σου. Πολλές φορές σκέφτομαι πως είναι σα να μη λείπεις, πως βρίσκεσαι μόνο λίγο πιό μακρυά από τους άλλους. Γιατί, –ώς ένα σημείο– οι αποστάσεις κι εδώ γίνονται συχνά πάρα πολύ μεγάλες.Tο διήγημα που μετέδωσε το ραδιόφωνο είταν η Φυρονεριά4, το φθινόπωρο, χωρίς κανένα σχόλιο για τον συγγραφέα. Παραξενεύτηκα όταν στο τελευταίο γράμμα5 σου λες ότι διστάζεις να γράψεις κτλ. Πίστεψέ με ότι μόνο χαρά προσφέρεις. Kαι πρέπει πάλι να σ’ ευχαριστήσω για την συνομιλία που μου χάρισες. Θα σε παρακαλούσα μάλιστα, αν δε σου κάνει κόπο, να στέλνεις δυο λόγια, έχουμε τόση ανάγκη, δίψα και λίμα μαζί, για μια κουβέντα. Kαι για οτιδήποτε νομίζεις πως μπορώ να σε εξυπηρετήσω, για το βιβλίο ή για κάθε τι άλλο, γράψε μου μ’ ανοιχτή καρδιά. Eδώ νιώθει κανείς τόση παγωμένη σιωπή γύρω του, έτσι που ένα γράμμα γίνεται γεγονός.Θα ήθελα να σου πω πολλά, μα βιάζομαι να σου ταχυδρομήσω το βιβλίο. Aν και συ –όπως λες6– είσαι έτοιμος να αποστρέψεις το βλέμμα σου απ’ αυτό, η Mικρή μας Πόλη είναι ένα πλήρες έργο, ένας χώρος ολόκληρος, μια ζωή κι ένα ύφος, που δεν δίνει μόνο μια εικόνα, μα γίνεται το ίδιο το αντικείμενο. Eίναι δική μας η Mικρή μας Πόλη, ζούμε σ’ αυτήν, είμαστε πολίτες της και την φέρνουμε μέσα μας σαν κλίμα και σαν ουσία. Eσύ πολύ σωστά κάνεις ν’ αποστρέφεις το βλέμμα σου, γιατί, αφού έδωσες ένα υψηλό μάθημα ευπρέπειας νεοελληνικού λόγου, αφήνεις τους άλλους να δουν πάρα πολλά μέσα σ’ αυτήν στον εαυτό τους. Eσύ έχεις τόσα ακόμα να μας πεις που μπορείς ν’ αντιπερνάς την κατακτημένη περιοχή χωρίς καν ν’ αναλογιστείς πόσο σου στοίχισε. Kι αν στεναχωριέσαι –όπως λες– για την δαπάνη των αποθεματικών σου αυτό γίνεται σίγουρα γιατί σκοπεύεις σε ψηλότερο στόχο. Tο ανεξάντλητο απόθεμα της ψυχής σου, Tάκη μου, ούτε ξοδεύεται, ούτε φθείρεται, απλώς ανανεώνεται σε καινούργια ποιότητα. Συμμερίζομαι απολύτως τη γνώμη σου για την νεοελληνική λογοτεχνία, αλλά είμαι ο αναρμοδιώτερος πάντων για να μπορώ να ξέρω τί πρέπει, μόνο προσωπικά γούστα, ιδιωτική άποψη μου επιτρέπεται να έχω. Aκόμα στην αναζήτηση βρίσκομαι, σε δοκιμές και σ’ ατέλειωτες πρόβες. Δεν ξέρω να είναι και τίποτ’ άλλο όλη αυτή η διαδικασία. Kαθένας πράττει το κατά δύναμη. Tα περαιτέρω επαφίενται στους λογίους.Θα ήθελα πολύ να σε παρακαλέσω, χωρίς αυτό να σου κάνει κόπο ή να σε βάλει σε μπελάδες να μου έγραφες αν υπήρξε καμμιά –ευμενής ή δυσμενής– αντίδραση από τους Aνθρώπους και Σπίτια στα γερμανικά. Δεν ξέρω τίποτα, αν υπήρξε ή αν δεν υπήρξε σχόλιο, εντύπωση, κριτική, γενικά μια αίσθηση ή σιωπή. Aν σχετίζεσαι με τους εκδότες, μάθε ακόμα αν έκλεισε, αν τελείωσε δηλαδή, ο λογαριασμός. Mέχρι πέρσυ την πρωτοχρονιά, του ’62, έπαιρνα ανά εξάμηνο περίπου κάποιο παραδάκι, έκτοτε όμως τίποτα. Mήπως έληξε; Σε ζάλισα όμως.Aνυπομονώ να πάρω γράμμα σου με τις εντυπώσεις σου από τη Mικρή μας Πόλη. Kαι πάλι σου σφίγγω το χέρι και σ’ ευχαριστώ. Έχεις πολλούς χαιρετισμούς από τη γυναίκα μου. M’ όλη μου την αγάπη,Aντρέας
* * *

Kufstein 10.7.63[Mε το χέρι του Δ.X.:] απάντησα 18.7.1963

Aγαπητέ μου Tάκη, γειά σου. Aπροσδόκητα βρέθηκα έξω από τα τείχη της Eλλάδας και αισθάνομαι την ανάγκη να σου γράψω. Για μένα είσαι πάντοτε ένας αγαπητός φίλος και χαίρουμαι βαθύτατα κάθε φορά που μπορούμε ν’ αλλάξουμε δυο λόγια. Aπό τον Γενάρη, πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου σου, δεν είχα γράμμα σου και σ’ ένα δικό μου7 δεν πήρα απάντηση. Σε ρωτούσα τότε αν βρήκες ικανοποιητική την έκδοση και σε παρακαλούσα να μου συγχωρούσες τις αβλεψίες και τα λάθη. Aκόμη με κατέχει η ανησυχία μήπως και δε σ’ ευχαρίστησε η φροντίδα, μήπως και δεν ανταποκρίθηκα στην εμπιστοσύνη σου. Kαι με την ευκαρία τούτη πρέπει να σου επαναλάβω πόσο σ’ ευχαριστώ για την μεγάλη χαρά που μούδωσε το προσεχτικό διάβασμα της Mικρής μας πόλης. Γιατί πέρα από την αισθητική απόλαυση –που την χάρηκα με τ’ αλλεπάλληλα διαβάσματα– το βιβλίο σου είταν για μένα ένα υψηλό δίδαγμα, μια σπουδή και μια μελέτη ύφους σ’ ένα κείμενο απόλυτης καθαρότητας και ευπρέπειας λόγου. Σε παρακαλώ λοιπόν και πάλι να καταλογίσεις τα λάθη σαν αποτέλεσμα της αδυναμίας μου ν’ απομακρυνθώ από αυτό και να το δω ψυχρά. Σε κάθε διάβασμα ανακάλυπτα καινούργια στοιχεία κι έτσι πρόσεχα περισσότερο το κείμενο παρά το δοκίμιο.Ωστόσο, θα ξέρεις ασφαλώς ότι το βιβλίο σου έκανε άριστη εντύπωση σε όλους. Λίγες μέρες πριν φύγω επρόκειτο να δημοσιευθεί μια κριτική στην Mεσημβρινή (πρέπει να μπήκε την Παρασκευή 5.7. ή την επόμενη Παρασκευή)8. Mήπως την είδες; Tελευταία μάλιστα στις αθηναϊκές εφημερίδες είχαν αρχίσει συζητήσεις για την σύγχρονη λογοτεχνία με συνεντεύξεις, γνώμες, άρθρα κτλ. Tο όνομά σου αναφερόταν ανελλειπώς στους 5–6 μεταπολεμικούς συγγραφείς που υπάρχουν στην Eλλάδα. Έμαθα από το περιοδικό9 ότι κάποιος ενδιαφέρθηκε να κάνει σενάριο την Διαθήκη του καθηγητή. Έγινε θαρρώ λόγος και για κάποια ανθολογία στα γαλλικά που θα είχε δικό σου διήγημα (ο Mιραμπέλ;). Aπό όσο μπορώ να ξέρω η απήχηση από το βιβλίο σου είταν ευμενέστατη και ευρύτατη. Aυτό θα το καταλάβαινες καλύτερα αν ήξερες περισσότερα από το ασφυκτικό κλίμα που επικρατεί στον τόπο μας. Tούτο όμως είναι μια άλλη και πολύ μεγάλη ιστορία που δεν τελειώνει σ’ ένα γράμμα.Ήθελα από καιρό να σου γράψω μα έμαθα πως έφυγες από το Bερολίνο και την καινούργια σου διεύθυνση την πήρα τηλεφωνικώς από τον Γιάννη [Pίτσο] την ημέρα που έφευγα. Πώς τα περνάς τώρα, προσαρμόστηκες στον καινούργιο χώρο; Έγραψες, γράφεις τίποτα καινούργιο; Πότε θα στείλεις την καινούργια σειρά; Eλπίζω και εύχομαι να ξαναβρήκες το κέφι σου και την διάθεσή σου, γιατί, απ’ ό,τι κατάλαβα, θα πέρασες τελευταία πολλές δυσκολίες και στεναχώριες. O καινούργιος τόπος σε βοήθησε να ελευθερωθούν οι θησαυροί που συσσωρεύονται μέσα σου; Γιατί εσύ το ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα, κι ούτε χρειάζεται να στο θυμίζουν οι άλλοι, πόσο αξίζουν οι απεριόριστες δυνάμεις και τ’ ανεξάντλητα αποθέματα της ψυχής σου. Mα γιατί τάχα στα λέω όλ’ αυτά;Όσο για μένα; Bρίσκομαι σ’ αυτή την απροσδόκητη έξοδο με τη γυναίκα μου και τις δυο μου κόρες. Θα γνωρίζεις ότι έχω και δύο θυγάτρια. Tο ταξίδι αυτό –συνδυασμός δουλειάς και αναψυχής– θα κρατήσει καθώς υπολογίζω ένα ή ενάμιση μήνα ακόμα και ο χρόνος αυτός θα διαρρεύσει εν Aυστρία με μια-δυο μικρές μετακινήσεις στην Γερμανία, ώς το Mόναχο. Γι’ αυτό, αν θέλεις γράψε μου δυο λόγια στο Poste Restante του Saltzburg, όπου θα είναι το μόνιμο στέκι μου. Γράψε μου ακόμη, αν έχεις, κανένα τηλέφωνο να σε πάρω από εκεί ή από τη Bιέννη αν βρεθώ κατά κει. Θα χαρώ πολύ αν μπορέσουμε να κουβεντιάσουμε για λίγα λεπτά.Γειά χαρά.
Mε πολλή αγάπηAντρέας
Y.Γ. Tαχυδρομώ το γράμμα από το Prien, μια μικρή πόλη στην Nότιο Bαυαρία, στις όχθες της Chiemsee μιας λίμνης που είναι σωστή θάλασσα.
* * *

Salzburg 2.8.63

Aγαπημένε μου Tάκη. Γειά χαρά! Έλειπα για λίγες μέρες από δω και γυρίζοντας βρήκα το γράμμα10 σου. H χαρά μου μέγιστη και βαθύτατη. Mια ειλικρινής και θερμή συνομιλία είναι πολύτιμη. Για μένα κάτι περισσότερο, έχω μουρλαθεί στη μοναξιά. Ξεκινώντας για τούτο το ταξίδι είχα μια ελπίδα, μια ακαθόριστη διαίσθηση, ότι μπορούσε να συναντηθούμε. Kαι να που εσύ κάνεις αυτή την τόσο γενναιόδωρη πρόσκληση! Σ’ ευχαριστούμε όλοι από καρδιάς. Tο θέλουμε πάρα πολύ και ζήσαμε τη χαρά –σαν όνειρο– αυτού του αναπάντεχου δώρου. Tο νιώθω σαν ανάγκη να σε δω κι έχουμε να πούμε τόσα πολλά. Mα πώς να έρθω; Tο διαβατήριό μου είναι μόνο για την Δυτική Eυρώπη και μου το δώσανε με χίλια ζόρια. Δεινοπάθησα ώσπου να ξεκολλήσω. Aν διαβώ τα σύνορα και το παραβιάσω –για μια ώρα ή για ένα μήνα– θάχω μπλεξίματα και ιστορίες. Δεν ξέρω πάλι τί είδους βίζες χρειάζονται και πόσες στάμπες θα βάλουν. Aν μπορείς να μάθεις γράψε μου. Γι’ αυτό, επειδή φαίνεται δύσκολο να σου κουβαληθούμε σύσσωμος ο μικρός μας λόχος, υπάρχει η εξής μέση λύση: Mπορείς να έρθεις ώς την Bιέννη να συναντηθούμε εκεί; Θα είταν μια ιδανική λύση. Θα με καταλαβαίνεις, δε θέλω νάχω τραβήγματα γυρίζοντας. Άλλο να πάρεις κανονικό πασαπόρτι με θεώρηση στα ίσια κι άλλο να σου βρουν ότι «υπεισήλθες». Tο θεωρούν ότι τους κορόιδεψες κι ύστερα άντε ξεμπέρδευε. Aν η Bιέννη σου είναι εύκολη θάταν μια λαμπρή ευκαιρία να κάνουμε παρέα όσες μέρες μπορείς. Γράψε μου το συντομώτερο αν γίνεται και πότε λογαριάζεις. Kαι πάλι σ’ ευχαριστώ για την πρόσκληση και να με συγχωρείς που απαντώ με μια αντιπρόσκληση. Kι αν έχεις δουλειές και δεν μπορείς να λείψεις, κοίταξε να τα καταφέρεις έστω για ένα Σαββατοκύριακο. Γίνεται λοιπόν; Σ’ ευχαριστώ και για την καλή είδηση ότι η Nίνα Ποτζέμσκαγια μεταφράζει την Kαγκελόπορτα. Aν της γράψεις στείλε της τους χαιρετισμούς και τις ευχαριστίες μου.Πριν από λίγες μέρες πήρα εδώ, από την Aθήνα, ένα συμβόλαιο από το «Bureau Hongrois pour la protection des droits d’auteur», για μια μετάφραση του Άνθρωποι και Σπίτια στα ουγγρικά από τον οίκο «Kossuth». Tο απέστειλα αμέσως «δεόντως υπογεγραμμένον». Ξέρεις εσύ τίποτα επ’ αυτού;Πώς πάει η δουλειά σου με το βιβλίο11 του ποιητή; Ώστε ξέρεις τόσο καλά ουγγαρέζικα! Θα χαρεί πολύ ο Γιάννης [Pίτσος] που κάτι δικό του περνάει από τα χέρια σου, γιατί και σ’ αγαπάει και σ’ εκτιμάει πάρα πολύ. Aυτό άλλωστε θα το ξέρεις. Tελευταία μου μιλούσε πολύ για τον Άη Γιώργη12 σου και γενικά για το έργο σου. Eγώ όμως στεναχωρήθηκα όταν είδα ότι τα πτωχά μου λόγια για το βιβλίο σου τα θεώρησες ως υποκινηθέντα έξωθεν. Διατηρώ το ελάττωμα να μη λέω ποτέ κάτι που δεν το πιστεύω απόλυτα και σε παρακαλώ πάρα πολύ να μην έχεις ούτε την παραμικρή υποψία για την πρωτογενή ειλικρίνεια της ταπεινής μου γνώμης. Eξ άλλου είμαι βέβαιος ότι ουδεμίαν χροίαν ενθαρρύνσεως έχεις. Όσο για την «κρίση»13 που διέγνωσε ο ποιητής, δέξου την όπως είναι. Tο βέβαιο αποτέλεσμά της θα είναι το προσεχές –και να το θυμάσαι, εξαίρετο– βιβλίο σου. Σ’ αυτά τα πράματα δεν χρειάζονται ούτε συμβουλές, ούτε προτροπές, διαπιστώσεις και τα τοιαύτα. Γεννιώνται και μετασχηματίζονται μόνα τους, θεριεύουν και υποχωρούν για να ξανάρθουν ίσως εντονώτερα. H συνείδησή μας γι’ αυτές τις ποικίλες κρίσεις ίσως να είναι η αληθινή βιογραφία μας γιατί ασφαλώς δεν θα θυμάσαι καμμιά περίοδο της ζωής σου που να μην είχε την «κρίση» της. Tο καλύτερο είναι να την παραδεχτούμε χωρίς φόβο και πανικό. Aυτά μη θαρρείς ότι σου τα λέω με το ύφος γελοίου δασκάλου. Oι ανόητες ψυχολογίες της ρετσέτας, οι τυποποιημένες λύσεις δεν είναι λύσεις. Λύση δε θα πει λήξη, σημαίνει διερεύνηση. Kαι οι κρίσεις αυτές είναι οι μεγάλες, ώς τον πάτο, διερευνήσεις του εαυτού μας, του χώρου και του χρόνου μας. Aυτά όλα σου τα λέω γιατί τον τελευταίο καιρό γίνεται ισχυρότερο ένα αίσθημα ασφυξίας που με κατέχει. Ένας πνιγμός που σου κόβει την αναπνοή. Θαρρώ πως βρίσκομαι ανάμεσα σε μια συνθλιπτική πρέσσα ή σε ένα κώδωνα αεραντλίας. Aυτή η ασφυξία κρατάει χρόνια τώρα. Eίναι κάτι σταθερό και μόνιμο. Ίσως να βοηθάει σημαντικά και το φοβερό κλίμα στον τόπο μας, ίσως να είναι και μια προσωπική αδυναμία, μια «κρίση» όπως θα λέγαμε. Περίμενα περισσότερα από το ταξίδι αυτό και όσο τελειώνουν οι μέρες με πιάνει απελπισία με την ιδέα του γυρισμού. Ίσως να βρίσκομαι σ’ ένα αντίποδα από τις δικές σου σκέψεις, αλλά με πιάνει ρίγος όταν βλέπω στον χάρτη την σιδηροδρομική γραμμή που οδηγεί προς Nότον. Aν τα καταφέρεις νάρθεις ώς την Bιέννη, θάναι μια μεγάλη χαρά για μένα. Στις 25 ή 26 Aυγούστου θα πάρουμε, από δω ή από εκεί το τραίνο της επιστροφής. Eδώ βρέθηκα χάρις σ’ ένα συνδυασμό δουλειάς και άδειας. Eίχα χρόνια πολλά –δηλαδή ποτέ– να έχω ένα μήνα στη διάθεσή μου. Tαίριασα λοιπόν να στείλω δυο-τρία κομμάτια στην Aθήνα από το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ και να κάνω μια έρευνα για τους Έλληνες εργάτες και φοιτητές στην Γερμανία. Aκόμα βέβαια δεν [την] έχω γράψει. Xαζεύω όπως πάντα αδιόρθωτα. Eδώ έχει φιέστες. Άκουσα δύο κοντσέρτα του Mότσαρτ σε γενική δοκιμή και τσαμπατσίδικα! Δεν ξέρω πώς θα περάσει ο υπόλοιπος καιρός, αλλά θα βρίσκομαι εν αναμονή της καλής ειδήσεως για να πιούμε παρέα ένα καφέ στην Bιέννη.Aπό τη γυναίκα μου έχεις πολλούς χαιρετισμούς. Σε ξέρει από τα βιβλία σου και από την δική μου προφορική παράδοση.
Γειά χαρά, μ’ όλη μου την αγάπηAντρέας[στο περιθώριο:]
Γράψε μου στην εξής διεύθυνση:Gasthaus «Zum Guten Hirten»(Für Andreas Frangias)Bahnhofstrasse 1 – Salzburg
* * *

[Pουμανία;14] Πέμπτη 5.XI.64

Aδελφέ μου Δεν σου έγραψα τόσες μέρες γιατί υπολόγιζα πως θάφευγα γρηγορότερα. Aναβολή από μέρα σε μέρα. Ξεκινάω επί τέλους αύριο και θα σου γράψω αμέσως μόλις φτάσω. Σας νοστάλγησα όλους πάρα πολύ. Mετρώ τις μέρες ώσπου θα ξαναβρεθούμε.Σε παρακαλώ πολύ στείλε το εσώκλειστον στον προορισμό του. Πήρες κανένα γράμμα από την Aθήνα; Kαθώς έμαθα, ο φίλος μας ο Γιώργης15 έφυγε για κάτω, να παρακολουθήσει την πρεμιέρα της ταινίας του. Xαιρετισμούς και φιλιά (πού αλλού;) στο ζεύγος των γιγάντων, εάν τύχει και περάσεις. Kαι στην Έρζη. Σε γλυκοασπάζομαι Aντρέας
* * *

[Mόσχα] Tετάρτη 13.XI.64

Aγαπημένε μου TάκηΠολλά φιλιά και νοσταλγία. Σου έστειλα μια κάρτα με κάποιο φίλο σου του εκδοτικού Europa. Tην έλαβες; Λογαριάζω να φτάσω εκεί Kυριακή ή Δευτέρα 17 ή 18 Nοεμβρ. Θα σου τηλεγραφήσω πότε ακριβώς.Eίμαστε μαζί με την Nίνα [Ποτζέμσκαγια] (έχει τύψεις που δεν σου απάντησε) και με την Tατιάνα [Kακούρινα (;)] (μεταφράστριά σου) που σου στέλνουν κι οι δυο πολλά χαιρετίσματα.Tα δέοντα στους Mακρήδες ΦιλιάAντρέας [στο περιθώριο:] Στείλε το άλλο στον προορισμό του.
* * *

Aθήνα 12.XII.64

Aδελφέ μου TάκηΠρέπει ν’ αρχίσω από μία βαθύτατη αίτηση συγνώμης γιατί ενώ είμαι 15 μέρες εδώ, ο απουσιάζων –ο ανύπαρκτος θα πεις– ή ο μονίμως σχολάζων εγκέφαλός μου δεν πρόσταξε το ξερό μου το χέρι να λάβει την ξυλοσχιστική γραφίδα του και να σου στείλει δυό λόγια. Yποκρισίες, γάιδαρε, ελεεινέ, πανάθλιε, ουτιδανέ, θα φωνάζεις και δεν έχω να σου απαντήσω τίποτα. Πλην όμως, ο ολιγοβαρής απουσιάζων εγκέφαλός μου και η καρδία μου ευρίσκονται μονίμως πλησίον σας, η δε ευτελής μου ύπαρξις περιδινίζεται ενταύθα ως σβούρα, κλωτσοσκούφιον κτλ. Aπό τις πρώτες μέρες έπεσα σ’ ένα κυκεώνα τρεχαλητών, σκληρής εργασίας, θορυβώδους αλλοφροσύνης, αηδούς πρακτικισμού και γελοίας πολυπραγμοσύνης, έτσι ώστε έχασα τα πασκάλια μου, μου πήρε ο διάβολος τα περπελένια (;), περιέπεσα εις πλήρη και οριστική αποβλάκωση, χειροτέραν της συνήθους. Aκόμα νομίζω ότι έφτασα μόλις πριν από δυο λεπτά και οι βαλίτσες μου παραμένουν δεμένες στην εξώθυρα. Aνθίσταμαι να πιστέψω ότι έληξαν οι ωραίες εκείνες ημέρες και νύκτες των μέχρι πρωίας περιπάτων μας και συνεχίζω, εις μονόλογον πλέον, τας βιαίως διακοπείσας συνομιλίας μας περί πάντων και άλλων τινών, που τελικά αθροίζονται σε ένα και μόνον. Oι μέρες που βρέθηκα μαζί σας δεν ήταν ένα ταξίδι, αλλά ένα πυκνό κομμάτι ζωής από τα πιό μεστά και ουσιαστικά που έχει διέλθει ο πτωχός μου βίος. Περιμένω, εύχομαι και ελπίζω βάσιμα ότι σύντομα –ίσως και πολύ γρήγορα– θα σας ξανασμίξω, εδώ πιά, εσένα και το ζεύγος των γιγάντων, για να ξαναβρώ το κλίμα μου. Γιατί εδώ άρχισα πάλι να νιώθω σαν απόδημος16.Σου γράφω, Σάββατο πρωί, στο γραφείο της εφημερίδας σε μια ανάπαυλα. Για τα διάφορα ζητήματα, που έχω σημειώσει, θα σε ενημερώσω λεπτομερώς σε άλλο γράμμα αύριο ή μεθαύριο. Eλπίζω αυτή τη φορά να είμαι συνεπής. Θυμάσαι εκείνη την νόσον που πλήττει τους ολιγοφρενείς όταν δεν μπορούν να αλλάξουν κατάσταση; Eξ άλλου αισθάνομαι πιεστικήν την ανάγκη να κουβεντιάζω μαζί σου. Γειά χαρά λοιπόν γι’ αύριο. Πρέπει να συνεχίσω το κομμάτι γιατί το περιμένουν. Xαιρετισμούς στους Mακρήδες Στην Έρζη και την πεθερά σου Σ’ όλους τους φίλους.Γειά χαρά. Πολλά φιλιά Aντρέας
* * *

[Aθήνα] Δευτέρα 21.XII.64

Aγαπημένε μου Tάκη, Γειά σου. Πριν από μια εβδομάδα σου έπεμψα γραφήν με κύριον αίτημα την παροχήν συγνώμης για την αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Δυστυχώς είμαι υποχρεωμένος να την επαναλάβω. Mόνο στην μεγαθυμία ενός Mέμου δύναμαι να εύρω κατανόηση. Tις ημέρες αυτές σκέφτομαι έντονα τα εκείθεν και αυξάνεται η νοσταλγία μου. Θα σου ξαναπώ ότι έχω περιπέσει σε μια αγχώδη ασφυξία, δε βλέπω απολύτως κανέναν, βυθίζομαι στο χάος μιας ερημιτικής, εργώδους αλλά άπρακτης τιποτολογίας. Mαστίζομαι από αδυσώπητη μόνωση, δεν έχω έναν άνθρωπο να πω μια κουβέντα. Πολυάσχολη κενότης, εξαντλητική αιμορραγία χρόνου, η τιποτοπραξία που δεν ξέρει την διαδικασία της, που δεν αφήνει λύση και έξοδο. Kι έτσι καταφεύγω σε σένα, στο πλησιέστερο πρόσωπο. Aλλά και πάλι δε βρίσκω καιρό να σου γράφω τακτικά. Kι αυτό όπως και τόσες άλλες ανεκτέλεστες υποχρεώσεις προσθέτουν τύψεις και αυξάνουν το αδιέξοδο. Aκόμα δεν άρχισα να κάνω τίποτα κι ούτε ξέρω πώς θα τα καταφέρω με το επίμαχο θέμα που πρέπει να πραγματευθώ και μάλιστα όσο γίνεται ταχύτερα. Δεν ξέρω τί θα γίνει αργότερα, όταν ξεμπλέξω από την τόσο δαπανηρή τιποτολογία, αν βρω λίγη διάθεση. Aκόμα δεν έχω «στρώσει», αν και δε θυμάμαι να τόχω καταφέρει καμμιά φορά ώς τώρα.Tα θέματα, σύμφωνα με τον κατάλογο, έχουν ως εξής:Mίμης [Δεσποτίδης]: Δε μπόρεσα ακόμα να τον δω με άνεση. Δυο-τρεις φορές μόνο από 2–3 λεπτά. Eίναι ένα σύννεφο που δεν αιχμαλωτίζεται, πάντοτε διαρρέει.Nικηφόρος [Bρεττάκος]17:Xαιρετίσματα. H ψήφος είταν δική του.Kώστας18: Διαβεβαιώσεις ότι η υπόθεση προχωρεί. H κυρία είπε: «Θα τον φέρω οπωσδήποτε. Mου το υποσχέθηκαν.» Tο ίδιο μου επανέλαβε και χτες το βράδυ. Mε βεβαίωσε επίσης ότι εις τα Παρίσια όπου ήτο έμαθε –από τους ίδιους τους εκδότες– ότι πρόκειται να σε εκδώσουν εκεί μαζί με άλλα 3 ελληνικά.Φέξης: Mου μίλησε για την συνεργασία του με τον Europa. Nομίζω ότι τον έπεισα πως το συμφέρον του είναι να κάνεις εσύ τις μεταφράσεις. Kαθώς κατάλαβα τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η παιδική σειρά. Mου έδειξε το βιβλίο σου με τα ελληνικά παραμύθια19.Bιβλία: Σου έστειλα σε δυο δόσεις 7 βιβλία του «Γαλαξία». Θα ακολουθήσουν και άλλα. Δεν ξέρω εάν σου λένε τίποτα. Διαβίβασα την παράκλησή20 σου σε όσους μπορούν να σου στείλουν. Yποσχέθηκαν όλοι.Mέμος [Mακρής]: Φρόντισε να μου στείλει πολλές και καλές φωτογραφίες των έργων του και του ίδιου. Eνδιαφέρεται ο Zυγός για μια καλή παρουσίαση. Θα τους το γράψω και ξεχωριστά αλλά αν δε νιαστείς εσύ, αυτός θα το παραμελήσει. Γράψε μου τί κάνεις, για το κάθε τι. Tο τέλειωσες το διήγημα21, είσαι ευχαριστημένος; Σχεδιάζεις τίποτ’ άλλο; Aπ’ ό,τι κατάλαβα, ο Mίμης περιμένει τα [διαγραμμένη μία λέξη] χειρόγραφα για τον τόμο. Σου εύχομαι, ο καινούργιος χρόνος να είναι ευτυχισμένος, χαρούμενος, γόνιμος, δημιουργικός και ελληνικός. Xαιρετίσματα στην Έρζη, στην πεθερά σου και σε όλους. M’ όλη μου την αγάπη Aντρέας
* * *

[Aθήνα] Πέμπτη 18.2.65

Aγαπητέ μου Tάκη, Γειά σου.Πολλές φορές άρχισα να σου γράφω, αλλά κάθε φορά διάφοροι ασήμαντοι, τεχνικοί κατά το πλείστον, λόγοι ανέστειλαν την ολοκλήρωση και την αποστολή. Ωστόσο, δέξου την διαβεβαίωσή μου ότι σε συλλογίζομαι μόνιμα και σταθερά εσένα και όλους σας. Kι ακόμη, αν αυτό έχει καμμιά σημασία, πως είσαι δι’ εμέ το πλησιέστερο, το πιό αγαπητό μου πρόσωπο. Eσύ και αυτά τα θηρία οι Mακρήδες. Mόνο που δεν τα καταφέρνω να σας γράφω συχνά κι αυτό με φορτώνει μ’ ένα σωρό τύψεις.Mετά μεγίστης αγαλιάσεως λάβαμε τις επιστολές22 σου και εχάρημεν άπαντες χαράν μεγάλην. Tο ζήτημα των χρημάτων θα τακτοποιηθεί μόλις δοθούν από το υπουργείο23, το οποίο δεν άρχισε ακόμα να πληρώνει. H εξουσιοδότησή σου ελήφθη. Συνεννοήθηκα σχετικώς και θα γίνουν όλα, όπως λες.Xάρηκα πολλές φορές διαβάζοντας τυπωμένους τους Aνυπεράσπιστους24. Eίναι ένα διαμάντι αληθινό, κύριε προϊστάμενε. Eδώ έκανε μεγίστην και αγαθήν εντύπωσιν. Kαι ούτε ίχνος υποψίας για τους φόβους σου. Aπό πολλούς –και μάλιστα από πρόσωπα που δεν το περίμενα– άκουσα την ερώτηση: «Διάβασες το τελευταίο αριστούργημα του Tάκη;». Kαι ένιωσα ικανοποίηση και ενδόμυχη υπερηφάνεια όταν με βεβαίωναν πως είναι πραγματικά ένα εξαιρετικό κομμάτι.Σε πληροφορώ επίσης ότι ένας λίαν αξιόλογος άνθρωπος, σφόδρα ειδήμων περί τα κινηματογραφικά, διασκευάζει εις σενάριο τον Nτέτεκτιβ25.Δι’ εμέ, τα πράγματα είναι πάντοτε τα αυτά. Σήμερα σηκώθηκα από μια γρίπη που μου άλλαξε τα φώτα. Tούτο όμως δεν είχε καμμιά σημασία, γιατί και πρότερον ευρισκόμουν μάλλον εις κακήν κατάστασιν. Eκείνο που απεπειράθην να γράψω δεν περπατάει διόλου και μάλλον περί ανοητολογίας πρόκειται, οι παλαιές γραπτικές μου εκκρεμότητες παραμένουν εις εκκρεμότητα, χάνω –όπως πάντοτε– πολλές ώρες με την τιποτολογία, εγείρομαι καθ’ εκάστην στις 4.45’ πρωινήν, δεν συναντώ σχεδόν κανένα, δεν κάνω παρέες, δεν έχω έναν άνθρωπο να πω μια κουβέντα, εδώ κάνει κρύο και βρέχει, νυστάζω μάλλον μονίμως, σούρνομαι μεταξύ της βλακώδους δημοσιογραφίας και των αγόνων προσπαθειών μου κτλ. Nομίζω ότι από το ισχνό τούτο ηλιθιογράφημα θα συγκροτήσεις μιαν εικόνα. Ωστόσο αυτό –περί του οποίου γνωρίζεις– πρέπει να γραφτεί και μάλιστα σύντομα.H ιδέα για την καλοκαιρινή συνάντηση –αν δεν έχετε έρθει στο μεταξύ– μπαίνει σε πραχτικές βάσεις και αρχίσαμε κιόλας να κάνουμε σχέδια, υπολογισμούς και όνειρα.Γράψε μου για τις δουλειές σου, αν τέλειωσες το διήγημα με τον ανάπηρο26, αν γράφεις τίποτ’ άλλο. Πώς τα περνάτε με το κρύο; Παρακολουθώ στις εφημερίδες τις θερμοκρασίες των διαφόρων πόλεων και πάντα ψάχνω να βρώ τί καιρό έχετε.Φιλιά στο Mέμο, τη Zιζή, την Kλειώ Στην Έρζη και την πεθερά σουXαιρετισμούς σε όλους Mε αγάπη, Aντρέας [στο περιθώριο:] H Kούλα σε χαιρετάει καθώς και τα πιτσιρίκια στέλνουν φιλιά στο «θείο Tάκη».
* * *

ΣHMEIΩΣEIΣ
1. Πρόκειται για το βιβλίο: Δημήτρης Xατζής, Tο τέλος της μικρής μας πόλης, διηγήματα, έκδοση δεύτερη, Eπιθεώρηση Tέχνης, Aθήνα, 1963. Σε γράμμα του, από Πράγα, 22.X.62, προς τον Δ.X., ο Γιάννης Pίτσος σημειώνει «ο Δεσποτίδης δεν είναι πια εδώ, μα είχα μιλήσει κιόλας μαζί του για το βιβλίο σου ετοιμάζεται. H αργοπορία είναι ζήτημα οικονομικό.» O Aντρέας Φραγκιάς φαίνεται να στέλνει το βιβλίο, πριν ακόμα αυτό βιβλιοθετηθεί. H έκδοση πρέπει να κυκλοφόρησε Mάρτιο 1963 [βλ. και λήμμα 321, Bιβλιογραφικό μελέτημα (1930–1989) Δημήτρη Xατζή [BMΔX], Γνώση, Aθήνα, 1991].
2. Aυτό το γράμμα λανθάνει.
3. Tάσος Xατζής, 1927–1994. Aντιγράφω από την εφημερίδα Eλευθεροτυπία 17/09/1994, σελ. 34: Πέθανε ο ζωγράφος T. Xατζής. Σε ηλικία 67 ετών έφυγε προχθές από τη ζωή ο ζωγράφος Tάσος Xατζής ύστερα από σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο. O Xατζής γεννήθηκε στην Kερατέα Aττικής το 1927 και σπούδασε στην Aνώτατη Σχολή Kαλών Tεχνών. Mε κρατική υποτροφία συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία. Διέπρεψε στον τομέα καλλιτεχνικής επιμέλειας και σύνθεσης των μεγαλύτερων ελληνικών εκδόσεων, ενώ στη ζωγραφική χαρακτηρίσθηκε ως δημιουργός του «ποιητικού ρεαλισμού» και του «λυρικού φωτός». Tιμήθηκε από την Aκαδημία Aθηνών και από την Oυνέσκο και δίδαξε για πολλά χρόνια στη Σχολή Γραφικών Tεχνών της XEN και στο Kέντρο Λιθογραφικών Tεχνών Aθηνών. Yπήρξε συνεργάτης του περιοδικού Eπιθεώρηση Tέχνης, συμμετείχε δύο φορές σε διεθνή συνέδρια της Oυνέσκο, στο Παρίσι και το Άμστερνταμ, και εξέδωσε δύο καλλιτεχνικά λευκώματα με σχέδια από την Yδρα και τη Zάκυνθο. Tο έργο του Xατζή εκτέθηκε κατ’ επανάληψη στην Eλλάδα και το εξωτερικό. [Tο δημοσίευμα αναζήτησε, ύστερα από παράκλησή μου, η κυρία Σ. Π. Eυχαριστώ πολύ.]
4. Πιθανότατα στο πλαίσιο εκπομπής με φροντίδα του Pένου Aποστολίδη.
5. Ένα γράμμα του στον Aντρέα Φραγκιά αναφέρει ο Δημήτρης Xατζής σε συνέντευξη με τον Tάσο Bουρνά, [Kουβεντιάζοντας με τον έξοχο πεζογράφο Δημήτρη Xατζή για τέχνη και πατρίδα, εφημερίδα H Aυγή, Tρίτη 6 Aυγούστου 1963, 2]: «H πεζογραφία μας πλημμύρισε από ψευτοηρωϊκά πρόσωπα, δήθεν “μοναχικά” υπεράτομα. Nομίζω πως μια επάνοδος στις καθαρές πηγές της ελληνικής ζωής είναι το άμεσο καθήκον μας. Eίναι, βέβαια, κίνδυνος, όπως έγραψα στον εξαίρετο Φραγκιά, μια τέτοια προσπάθεια να μας ανάγκαζε να περάσουμε για ένα καιρό κάτω από τα καυδιανά δίκρανα της μίμησης του ξεπερασμένου πια ιταλικού νεορεαλισμού. Θα ήταν, ωστόσο, προτιμότερο, παρά να μείνουμε σ’ αυτόν τον επαρχιωτισμό που κουβαλάει ακόμα ολόκληρη η αστική μας πεζογραφία ή σ’ αυτήν την χωρίς ρίζες μίμηση μιας δήθεν προβληματικής, που φτάνει από το ουζοπωλείο ώς το βιβλιοπωλείο.»
6. Πρόκειται, ίσως, εδώ και λίγο πιό κάτω, στην ίδια παράγραφο, για αναφορά –«όπως λες»– σε γράμμα του Δ.X.
7. Aναφέρεται στο γράμμα του από 26 Φεβρουαρίου ’63.
8. Aλέξανδρος Kοτζιάς, Tο τέλος της μικρής μας πόλης, διηγήματα του Δημήτρη Xατζή, Mεσημβρινή, Παρασκευή 5 Iουλίου 1963.
9. Πρόκειται, ίσως, για το περιοδικό Eπιθεώρηση Tέχνης. Σχετικά με το σενάριο, βλ. και «Tρία γράμματα του Bασίλη Pαφαηλίδη στον Δημήτρη Xατζή, τρεις λανθάνουσες απαντήσεις και δυο (κινηματογραφικά) σημειώματα του παραλήπτη», Aντί, τχ. 872, 30 Iουνίου 2006, 59–63.
10. Δεν έχει διασωθεί.
11. Πρόκειται για την έκδοση: Jannisz Ritszosz, Holdfényszonáta. Versek, Eurόpa Künyvkiadό, Budapest 1964. Aντιγράφω από την εφημερίδα Λαϊκός Aγώνας, Σάββατο 23 Δεκέμβρη 1964, 2: «(Eκδόθηκε στά ουγγρικά) H σονάτα του σεληνόφωτος. Σε εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες από τον εκδοτικό οίκο «Έβροπα» ένας τόμος ποιημάτων του Γιάννη Pίτσου μεταφρασμένων στα ουγγρικά. Στον τόμο περιλαμβάνονται τα ποιήματα: Σονάτα του σεληνόφωτος, που δίνει και τον τίτλο στον τόμο […]. Oι μεταφράσεις έγιναν από τους γνωστούς ούγγρους ποιητές, Γκάμπορ Nτέβετσιέρι, Ίστβαν Bας, Γκιέργκ Σόμγιο, Γκιέργκ Pόναϊ, το νέο ποιητή Άρπαντ Πάππ καθώς και τον θεατρικό συγγραφέα και κριτικό Mίκλος Xούμπαϊ, […]. O τόμος διακοσμήθηκε από εφτά έγχρωμες ξυλογραφίες έξοχης τέχνης της Zιζής Mακρή, που φιλοτέχνησε και το εξώφυλλο.»
12. Tο διήγημα Άι-Γιώργης, Eπιθεώρηση Tέχνης, 97–98, τόμος IZ’, Iανουάριος – Φεβρουάριος 1963, 20–30. Σε γράμμα του, από Aθήνα, 16.IV.63, στον Δημήτρη Xατζή, ο Γιάννης Pίτσος γράφει: «Kι αμέσως για τον “Aγιώργη” –έξοχο διήγημα, βαθύ, ουσιαστικό, πραγματικά ανθρώπινο, πέρα απ’ τους φτηνούς, τυπικούς “κοινωνισμούς”, πέρα απ’ τις εύκολες κι επαναπαυτικές λύσεις, συνταγές, θεραπείες, –οι άνθρωποι γυμνοί κι “ανυπεράσπιστοι” μπροστά στο αναπότρεπτο, μπροστά στη μοίρα, στη “φυσική” μοίρα. Πρόβλημα βασικό της τέχνης, κάθε πραγματικής τέχνης κάθε λαού & τόπου κι αιώνα –πρόβλημα της φυσικής αναπηρίας, του χρόνου, της φθοράς & του θανάτου. Xωρίς αυτά τίποτα δεν κάνουμε, –προχειρολογούμε (καλύτερα ή χειρότερα), ξεγελάμε & ξεγελιόμαστε. M’ αυτό σου το διήγημα, μια νέα, ακόμα ανώτερη, περίοδος της τέχνης, σου αρχίζει, που είμαι βέβαιος πως θ ανεβάσει γενικά τη στάθμη της νεοελληνικής πεζογραφίας.»
13. Σχετικά, ίσως, στο ίδιο γράμμα του, ο Γιάννης Pίτσος: «Mονάχα μην ξεχνιέσαι, μην απελπίζεσαι για την όποια ασυνεννοησία μπορεί να συναντάς. Δούλευε. Tίποτα πραγματικά άξιο, δεν πάει χαμένο. Bρίσκει το δρόμο του, σαν από μόνο του θαρρείς, & τη δικαίωσή του, αργά ή γρήγορα, κάπου, κάποτε. Φτάνει να υπάρχει το έργο. Δουλειά & πάλι δουλειά, στο πείσμα όλων των εμποδίων, στο πείσμα της ίδιας της πικρίας μας, & μ’ αυτήν μαζί, πιό πέρα απ’ αυτήν.»
14. Tο φθινόπωρο 1964, ο Aντρέας Φραγκιάς επισκέφθηκε, καλεσμένος από πολιτιστικούς φορείς, τη Pουμανία, τη Σοβιετική Ένωση και την Oυγγαρία, [βλ. και εφημερίδα Λαϊκός Aγώνας, Παρασκευή 6 Nοέμβρη 1964, 2, «Tα προβλήματα της ελληνικής λογοτεχνίας», Συνέντευξη του Aντρέα Φραγκιά στο ουγγρικό ραδιόφωνο, «Προσκαλεσμένος από το Iνστιτούτο Mορφωτικών Σχέσεων, φιλοξενήθηκε στην Oυγγαρία, για κάμποσες μέρες, ο γνωστός Έλληνας συγγραφέας Aντρέας Φραγκιάς»].
15. O Γιώργος Σεβαστίκογλου έφτασε στην Aθήνα στις 27 Nοεμβρίου 1964. H ταινία του Mάνου Zαχαρία «Tο τέλος και η αρχή» –με υπόθεση από την αντίσταση στην Kρήτη– γιά την οποία είχε γράψει το σενάριο, προβλήθηκε με τον τίτλο «Tο σταυροδρόμι», στον κινηματογράφο Έσπερος, στις 8 Δεκεμβρίου 1964. [Δημήτρη, ευχαριστώ (και) για αυτές τις πληροφορίες]. Aντιγράφω από την εφημερίδα Tα Nέα, 02/04/2001: 23.35 ET1 «Tο σταυροδρόμι» Πολεμική ταινία –’64– με τον αγώνα των Kρητικών κατά των χιτλερικών. Ένα από τα φιλμ που γύρισαν οι Mάνος Zαχαρίας, Γιώργος Σεβαστίκογλου (σενάριο) στη Pωσία όπου ήταν πολιτικοί εξόριστοι. (Διάρκεια: 85’).
16. H διατύπωση «γιατί εδώ άρχισα πάλι να νιώθω σαν απόδημος» δεν μπορεί να μη μου θυμίσει αυτήν του Δημήτρη Δούκαρη «Tην Eλλάδα όπως είναι σήμερα. […]. Όπου αισθάνομαι πιό “ξένος”, απ’ όσο αισθάνομαι στη Σομαλία» [Δύο γράμματα του Δημήτρη Δούκαρη στον Δημήτρη Xατζή (ή ένας ακόμη ποιητής πάνω από την κούνια ενός χαμάλη), Aντί, τχ. 876, 8 Σεπτεμβρίου 2006, 52–53].
17. H διατύπωση «η ψήφος είταν δική του» αναφέρεται, ίσως, στην έγκριση αγοράς, από αρμόδια επιτροπή του υπουργείου Παιδείας, λογοτεχνικών βιβλίων, ανάμεσα στα οποία και η συλλογή διηγημάτων Tο τέλος της μικρής μας πόλης. Bλ. σημ. 23 εδώ.
18. Δεν έχω στοιχεία ούτε για τα πρόσωπα που αναφέρονται εδώ ούτε για τα ζητήματα που διαφαίνονται.
19. Πρόκειται για την έκδοση To κορίτσι που γελούσε τριαντάφυλλα, Nεοελληνικά παραμύθια, μετάφραση Moravcsik Gyulané και Δημήτρης Xατζής, επιλογή κειμένων, επίμετρο και σημειώσεις Δημήτρη Xατζή, Eκδόσεις Eurόpa, Bουδαπέστη 1964, [και λήμμα 387, BMΔX].
20. Tάσου Bουρνά, Kουβεντιάζοντας με τον έξοχο πεζογράφο Δημήτρη Xατζή για τέχνη και πατρίδα, εφημερίδα H Aυγή, Tρίτη 6 Aυγούστου 1963, 2: «Nα γιατί, εγώ φοβάμαι πως θα μείνω έξω από μια τέτοια προσπάθεια. Kι αυτό, καταλαβαίνεις, πολλές φορές με πικραίνει. Xρειάζεται η άμεση επαφή μ’ αυτή, την κατά τη γνώμη μου, ραγδαία αναμορφούμενη ελληνική πραγματικότητα. Προσπαθώ να μαντεύω την αλλαγή, να την “πιάνω” μέσα από τα γραφτά που φτάνουν στα χέρια μου. Kαι εσύ το ξέρεις καλύτερα από κάθε άλλο, τί ξεδιάντροπος ζητιάνος έγινα, παρακαλώντας συνεχώς συγγραφείς κι εκδότες να μου στέλνουν κανένα βιβλίο.»
21. Δεν ξέρω για ποιο διήγημα του Δ.X. γίνεται λόγος εδώ.22. Δεν έχουν διασωθεί.
23. Aρχειοτάξιο, 8, Mάιος 2006, Eιδήσεις για την συλλογή Δημήτρη Xατζή στην Eθνική βιβλιοθήκη της Oυγγαρίας, στον δικτυακό τόπο των AΣKI (http://www.askiweb.gr): 1964. Eκδόσεις Θεμέλιο (με την υπογραφή του Δημήτρη Δεσποτίδη, 1 γράμμα): EKΔOΣEIΣ ΘEMEΛIO E.Π.E. AKAΔHMIAΣ 57 THΛEΦ. 628-453 T.T. 143 AΘHNAI THEMELIO EDITIONS P.O. 57 ACADEMIAS STREET – T.T. 143 ATHENS GREECE: Aθήναι 22 Iανουαρίου 1964, Aγαπητέ Δημήτρη, Σε πληροφορώ ότι το Yπουργείον Παιδείας ενέκρινε την αγοράν 100 βιβλίων σου «TO TEΛOΣ THΣ MIKPHΣ MAΣ ΠOΛHΣ» αλλά δια την παραλαβήν των, και εξόφλησιν του αντιτίμου των απαιτείται επιστολή δική σου που θα εξουσιοδοτή το ΘEMEΛIO να εισπράξη το αντίτιμον, την οποίαν σου εσωκλείω για να την υπογράψεις και να μας την αποστείλης αμέσως. Περιμένω να μου στείλεις το καινούργιο σου βιβλίο. [με το χέρι] Aμάν – Xαιρετισμούς σ’ όλα τα παιδιά. Φιλικώτατα [με το χέρι] [δυσανάγνωστο] & σας περιμένουμε. Δημήτρης.
24. Tο διήγημα Aνυπεράσπιστοι, Eπιθεώρηση Tέχνης, 119–120, τόμος K’, Nοέμβρης – Δεκέμβρης 1964, 559–570.
25. Δεν έχω πληροφορίες για αυτή την διασκευή.
26. Δεν ξέρω σε ποιο «διήγημα με τον ανάπηρο», μπορεί να γίνεται εδώ αναφορά.
Αντί τχ.894, μάιος 2007

Αφιέρωμα του περιοδικού Αντί στον Αντρέα Φραγκιά


Δημήτρης Μαρωνίτης, Αφιερωμένο




Aφιερωμένο



Νιώθω ένοχος απέναντι στον Αντρέα Φραγκιά, σίγουρα τον πιο σεμνό και στοχαστικότερο πεζογράφο της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Γιατί, παρά τη βαθιά εκτίμηση που χρόνια τώρα τρέφω στον άνθρωπο και στο έργο του, δεν έγραψα τίποτε συστηματικό. Ισως επειδή κάποια έργα και κάποιοι άνθρωποι, που πέφτουν μέσα στη ζωή μας, αποστάζουν κατευθείαν στον χώρο της σιωπής μας, παρακάμπτοντας το κανάλι του λόγου μας. Το ίδιο μου συνέβη και με τον Αλέξανδρο Κοτζιά ή τον Παπαδίτσα ­ για να αναφέρω δύο μόνο ανάλογα παραδείγματα.
Παρά ταύτα, η απωθημένη ενοχή μου ανέβηκε τις μέρες αυτές στην επιφάνεια, καθώς διάβαζα στο «Αντί» (τεύχ. 713, 26 Μαΐου) το πυκνό αφιέρωμα στον Αντρέα Φραγκιά: συνταγμένο με ξεχωριστή αγάπη και φροντίδα σε δεκαέξι ενυπόγραφα κείμενα και μια ανυπόγραφη εισαγωγή· μεσολαβεί το φρόνιμο χρονολόγιο, όπου ταξινομούνται τα σημαντικότερα εργοβιογραφικά και βιβλιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα.
Ο βίος του Αντρέα Φραγκιά αποτελεί πράγματι σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς, που παιδεύτηκε σε φυλακές και εξορίες, για να υπερασπιστεί την ανθρώπινη και πολιτική αξιοπρέπειά της. Στην περίπτωσή του οφείλουμε τουλάχιστον να θυμηθούμε: την ένταξή του σε αντιστασιακή ομάδα από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, μαζί με τον συμμαθητή του Αρη Αλεξάνδρου, τον Γεράσιμο Σταύρου, τον Χρήστο Θεοδωρόπουλο, τον Λεωνίδα Τζεφρόνη και άλλους· τη σύλληψη και την εξορία του στον Αγιο Κήρυκο της Ικαρίας το 1947, με συνεξόριστο φίλο τον Δημήτρη Χατζή· και βεβαίως τα δύο εφιαλτικά χρόνια (1950-52) στη Μακρόνησο, από όπου προέκυψε και η συνταρακτική αλληγορία του Λοιμού, τρίτου και κρίσιμου σταθμού της μυθιστορηματικής του περιπέτειας. Προηγήθηκαν: οι Ανθρωποι και τα σπίτια (1955) και Η καγκελόπορτα (1962)· ακολούθησε το δίτομο Πλήθος (1985-86).
Στο αφιέρωμα όμως του «Αντί» εξέχουν και εκπλήσσουν με τη νεοτερική γραφή τους δύο αποσπάσματα από ανέκδοτα μυθιστορήματα του Αντρέα Φραγκιά: πρώιμο το ένα, αμέσως μετά την απελευθέρωση, υπό τον τίτλο «Ως τη γέφυρα»· οψιμότερο το άλλο και αχρονολόγητο, επιγράφεται «Ωραίες μέρες». Εδώ αποκαλύπτεται ένας άλλος, προδρομικός και απόκρυφος, Φραγκιάς. Θα τον έλεγα μπεκετικό ­ συνειρμός που ευνοείται και από τον τίτλο του δεύτερου αποσπάσματος. Για να μη φανεί αυθαίρετη η προτεινόμενη σύγκριση με τον μεγάλο ιρλανδό συγγραφέα, παραθέτω την αρχή από το πρώτο απόσπασμα:
Κάπως έτσι συνεχίστηκε η πρώτη ιστορία. Είναι πάντα δύσκολο να ξεχωρίσεις μια αρχή, το ίδιο και μια συνέχεια, γιατί υπάρχει πάντα κάτι προηγούμενο. Μια, λοιπόν, από τις συνέχειες ίσως να ήταν και κείνο το απόγεμα, όταν συναντηθήκαμε πολλοί και μας έπιασε η βροχή στον κάμπο. Μείναμε ακίνητοι κι ευχαριστημένοι. Μερικοί ξέσπασαν σε δυνατό γέλιο κι άλλοι στάθηκαν ολόισιοι και στητοί να δεχτούν περισσότερο νερό, σα να ήθελαν να χαιρετίσουν, όπως ταίριαζε, αυτή την αναπάντεχη αγαλλίαση. Σα να γινόταν κάτι που το περίμεναν πάντα. Μα δε βρεθήκαμε ποτέ στον κάμπο, ούτε μας έπιασε η βροχή. Κι όμως έτσι έγινε, ίσως να μη θυμάσαι καλά, ίσως και να φρόντισες να το ξεχάσεις, ή ακόμα, να νομίζεις ότι έπρεπε να μη μιλάμε πια γι' αυτό.
Αυτά σε πρωτόλειο, υποτίθεται, κείμενο, γραμμένο το 1945, όταν ο Φραγκιάς πατά τα 24 χρόνια του και ο Μπέκετ είναι ακόμη άγνωστος στην Ελλάδα. Ο Φραγκιάς όμως ασκήθηκε επαγγελματικά και στη δημοσιογραφία.
Ξεκίνησε με τον παράνομο τύπο της Κατοχής, πέρασε μετά στο «Εμπρός», στον «Φιλελεύθερο», στην «Ωρα», την «Αλλαγή», την «Αυγή» και τον «Ανεξάρτητο Τύπο»· μεταδικτατορικά έμεινε στην «Καθημερινή» και έκλεισε τη δημοσιογραφική του καριέρα φιλοξενούμενος στα «Νέα». Είναι ευτύχημα, λοιπόν, που η Λένα Δουκίδου απέσπασε για το αφιέρωμα του «Αντί» μια λαθραία συνέντευξη από τον Φραγκιά περί δημοσιογραφίας και δημοσιογραφικού λόγου· όπου, εκτός των άλλων, υπάρχουν ωφέλιμες υποθήκες για όσους σήμερα δημοσιογραφούν αυτάρεσκα. Οπως η επόμενη:
Οι εξυπνάδες είναι θάνατος. Είναι βιτριόλι για την εφημερίδα. Αλλο να είναι έξυπνο ένα κείμενο ή να είναι έξυπνα διατυπωμένο. Αλλά αν αναζητάει την εξυπνάδα, το πήρε ο διάβολος. Η εξυπνάδα πρέπει να σερβίρεται, χωρίς να φαίνεται ­ να παραμένει στην κουζίνα. Να μη διαλαλεί την παρουσία της.
Η επικαιρότητα της αιχμηρής αυτής συμβουλής είναι αυταπόδεικτη. Παραμένει όμως το ερώτημα: πόσοι και ποιοι διαβάζουν και ακούν σήμερα τον Φραγκιά ­ λογοτέχνες, δημοσιογράφοι και αναγνώστες.

Το ΒΗΜΑ, 11/06/2000

Σάββατο 9 Ιουνίου 2007

Ελευθεροτυπία :Στα 81 του "έφυγε" ο Αντρέας Φραγκιάς

Στα 81 του «έφυγε» χθες ο Ανδρέας Φραγκιάς.
Σήμερα το μεσημέρι η κηδεία του

Ζωή και έργο συμβάδιζαν απόλυτα

«Η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία συγκλίνουν στο εξής: Προσπαθούν να λιγοστέψουν τη μοναξιά του ανθρώπου....».
Λιγόστεψε τη μοναξιά του ο Ανδρέας Φραγκιάς, υπηρετώντας με την ίδια αποτελεσματικότητα, συνέπεια και ήθος και τους δύο χώρους; Το σίγουρο είναι πάντως πως ο Φραγκιάς, που άρρωστος καιρό, έσβησε χθες το πρωί στα 81 του χρόνια, θα λείψει σε λογοτέχνες και δημοσιογράφους και πάνω από όλα στους αναγνώστες των έργων του. Η κηδεία του θα γίνει, καιρού επιτρέποντος, σήμερα το μεσημέρι (12) στο Γ' Νεκροταφείο της Νίκαιας. Ο Φραγκιάς ήταν μία από εκείνες τις περιπτώσεις των «γραφιάδων» που τείνουν να εκλείψουν: ακέραιος, διακριτικός, αθόρυβος, με ζωή και έργο που συμβάδιζαν απόλυτα. Ουδέποτε εξαργύρωσε την ιδεολογία του, ουδέποτε δογμάτισε υπέρ αυτής κι όμως την υπερασπίστηκε πιο σθεναρά από πολλούς, όταν π.χ. είχε αρνηθεί το βραβείο του Ιδρύματος Φορντ ή κι όταν είχε αποχωρήσει από την «Καθημερινή», την περίοδο που περιήλθε στον Κοσκωτά. Τέσσερα μυθιστορήματαΤο λογοτεχνικό του έργο; Και μόνο για το «Λοιμό» (1967/72) ο Ανδρέας Φραγκιάς θα πέρναγε στην ιστορία της μεταπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας. Συγγραφέας συνολικά 4 μυθιστορημάτων, που κυκλοφόρησαν όλα από τον «Κέδρο», είχε ακόμα υπογράψει τα «Ανθρωποι και σπίτια» (1955), «Καγκελόπορτα» (1962) και το δίτομο «Το πλήθος» (1985, 1986). Βασικά του χαρακτηριστικά; «Κατόρθωσε να συγκεράσει μια σύγχρονη θεματική που χαρτογραφεί τη μεταπολεμική ελληνική πραγματικότητα με υποδειγματική ακρίβεια, χωρίς η συγγραφική του επέμβαση να δρα παραμορφωτικά (...) Απέδωσε τις καταστάσεις της μακροϊστορίας, με τα στοιχεία της μικροϊστορίας, έτσι ώστε ο ανθρώπινος παράγων να αναδεικνύεται σε μείζονα αξία, χωρίς έμφαση και ρητορεία...», έλεγε πέρυσι τον Ιανουάριο ο Αλέξανδρος Αργυρίου σε μια συγκινητική βραδιά που είχε διοργανώσει προς τιμήν του αλλά εν τη απουσία του (ήδη ασθενούς τότε) Φραγκιά, το Μορφωτικό Ιδρυμα της ΕΣΗΕΑ. Εκτός από τον Αργυρίου και τα «Σημεία αναφοράς της πεζογραφίας του Φραγκιά», για εκείνον είχαν μιλήσει τότε εκ μέρους της ΕΣΗΕΑ ο Νίκος Κιάος και η Φάνη Πετραλιά κι ακόμα ο δημοσιογράφος και ευρωβουλευτής Τάκης Λαμπρίας (λίγους μόλις μήνες προτού να σβήσει κι εκείνος) και ο δημοσιογράφος Μιχάλης Σταματελάτος.Ελάχιστες ημέρες πριν από τη χαμηλόφωνη και ουσιαστική αποτίμηση της προσωπικότητας και του έργου του Φραγκιά στην εκδήλωση της ΕΣΗΕΑ, η πολιτεία τον είχε τιμήσει -καθυστερημένα όπως σχολίαζαν πολλοί- με το Κρατικό Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο της προσφοράς του. Και αντίστοιχα, λίγο αργότερα, τον επέλεξε τιμητικά ως έναν από τους 55 λογοτέχνες που εκπροσώπησαν την Ελλάδα στην 53η Διεθνή Εκθεση της Φρανκφούρτης -όπου η χώρα μας ήταν ως γνωστόν η τιμώμενη. Καθηλωμένος από ασθένεια, ο Φραγκιάς δεν μπόρεσε να μεταβεί στη Φρανκφούρτη... «Καμιά έκπτωση»Οι δημόσιες εμφανίσεις του ήταν άλλωστε ελάχιστες και όταν ακόμα είχε τις δυνάμεις του. «Δεν υπάρχει καμιά σκιά στη δημόσια και ιδιωτική ζωή του Φραγκιά, καμιά έκπτωση. Βρέθηκε πάντα μακριά από δημόσιες σχέσεις και εμπορευματικές λογικές», είχε τονίσει μεταξύ άλλων ο Λαμπρίας εκείνη τη βραδιά στην ΕΣΗΕΑ.Γεννημένος στην Αθήνα τον 1921, ο Ανδρέας Φραγκιάς παρακολούθησε καταρχήν το Πρακτικό Λύκειο της Βαρβακείου. Μετά την αποφοίτησή του, σπούδασε οικονομικά στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Στην Κατοχή συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, ιδιαίτερα στον τομέα του αντιστασιακού Τύπου και της πληροφόρησης. Για τις αριστερές του ιδέες και την πολιτική του δράση, εξορίστηκε στην Ικαρία (Μάρτιος-Οκτώβριος 1947) και τη Μακρόνησο (1950-52).Στη δημοσιογραφίαΜε τη δημοσιογραφία είχε ασχοληθεί ήδη από το 1945, δουλεύοντας καταρχήν στην «Ελεύθερη Ελλάδα». Τα επόμενα χρόνια θα συνεργαζόταν με αρκετές αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά (Εμπρός, Αυγή, Αλλαγή, Ανεξάρτητος Τύπος, Ωρα, Μεσημβρινή, Εικόνες κ.ά.) με τελευταίο σταθμό του την «Καθημερινή». Το δημοσιογραφικό του ήθος φαινόταν ανάγλυφο σε ρήσεις-συμβουλές προς νεότερους, έτσι όπως κάποτε τις διατύπωνε σε συνέντευξή του στη Λένα Δουκίδου και στο «Αντί»: «Η δημοσιογραφία μοιάζει με μια εξειδικευμένη βαριά δουλειά με πολλά "πρέπει" αλλά ακόμα περισσότερα "δεν πρέπει"». Ή και «Μπορεί μια εφημερίδα να έχει τις καλύτερες υπογραφές. Κείμενα υπογεγραμμένα από αρθρογράφους, εξαίρετα. Εκείνο που την προσδιορίζει, όμως, είναι τ' ανώνυμα κείμενά της. Την προσωπικότητα της εφημερίδας τη χαρακτηρίζει η ανώνυμη είδηση...».Ως λογοτέχνης ο Φραγκιάς πρωτοεμφανίστηκε το 1955 με το «Ανθρωποι και σπίτια», ενώ τελευταίο του μυθιστόρημα ήταν το δίτομο έργο «Το Πλήθος». Ο δεύτερος τόμος που κυκλοφόρησε το 1986 είχε αποσπάσει μάλιστα και το Α' Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Τα βιβλία του μεταφράστηκαν στη ρωσική, τη γερμανική, την αγγλική, τη γαλλική γλώσσα και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 07/01/2002

Βασίλης Καλαμαράς

Η εκδήλωση για τον Ανδρέα Φραγκιά
Της αδικαίωτης θυσίας

Ο Ανδρέας Φραγκιάς γνώρισε την κορύφωση στη δίτομη σύνθεσή του «Το πλήθος», ένα από τα πιο «δύσβατα» μεταπολεμικά πεζογραφικά έργα, το οποίο δεν αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό, μολονότι είναι σημείο αναφοράς και μέτρο σύγκρισης για ανάλογα εγχειρήματα από μεταγενέστερους συγγραφείς.

Ανδρέας Φραγκιάς.Αριστεροί της γενιάς του Φραγκιά, γερτοί από τις κακουχίες και από το χρόνο τον αδάμαστο, συγγραφείς νεότεροι που στο ήθος του καθρεφτίστηκαν και γνώρισαν τον εαυτό τους, φίλοι μια ψυχή και ένα σώμα με το συγγραφέα που τα πάθη των ανθρώπων γραφή τα έκανε.Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον που δημιουργήθηκε στη μνήμη -πρωτοβουλία των εκδόσεων «Κέδρος»- του Φραγκιά, προχθές βράδυ, στη Στοά του Βιβλίου, εντάχθηκαν οι ομιλίες του Δημήτρη Ραυτόπουλου, του Μένη Κουμανταρέα, της Μάρως Δούκα, του Γιώργη Γιατρομανωλάκη και του Αντώνη Καρκαγιάννη.Ως σαρξ εκ της σαρκός της Αριστεράς μίλησε ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, ο οποίος δεν απέφυγε το χαρακτηρισμό πεζογραφία της ήττας. «Η εμπειρία της ήττας», εξομολογήθηκε, «προσδιοριζόταν ως ουσιαστικό στοιχείο του μεταπολεμικού ανθρώπινου προβλήματος, με τις αδικαίωτες θυσίες και διαψεύσεις και -για μας τους αριστερούς- με την ήττα στον εμφύλιο, την εκτροπή της ιδεολογίας και το διασυρμό των ιδανικών». Κρατήσαμε την παρατήρησή του: «Με τον "Λοιμό" και ιδιαίτερα με το "Πλήθος" ο νεορεαλισμός δίνει τη θέση του στο μεταρεαλισμό. "Μετά" - «γιατί έχουμε μια δεύτερη πραγματικότητα, νεωτερική, την "εικονική πραγματικότητα", την κατασκευασμένη».«Χάδι στο μέτωπο»Ο Μένης Κουμανταρέας παραδέχθηκε ότι γαλουχήθηκε αυτός και η γενιά του από τον Φραγκιά: «Το "Ανθρωποι και σπίτια" μάς ακούμπησε σαν χάδι σ' ένα μέτωπο που είχε πυρετό. Η "Καγκελόπορτα" ήταν για μας ζήτημα ζωής και θανάτου. Θα φύγει ο άγγελος ή δεν θα φύγει; Θα φανερωθεί - δεν θα φανερωθεί; Η ποίηση στην "Καγκελόπορτα" πηγάζει κατευθείαν μέσα από τις εμπορικές συναλλαγές, το χρήμα, την αγωνία των ανθρώπων για επιβίωση. Την κομπίνα. Η ιδιοφυής σκηνή, όπου ο Αντώνης προσπαθεί να πουλήσει τις χαλασμένες κονσέρβες, τρώγοντας ο ίδιος το σάπιο κρέας, είναι μια ύψιστη ποιητική σκηνή που συνοψίζει τα ήθη του μεταπολέμου».Το πορτρέτο του Φραγκιά ζωντανά και ζωντανεμένα το έδωσε η Μάρω Δούκα: «Είναι αυτός που είναι όχι από σεμνότητα και διακριτικότητα, αλλά επειδή είναι υπερήφανος, αυστηρός, υποδόρια σαρκαστικός και αυτοσαρκαστικός άνθρωπος, σταθερός και την ίδια στιγμή αμφιβάλλοντας για όλους και για όλα, ακόμη και για τον εαυτό του, τον θυμάμαι πόσο κοφτερά, αλλά και πόσο στοχαστικά κοίταζε τους άλλους».Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης στάθηκε στο γεγονός πως περνάει η πόλη και η πολιτεία στην πεζογραφία του συγγραφέα, που όταν του ζητήθηκε το βιογραφικό του, χρειάστηκε όλες κι όλες τριάντα λέξεις: «Τόσο η Πόλη, το Αστυ όσο και η Πολιτεία που μας ελέγχει είναι καταστάσεις εχθρικές, εφιαλτικές για τις ψυχές μας. Είτε ζούμε στις ρημαγμένες φτωχογειτονιές της Αθήνας (στο "Ανθρωποι και σπίτια" και στην "Καγκελόπορτα") είτε στο κολαστήριο του "Λοιμού", είτε στους απροσδιόριστους και καφκικούς δρόμους του "Πλήθους", η πραγματικότητα παραμένει εφιαλτική».Τέλος, ο Αντώνης Καρκαγιάννης, ο οποίος δήλωσε αναρμόδιος για το λογοτεχνικό έργο, εξήρε τη βαθιά αντίληψη που είχε ο Φραγκιάς για τη δημοσιογραφία, χωρίς να προβάλλει τον εαυτό του στον εργασιακό χώρο συγγραφέας. Αποσπάσματα από τα έργα του Φραγκιά με τις φωνές της Ειρήνης Ιγγλέση και του Φοίβου Ταξιάρχη «κινήθηκαν» προς την αίθουσα απτά.


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 15/02/2002