Αναγνώστες

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

ο Α.Μπενάτσης


Από αριστερά:Μ.Κουμανταρέας,Β.Ραπτόπουλος,Γ.Μπασκόζος,Α.Ζήρας,Κ.Ακρίβος στο συνέδριο για τον Α.Φραγκιά


Ο Α.Αργυρίου και ο Γ.Γιατρομανωλάκης στο συνέδριο για τον Α.Φραγκιά


Εισήγηση του Προέδρου της ΠΟΕΣΥ Δ.Τσαλαπάτη στο συνέδριο για τον Α.Φραγκιά


Η είδηση είναι πάντα ζόρικη υπόθεση



Σάββατο 15 Δεκ 2007

Εισήγηση του Προέδρου της ΠΟΕΣΥ Δ.Τσαλαπάτη στο επιστημονικό συνέδριο για τον συγγραφέα-δημοσιογράφο Αντρέα Φραγκιά

Είχε πει την απόλυτη είδηση για την υπόθεση της ενημέρωσης:
« Ο δημοσιογράφος επιβάλλεται να απαλλαγεί από τον εαυτό του».
Για να συμπληρώσει:
«Η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία συγκλίνουν στο εξής: Προσπαθούν να λιγοστέψουν τη μοναξιά του ανθρώπου.»
Ο Ανδρέας Φραγκιάς που εμείς σήμερα τιμούμε με αυτό το τριήμερο συνέδριο, υπηρέτησε και τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία με την ίδια συνέπεια.
Η παρουσία του στη δημοσιογραφική μας ζωή, με την έξοχη γραφή του και την υψηλή ηθική του στάση, μας κληροδότησε βαρύτιμη παρακαταθήκη.
Στα μυθιστορήματά του έδωσε συνταρακτικές και προφητικές συλλήψεις για την ελληνική κοινωνία, για την μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα. Ο στοχασμός και η μαστοριά του, η έξοχη γλώσσα του και το διαβρωτικό του χιούμορ, οι ανθρώπινες αξίες που εξέφραζε στο έργο του, επέβαλαν τον Φραγκιά ως δάσκαλο ήθους και ύφους.
Είχα την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσω στο σπίτι, στην παρέα ενός άλλου δάσκαλου της δημοσιογραφίας του Νίκου Βώκου και να μάθω πολλά.
Ήταν και οι δύο από εκείνη τη γενιά των πνευματικών ανθρώπων που ήξεραν να υπηρετούν την αλήθεια, έχοντας διαλέξει αυτό το δρόμο με τεράστιο προσωπικό κόστος και την επιθυμία της ανωνυμίας.
Είναι καταλυτικά όσα γράφει για τον Φραγκιά στην επιφυλλίδα του στο Βήμα, ο γιος του Νίκου Βώκου, ο Γεράσιμος, Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης:
«Στο μυαλό μας, όταν γράφουμε, υπάρχουν πολλοί∙ άλλοι μας εμποδίζουν και άλλοι μας βοηθούν. Οι δικοί μου άνθρωποι, αυτοί που κυκλοφορούν στο κεφάλι μου κάθε φορά που επιχειρώ να γράψω ή να σκεφτώ κάτι, δεν είναι πολλοί. Ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται. Πάντως υπάρχουν ορισμένοι που έχουν εξασφαλίσει, εκόντες άκοντες, ένα είδος ελεύθερης κυκλοφορίας που τους επιτρέπει να πάνε παντού, να ρωτήσουν τα πάντα και να απαιτήσουν απαντήσεις. Ακόμη περισσότερο, χλευάζουν όταν οι απαντήσεις τους φαίνονται πρόχειρες, θυμώνουν όταν τις αισθάνονται βολικές και – ανυπόφορο αυτό – σκύβουν το κεφάλι σιωπηλοί όταν τις κρίνουν κίβδηλες. Ένας από αυτούς είναι για μένα ο Αντρέας Φραγκιάς.»
Ο Γεράσιμος γνώριζε τον Φραγκιά από παιδί, μεγάλωσε δίπλα του γιατί Φραγκιάς και πατέρας Βώκος ήταν αχώριστοι στη δημοσιογραφία, στη ζωή και στη λογοτεχνία.
Στα χρόνια της δικτατορίας ο Καθηγητής Βώκος συναντιέται πάλι με τον Φραγκιά, στο Παρίσι, που του μιλάει τώρα για την Τοπολογία, την περιοχή των μαθηματικών που τον συναρπάζει. Γιατί όπως του λέει ο Αντρέας Φραγκιάς «η Τοπολογία είναι η προσπάθεια να σκεφτεί κανείς τα όρια και τη γειτνίαση των σημείων».
Έτσι, με μαθηματική ακρίβεια, ο Φραγκιάς προσδίδει στην δημοσιογραφική του ενασχόληση την υπεύθυνη καταγραφή. Ταυτόχρονα όμως είναι και ο σπουδαίος λογοτέχνης, μυθιστοριογράφος, διακριτικός, αθόρυβος. «Ίσως ο σιωπηλότερος συγγραφέας», όπως τον χαρακτήρισαν.
Ο δημοσιογράφος Φραγκιάς θα πει αργότερα σε μια συνέντευξή του στη Λένα Δουκίδου στο «Αντί»: «μπορεί μια εφημερίδα να έχει τις καλύτερες υπογραφές. Κείμενα υπογεγραμμένα, από αρθρογράφους εξαιρετικούς… Την προσωπικότητα της εφημερίδα όμως, την χαρακτηρίζει η ανώνυμη είδηση.
Και επειδή στις μέρες μας αμφισβητούνται πολλά με την κρίση των αξιών, την επιχείρηση φαλκίδευσης ιδεών και δικαιωμάτων, θα μου επιτρέψετε να κλείσω, αφού σας ευχαριστήσω όλους, με μια επίκαιρη – όσο ποτέ – κουβέντα του Αντρέα Φραγκιά: «Στην πλήρη της έννοια, η είδηση είναι αρκετά ζόρικη υπόθεση.»

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2008

Το πόρισμα του Αργυρίου

Της Μικέλας Χαρτουλάρη

Οκτώ τόμοι σε επτά χρόνια! Η Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας με όλους τους συγγραφείς και τα έργα που έχουν συζητηθεί κατά τον 20ό αιώνα. Το μεγάλο εγχείρημα του 86χρονου σήμερα Αλέξανδρου Αργυρίου ολοκληρώθηκε με την κυκλοφορία και των δύο τελευταίων τόμων του (Καστανιώτης). Έτσι διαθέτουμε πλέον το απόλυτο εργαλείο για τη λογοτεχνία μας και την πρόσληψή της «στα χρόνια του Μεσοπολέμου, 1918-1940», στους «δύστηνους καιρούς 1941-44», στα «χρόνια του ετεροκαθορισμένου Εμφυλίου Πολέμου 1945-49», στα «χρόνια της επισφαλούς Δημοκρατίας 1950-56», στα «χρόνια της αυτοσχέδιας ανάπτυξης 1957-63», και τέλος «όταν η Δημοκρατία δοκιμάζεται, υπονομεύεται και καταλύεται 1964-74». Αλλά και «μέχρι τις ημέρες μας», αφού η εικόνα που προκύπτει αγκαλιάζει μια πολύ ευρύτερη περίοδο: από τη σύσταση του κράτους το 1830 μέχρι το 2006. Όσο για το ιδιαίτερο στίγμα αυτής της Ιστορίας, δίνεται από τους ίδιους τους τίτλους: είναι ο συσχετισμός των λογοτεχνικών γεγονότων και των αισθητικών τάσεων με τα εθνικά και πολιτικά γεγονότα και τα ιδεολογήματα της κάθε εποχής- κάτι που δείχνει την αριστερή τοποθέτηση του συγγραφέα της. Διότι για τον Αργυρίου η Λογοτεχνία είναι ένα ιστορικό γεγονός. Πάνω της εκφράζονται οι μεγάλες ρήξεις με την κρατούσα νοοτροπία αλλά και ο αγώνας να διαμορφωθούν συνειδήσεις... Ωστόσο αυτή τη φορά, στην εισαγωγή των τόμων Ζ΄ και Η΄, ο Αργυρίου εμφανίζεται κάπως πικραμένος επειδή η δουλειά του δεν κρίθηκε με τους όρους που έθεσε. Διότι αντίθετα απ΄ ό,τι συμβαίνει με τις άλλες- αφηγηματικές- Ιστορίες της Λογοτεχνίας (λ.χ. του Μάριο Βίτι), η δική του ανάγνωση έχει μια διάσταση καταγραφής (με τεράστιο όγκο πληροφοριών), δεν είναι διαχρονική και δεν προβάλλει μόνο τα δεσπόζοντα πρόσωπα και γεγονότα. Η πρωτοτυπία της έγκειται στο ότι καθρεφτίζει την εικόνα της ελληνικής λογοτεχνίας στα μάτια των συγχρόνων της μέσα από πλήθος παραθεμάτων, και από την άλλη δεν κάνει άμεσες αξιολογήσεις. Είναι με αυτήν την έννοια πιο αντικειμενική χωρίς ωστόσο να είναι ουδέτερη, αφού οι πληροφορίες που δίνει ο Αργυρίου ακονίζουν την κριτική ματιά του αναγνώστη του. Όταν λ.χ. καταγράφει την κηδεία του Βάρναλη το 1974, λέγοντας ότι «στο φέρετρό του ακούμπησε όλη η ΚΝΕ», θυμίζει ότι υπήρχε ένα πανό που έγραφε «Ο ποιητής του προλεταριάτου» παρά το γεγονός ότι «ο όρος “προλεταριάτο” απαντά στο έργο του μόνο μία φορά»! Τέτοια έμμεσα σχόλια πλημμυρίζουν τις σελίδες του και μας προϊδεάζουν για την έκπληξη που θα ακολουθήσει: την προσωπική αποτίμηση του Αργυρίου σε ξεχωριστό τόμο! Υπάρχει ένα ενδιαφέρον πόρισμα στο κλείσιμο τούτης της Ιστορίας: ότι οι παλιές αυθεντίες εξακολουθούν να κρατούν τα σκήπτρα. Ο Αργυρίου σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Οι νεωτερικοί συγγραφείς του Μεσοπολέμου εξακολουθούν να δεσπόζουν στις συνειδήσεις των νεοτέρων. Κάποτε δεν πρέπει να προχωρήσουμε; Ήδη είναι αργά»! Πράγματι στους τόμους Ζ΄ και Η΄ παρακολουθούμε συγγραφείς που γεννήθηκαν ώς το 1942 και εμφανίστηκαν στα γράμματα ώς το 1974, παρακολουθούμε έργα πολυσυζητημένα όπως η Νυχτερίδα του Τσίρκα (1965), το Λάθος του Σαμαράκη, το Ζ του Βασιλικού (1966), τα Ρέστα του Ταχτσή (1972) ο Λοιμός του Φραγκιά (1972) το Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη του Βαλτινού (1972) κ.ά., τη λογοτεχνική κίνηση ή τα κρατικά βραβεία, τις συλλήψεις ανθρώπων των γραμμάτων από τους συνταγματάρχες, το φαινόμενο της «σιωπής» κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας και «την απροσδόκητη σύμπνοια λογοτεχνών που κατά την Κατοχή ανήκαν σε αντίθετες ιδεολογικές όχθες», την κίνηση των 18 Κειμένων με τους «φιλελεύθερους συγγραφείς που ενεργούσαν ως στρατευμένοι», τις προσπάθειες της χούντας (λ.χ. με τη δημοσίευση της Ανθολογίας του Αποστολίδη) να πείσει την Ευρώπη ότι το πνεύμα ήταν ελεύθερο στην Ελλάδα, το περιοδικό «Η Συνέχεια» που εκδόθηκε το 1973 «ως αντίλογος στα κυβερνητικά μέτρα κατά των Ανώτατων Σχολών» κ.ο.κ. Κι όμως η αξιολόγηση των μεταπολεμικών πεζογράφων και ποιητών παραμένει ακόμα ανοιχτή, μου έλεγε προχθές ο Αργυρίου. Και κατέληγε πως ενώ υπάρχουν αναστήματα που αναδείχθηκαν στα χρόνια 1964-74, ενώ θεωρεί υπερβολικό να υποκλινόμαστε μόνο στην παρέα του Σεφέρη, το τελικό του συμπέρασμα είναι παρ΄ όλα αυτά ότι «η χρυσή δεκαετία της ελληνικής λογοτεχνίας δεν είναι άλλη από τη δεκαετία του ΄30. Διότι από εκεί κατάγονται όλοι». Ο Αλέξανδρος Αργυρίου ετοιμάζει και τα Απομνημονεύματά του παράλληλα με τον κριτικό Απολογισμό της (νεο)ελληνικής λογοτεχνίας. Στο ένα βιβλίο θα διαβάσουμε τα της πορείας του (μια γεύση υπάρχει στο «Αντί» της 7/12 όπου κάνει αποκαλύψεις για τα Δεκεμβριανά ως αυτόπτης μάρτυρας) καθώς και το παρασκήνιο των λογοτεχνικών πραγμάτων- συμπλήρωσε άλλωστε 60 χρόνια ως κριτικός. Στο άλλο βιβλίο έχει ήδη προχωρήσει στην αξιολόγηση του δεσπόζοντος κλίματος της κάθε γενιάς και χωριστά των εμβληματικών μορφών της. «Εδώ κάνω μια ανα-θεώρηση των συγγραφέων, μιλάω ακόμα και για τα αδύνατα ποιήματα του Σεφέρη (όπως η “Απόφαση της λησμονιάς”) ή άλλων. Όμως ποτέ ως αυθεντία...». Ποιοι λοιπόν θα γίνουν «κλασικοί» από τους μεταπολεμικούς; Μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω αλλά νομίζω ότι θα επιβιώσει το έργο των: Σαχτούρη, Αναγνωστάκη, Δημουλά, Λεοντάρη, Τσίρκα, Φραγκιά, Κοτζιά (σε κάποιο βαθμό), Αλεξάνδρου, Χειμωνά, Βασιλικού».


Τα Νέα 29 Δεκεμβρίου 2007

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008


Μεγαλοπρεπής και εύχαρις Αντρέας Φραγκιάς: άνθρωπος, έργο και ιδέα, 6 χρόνια από τον θάνατό του

Του Ανδρεα Παναγοπουλου*



Ενα πρόσωπο: Ο Αντρέας Φραγκιάς, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Εφυγε στο επέκεινα τέτοιες χρονιάρες μέρες, πριν από 6 χρόνια, αθόρυβα, όπως αθόρυβα έζησε. Εάν στην τέχνη ο Αντρέας στάθηκε ένας από τους τρεις, ίσως, μεγαλύτερους Ελληνες πεζογράφους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα (μαζί με τον Δημήτρη Χατζή και τον Στρατή Τσίρκα), ως χαρακτήρας υπήρξε το άνθος του ανθρώπινου είδους. Ηρεμος και αποφασιστικός, βαθύς, ουσιώδης και εύχαρις (όχι χαρίεις). Διέθετε όλες, και τις 8, αρετές του ολοκληρωμένου ανθρώπου κατά τη διδασκαλία του Πλάτωνος: «μνήμων, ευμαθής, μεγαλοπρεπής, εύχαρις, φίλος τε και συγγενής αληθείας, δικαιοσύνης, ανδρείας, σωφροσύνης». (Πολιτεία, 487a, 4-5). Ούτε στιγμή χωρίς το τσιγάρο στο στόμα. Σε ρωτούσε, κοιτάζοντάς σε ασκαρδαμυκτί, τι κάνεις, και όχι μόνο ρωτούσε, αλλά πριν προχωρήσει, περίμενε και απάντηση. Μετά σε ρώταγε πώς πάει η δουλειά· δεν εννοούσε βέβαια την επαγγελματική, αλλά τη συγγραφική: του έλεγες, «όχι και τόσο καλά, έχω κολλήσει τρεις μήνες σ’ ένα κεφάλαιο του “Πλάτων και Κρήτη”». Σου έλεγε: «φέρ’ το να το συζητήσουμε, πρέπει να προχωρήσεις, έτσι για να ξεβουλώσουν τα σωληνάκια». Οταν εσύ προσπαθούσες να τον ρωτήσεις για τη δική του δουλειά (έγραφε τόσο αργά και προσεκτικά, ώστε έβγαζε ένα αριστούργημα την κάθε δεκαετία ’60, ’70, ’80, ’90). Σου έλεγε χαμηλόφωνα «εγώ; σαχλαμάρες» και ερχόταν πάλι στη δική σου «δουλειά».
Επονίτης στα 17 του, στην ενεργό παρανομία στην Κατοχή για «διακοπές στα νησιά» μετά το δεύτερο αντάρτικο. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος («Η Μακρόνησος είναι ο Παρθενώνας της σύγχρονης Ελλάδας!» και «Στρατηγέ» –σε Αμερικανό κουραμπιέ με “κλάρες”– ιδού ο Στρατός σου!»), σε κάποια εκδήλωση για ένα από τα αριστουργήματα του Α.Φ. τον απομόνωσε και του ζήτησε συγγνώμη γιατί, αν και καθ’ ύλην υπουργός, τίποτε δεν γνώριζε για τα μαρτύρια στη Μακρόνησο (η ρομαντική του ψυχή πόνεσε ιδιαίτερα για το βούτηγμα κρατουμένων στη θάλασσα μέσα σ’ ένα σακί με γάτες!) Αυτόπτης μάρτυς μου είπε ότι ο Αντρέας δεν του απηύθυνε ούτε μια λέξη, μόνο τον κοίταξε καλοσυνάτα, σχεδόν με λύπηση, και απομακρύνθηκε χωρίς χειραψία.
Ο Αντρέας Φραγκιάς διέθετε στα ανθρώπινα και υπαρξιακά θέματα μια συγγραφική ματιά Κάφκα («Ο Πύργος», «Η Δίκη», και προπάντων το δισέλιδο διαμαντάκι «Ενώπιον του Νόμου»). Η δε αίσθηση δικαιοσύνης του ξεπερνούσε τη μαρξιστική ιδεολογία του: δούλευε στην «Καθημερινή» της Κυράς (Ελένης Βλάχου). Οταν ήρθε η χούντα και έκλεισε η «Καθημερινή» (όχι βέβαια και οι αβρυνόμενες ως «δημοκρατικές» εφημερίδες), όλοι οι άλλοι δημοσιογράφοι της κατέφυγαν στη δικαιοσύνη για αποζημίωση, ενώ ο Αντρέας με γυναίκα, μάνα και δύο κόρες όχι· φυτοζώησε, όπως μπορούσε, για 7 χρόνια, και κατά τη μεταπολίτευση η Κυρά τον κάλεσε πρώτο-πρώτο να εργαστεί. Ο λιποβαρής, σχεδόν άφωνος και ανίσκιωτος Αντρέας της λέει ότι θα του είναι πια πολύ δύσκολο να γράψει, έτσι όπως διευρύνθηκε το χάσμα μεταξύ συντήρησης και προόδου και αυτή (η μόνη με παντελόνια και μπαλάκια ανάμεσα στους οργανισμούς και συγκροτήματα της τότε δημοσιογραφίας) του ανέθεσε στοργικά και σοφά την επιμέλεια των επιστολών. Τη θέση αυτή διακόνησε ο Αντρέας, χωρίς να χρειάζεται να μιλάει ή να γράφει, με τόση δημοσιογραφική μαστοριά, ώστε η τότε «Καθημερινή» έφτασε και ξεπέρασε τη θρυλική στήλη Επιστολών των Times του Λονδίνου. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γεννήθηκε και το Αντί, που άρχισε να φιλοξενεί εκτάκτως και κείμενα του Αντρέα Φραγκιά.
Επιπλέον, είχε μια έξοχη αίσθηση χιούμορ, κυρίως αυτοσαρκαστικού. Μου είπε κάποτε: «Στην Κατοχή πεινούσαμε. Κάποτε, όταν υπήρχε συσσίτιο στην Καισαριανή, συγκρίναμε τις θερμίδες μιας μερίδας φασολάδας με μπομπότα με τις θερμίδες κατανάλωσης στην πεζοπορία Κολωνός – Καισαριανή και δεν υπήρχε κέρδος. Τότε κείνες τις μέρες μέναμε νηστικοί». Και άλλο ένα: «Εγώ, όταν τα πράγματα πάνε να σφίξουν, από μια προαίσθηση επερχόμενης ανωμαλίας, αρχίζω να ζωγραφίζω· τι ζωγραφίζω δηλαδή: σαχλαμάρες» (μια τέτοια θαυμάσια σαχλαμάρα έχω και εγώ, που μου χάρισε: «πάρε όποια θες, έχω πολλές στην αποθήκη· να, τούτη δω, που έχει κάτι να κάνει με την κυρά Αλεξάνδρα» – τη μάνα του, εξ ης και το όνομα της πρωτότοκης κόρης του. Την έχω ακόμη ως πολύτιμο κειμήλιο). Μου λέει: «Η κυρα-Αλεξάνδρα είναι ο μεγαλύτερος τεχνοκριτικός της δικής μου ζωγραφικής. Μαθημένη από την παρανομία, όταν ήρθε η 21η Απριλίου, πήγε στην αποθήκη και, περιμένοντας την επίσκεψη της αστυνομίας, καθώς έψαχνε για μένα (όπως και έγινε), είχε βάλει το τελευταίο έργο μου στο πλυσταριό, κάτω από τη σκάφη, για στήριγμα και προφύλαξη. Τόσο σωστά κρίνει το ζωγραφικό μου έργο. Την παραδέχομαι».
Ενα έργο: «Το Πλήθος», τόμος Α΄, Αθήνα 1985, σελ. 411, τόμος Β΄, 1986, σελ. 398, εκδόσεις «Κέδρος». [Βλ. Ανδρέας Παναγόπουλος, Κριτικά και Συγκριτικά (Δοκίμια Λογοτεχνικής Κριτικής και Συγκριτικής Φιλολογίας), Αθήνα 20043, εκδόσεις «Τυπωθήτω, Γ. Δαρδανός», σελ. 203-205].
Μια ιδέα: «Ευξύνετος οξυδερκείη» Δημόκριτος (απόσπ. 119 - Jacoby). Το σπάνιο χάρισμα μερικών προσώπων, όπως ο Αντρέας Φραγκιάς και κάποιων έργων, όπως «Το Πλήθος». Το χάρισμα του Αντρέα Φραγκιά: οξυδέρκεια με σύνεση, προσανατολισμένη στο καλό (όχι το ίδιον καλό, αλλά κυρίως το αλλότριον).
Σπολλάτη, Εις πολλά έτη!




• Ο κ. Α. Παναγόπουλος είναι συγγραφέας και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών.

Καθημερινή 1 Ιανουαρίου 2008

Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου

Μερικά στιγμιότυπα μνήμης

Όλα ξεκίνησαν με τη νυχτερινή εισβολή του στο σπίτι μας. Εκείνη την ημέρα του Νοέμβρη του 1964 ο Αντρέας έφτασε στη Μόσχα και χτύπησε την πόρτα μας. Τον έφερε ως εκεί ο καλός μας φίλος Δημήτρης Σπάθης. Είμαι σίγουρη πως ο Αντρέας δεν είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο ούτε πριν ούτε μετά. Όλοι μας ξέρουμε πόσο ήταν διακριτικός και συνεσταλμένος. Εμείς, κατάκοποι από τη δουλειά μας και τη φροντίδα την κόρης μας μόλις 7 μηνών, ετοιμαζόμασταν για ύπνο. Πετάξαμε από τη χαρά μας. Έγινε κάτι που σα να ήταν αναμενόμενο και για τον Αντρέα και για το Μήτσο. Η αναγνώριση πως η προαίσθησή τους δεν τους ξεγέλασε, ότι η διάγνωση που έκαναν – του συγγραφέα και του ανθρώπου, διαβάζοντας ο Μήτσος το Άνθρωποι και σπίτια και ο Αντρέας το Νύχτες και αυγές βγήκε σωστή. Ήταν της ίδιας γενιάς, στα εφηβικά τους χρόνια, κρίσιμα για τη χώρα, έκαναν κοινή επιλογή, που και τότε και έπειτα την θεωρούσαν ως μόνη ενδεδειγμένη και έντιμη, χωρίς ποτέ να επικρίνουν άλλους για την απουσία τους. Ήταν φανερό από τότε και επιβεβαιώθηκε μετά πως δε θα εξαργύρωναν ό,τι είχαν προσφέρει, δε θ’ ανακατεύονταν στα πολιτικά δρώμενα, ό,τι είχαν να πουν, θα το έλεγαν μέσα από το έργο τους. Με ελεύθερη κριτική θεώρηση και διαχρονικό ιστορικό και υπαρξιακό αναστοχασμό. Ο καθένας με τον τρόπο του, αλλά με τον ίδιο στόχο και με συγγενείς αισθητικές αναζητήσεις. Με αμετάθετη προσήλωση στις Θερμοπύλες που τις είχαν διαμορφώσει από τα νιάτα τους οι ίδιοι.
Το άλλο πρωί ήταν πάλι κοντά μας. Μπαίνοντας ρώτησε: «Πού είναι το παιδί;» Τη σκηνή που ακολούθησε την είχε περιγράψει- με τον απαράμιλλο δικό του ύφος όπου το κωμικό ήταν μέσα στο απολύτως σοβαρό,- σε πολλούς φίλους στην Αθήνα, αργότερα έτυχε να το ακούσω κι εγώ. Του δείξαμε προς την πλευρά του μπαλκονιού. Με τους γονείς που έμπλεξε η Όλγα, αντί να την βγάζουν σε κανένα κοντινό πάρκο, έπαιρνε τον οξυγόνο της στο καροτσάκι έξω στο μπαλκόνι του 8ου ορόφου της πολυκατοικίας μας. Κοιμόταν στη γούνινη φόρμα της που άφηνε ακάλυπτο μόνο το πρόσωπό της. Ο καιρός ήταν και για τους μοσχοβίτες χειμωνιάτικος, πόσο μάλλον για έναν αθηναίο.
Έφευγα εγώ για τη δουλειά μου, τους άφηνα να κάθονται – καθαρά μοσχοβίτικη συνήθεια –στη μικροσκοπική κουζίνα μας, αντικριστά. Εκεί τους έβρισκα, επιστρέφοντας – πίνανε καφέ, ο Αντρέας κάπνιζε ασταμάτητα. Κάτι τρώγαμε, βγαίναμε βόλτα και οι τέσσερις (η Όλγα στο καρότσι). Κινούσαμε για μεγάλες διαδρομές – προς την παλιά συνοικία Αρμπάτ, γνωστή για τα όμορφα σπίτια της του 19ου αιώνα. Ύστερα από τρεις και πλέον δεκαετίες, αναπολώντας αυτές τις βόλτες ο Μήτσος έγραψε: «Δε θυμάμαι άλλον τόσο αλληλέγγυον για το παλιό σπίτι. Εκείνοι οι περίπατοι, τραβώντας από κοντά το καρότσι με το παιδί, μου είναι αξέχαστοι, χτυπάνε μες στους σφυγμούς μιας φιλίας που μου ήταν και μένει πάνω από εκτιμήσεις και λόγια…»
*
Έγινε ένα θαύμα και είδα τον Αντρέα μερικούς μήνες μετά στην Αθήνα. Κινήθηκαν κάποιοι συμπατριώτες και φίλοι του Μήτσου (έφτασαν στον Θανάση Κανελλόπουλο) προκειμένου να μου δοθεί η άδεια να έρθω στην Ελλάδα με την Όλγα, να τη δουν οι γονείς του Μήτσου που είχαν χάσει στον εμφύλιο δυο γιους και ο τρίτος, με τρεις θανατικές καταδίκες, δεν ήταν δυνατόν να έρθει. Πήγα στο σπίτι του Αντρέα, γνώρισα τη μητέρα του, την κυρία Αλεξάνδρα, που με εντυπωσίασε με την αφοριστική σοφία του λόγου της, τη στοργική Κούλα, σταθερό στύλο της οικογένειας, τα κορίτσια – την Αλεξάνδρα και την Άννα. Θαύμασα τα εικαστικά του Αντρέα και είχα το θράσος να διεκδικήσω τα «Αγκάθια» του. Πριν φύγω για τη Μόσχα έλαβα ένα ακριβέστατο αντίγραφο. Αρκετές φορές είχαμε ειδωθεί στην εφημερίδα και σε ένα καφενείο στην Ομόνοια. Ήταν η εποχή που ο Αντρέας έγραφε την πρώτη μορφή του Λοιμού. Την ημέρα στην εφημερίδα, τη νύχτα στο γράψιμο. Ένας ίσκιος με πονεμένα μάτια που κάθε τόσο έλεγαν να κλείσουν.
Το 1967 είχα στα χέρια μου το διαβατήριο να ξαναπάω στην Ελλάδα. Παρενέβη η δικτατορία. Οι Φραγκιάδες πήγαν για ένα διάστημα στη Γαλλία, αλλά δεν άντεξαν, γύρισαν πίσω. Θα ξαναϊδωθούμε πια στην μεταπολίτευση – πρώτα ο Μήτσος, το Γενάρη του 1975, το καλοκαίρι - εγώ με την Όλγα, ο παππούς και η γιαγιά είχαν να την δουν 10 χρόνια. Ο Μήτσος δεν μπόρεσε να έρθει μαζί μας. Επιστρέφοντας από την Ελλάδα, κάτω από το βάρος μεγάλης υπερέντασης και πολλών συγκινήσεων, έπεσε με βαριά πνευμονία, οι γιατροί τον κράτησαν όλο το καλοκαίρι σ’ ένα θεραπευτήριο, φοβόντουσαν μη φουντώσει η παλιά φυματίωση. Τον επισκέφτονταν και τον φρόντιζαν οι φίλες μου.
Ακολούθησαν πάρα πολύ δύσκολα μετέωρα χρόνια – μεταξύ Αθήνας και Μόσχας. Χωρίς στέγη στην Αθήνα, χωρίς οικονομικό στήριγμα, εκτός των συγγραφικών δικαιωμάτων στον «Κέδρο» και στη «Σύγχρονη Εποχή», που δεν μπορούσαν να σώσουν την κατάσταση. Με τη βοήθεια της αγαπημένης μας Νανάς Καλλιανέση βρέθηκε ένα δυαράκι στην Κυψέλη – με συμβολικό νοίκι, αφού μας το παραχώρησε η φίλη της η Κατίνα. Το προετοίμασαν για τον ερχομό μας μαζί με τη Νανά η Μάρω Δούκα και η Νινέττα Μακρυνικόλα. Δεν μπορούσαμε όμως να το κρατήσουμε για το διάστημα που θα ήμασταν στη Μόσχα. Κι εδώ, ως deus ex machina, παρουσιάστηκε ο Αντρέας: ξενοικιάστηκε το ισόγειο διαμέρισμα στο σπίτι τους, μετέφεραν εκεί την θεία του Αντρέα, έμεναν ελεύθερα δύο δωμάτια, μπορούσαμε να τα καταλάβουμε. Έτσι μετακομίσαμε κοντά τους, χωρίς να υποψιαζόμαστε τι δοκιμασία μάς ετοίμαζε το άμεσο μέλλον και πόσο σωτήρια θα είναι η δική τους συμπαράσταση.




(Απόσπασμα της εισήγησης της Σόνιας Ιλίνσκαγια στο συνέδριο για τον Αντρέα Φραγκιά που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 14-16 Δεκεμβρίου 2007, στην Αίθουσα της ΕΣΗΕΑ. Οι εισηγήσεις του συνεδρίου θα δημοσιευτούν σε προσεχές τεύχος του περιοδικού Θέματα Λογοτεχνίας των εκδόσεων Γκοβόστη)

Η επιστροφή στην Αθήνα. Το θέμα του κυνηγημένου της μεταπολεμικής εποχής, από την Καγκελόπορτα (1962) του Αντρέα Φραγκιά ως τον Γενναίο Τηλέμαχο (1972

Δώρα Μέντη

Η επιστροφή στην Αθήνα. Το θέμα του κυνηγημένου της μεταπολεμικής εποχής, από την Καγκελόπορτα (1962) του Αντρέα Φραγκιά ως τον Γενναίο Τηλέμαχο (1972) του Αλέξανδρου Κοτζιά.


Το θεματικό μοτίβο του επιζώντος που συνεχίζει το βίο και επιστρέφει στην κοινωνική ζωή, βγαίνοντας μέσα από μια σειρά δοκιμασίες και παγίδες θανάτου, αναγνωρίζεται σε μεγάλο μέρος της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης, έχοντας ως βασικό υποκείμενό του το πρόσωπο ή τα προσωπεία του αφηγητή. Παρά τις κοινές συντεταγμένες της μεταπολεμικότητας, το πρόσωπο του επιζώντος ποιητή που καταφέρνει να αποτινάξει το αίσθημα του κυνηγημένου και να επιβιώσει μέσα στο πραγματικό και το συμβολικό τοπίο θανάτου, είναι φορέας ενός ατομικού δράματος και μιας ξεχωριστής υπαρξιακής οδύνης. Ο αυτοαναφορικός επιζών του Αναγνωστάκη επιστρέφει σαν ξένος μέσα στη μεταμορφωμένη πολιτεία, όρθιος και μόνος μέσα στην ερημία του πλήθους, ενώ ο μάρτυρας-επιζών του Σινόπουλου ενσωματώνει το βιωματικό υλικό της κατάθεσής του αρχικά ως μυθικό θέμα και στη συνέχεια ως θραυσματική μνήμη. Από τη μια μεριά η αίσθηση του χρέους απέναντι σε αυτούς που χάθηκαν και από την άλλη η επιθυμία για τη διαφύλαξη της μνήμης, σφυρηλάτησαν εκ νέου τους δεσμούς μιας συντροφικής ποιητικής κοινότητας, η οποία προέκυψε μέσα από τις δοκιμασίες των πολιτικών διώξεων, των φυλακίσεων και των εκτοπισμών. Έτσι το δώρο της ζωής που κέρδισαν όσοι επέζησαν και επέστρεψαν, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Άρης Αλεξάνδρου, συναρτήθηκε στενά με τη συνέχεια, την υποχρέωση να ιστορήσουν τους νεκρούς, που άλλοτε στοίχειωναν τον ύπνο τους με τον ηρωισμό ή με τη ματαιότητα της θυσίας και άλλοτε έμοιαζαν να τους συμπαραστέκονται σε κρίσιμες καμπές της ζωής τους.[1]
Αντίστοιχη ποιητική κοινότητα και συνακόλουθο χρέος από την πλευρά του επιζώντος δεν θα συναντήσουμε ανάμεσα στους μεταπολεμικούς πεζογράφους. Μολονότι το πρόσωπο του επιζώντα που επιστρέφει στον τόπο και στη γειτονιά του παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με το ποιητικό θεματικό μοτίβο, πολύ αισθητή είναι η ποιοτική διαφοροποίηση της επιστροφής στη μεταπολεμική πεζογραφία. Οι αλλαγμένοι δρόμοι και η κοινωνική αλλοτρίωση που προβληματίζουν τα ενεργά ποιητικά πρόσωπα δεν συναντιούνται με τις υπόγειες διαδρομές αυτών που επιστρέφουν ως κυνηγημένοι, μετά τη λήξη της πολιτικοστρατιωτικής τους δράσης, για να αναζητήσουν καταφύγιο στο λαβύρινθο και στην ανωνυμία της πόλης, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν πια οι πληγές του παγκόσμιου πολέμου είναι νωπή ανάμνηση και η έκβαση της εγχώριας διαμάχης έχει οριστικά κριθεί. Η ζωή στην Αθήνα μετασχηματίζεται με αργούς ρυθμούς ακολουθώντας τις ανάγκες της καθημερινής οικονομικής επιβίωσης, πολλά από τα ανθρώπινα θύματα όμως του πολέμου δεν έχουν καταφέρει ακόμα να ορθοποδήσουν και να αναζητήσουν το νόημα της χαμένης τους ζωής, βαθιά διχασμένα ανάμεσα στον παλιό ηρωικό-νεανικό και τον επιζώντα-γερασμένο και ξένο τους εαυτό.[2] Το ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν δημιουργεί μια τραγική αίσθηση απώλειας ταυτότητας τόσο στα αυτοαναφορικά-ποιητικά όσο και στα ετεροφωτισμένα, με αμυδρές αυτοβιογραφικές αντιστοιχίες, μυθιστορηματικά πρόσωπα.

Και τώρα εδώ πώς ξαναρχίζεις;
Σ’ αυτή την άπλα που σε πνίγει
εδώ μέσα στο πλήθος που βασιλεύει η μοναξιά
που οι χειρονομίες είναι απεριόριστες
και δεν υπάρχει παραλήπτης,
άοπλος, αβοήθητος, χωρίς το σώμα
έστω και του νεκρού συντρόφου σου που σε προφύλαγε
μες στις ατέλειωτες επιθυμίες
και τους πολύπλοκους κοινωνικούς μηχανισμούς.

Εδώ, στην πόλη αυτή, πώς συνηθίζεις;

Σύμφωνα με το παραπάνω αυτοαναφορικό παράδειγμα από το ποίημα «Επιστροφή ενός εξόριστου» του Τίτου Πατρίκιου,[3] το δραματικό ποιητικό πρόσωπο αντιμετωπίζει εξαρχής τα υπαρξιακά αδιέξοδα που τον πνίγουν μες στη μεταβαλλόμενη ζωή της πόλης. Οι βίοι των περισσότερων άλλωστε μεταπολεμικών συγγραφέων μας δίνουν μια σειρά από αντιπροσωπευτικές εκδοχές σχετικά με τον χαρακτήρα που έλαβαν η επιστροφή και η συνέχεια. Εμφανές παράδειγμα αυτόχθονης συνέχειας αποτελεί το ποιητικό υποκείμενο του Αναγνωστάκη, το οποίο, αν και δεν εμπλέκεται στην πρότερη πολιτική δοκιμασία του (διαγραφή από το ΚΚΕ το 1946, σύλληψη και δίκη από έκτακτο στρατοδικείο ως μέλος της Ε.Π.Ο.Ν. το 1948), ταυτίζεται με το αίσθημα του μελλοθάνατου στα ποιήματα από τις Παρενθέσεις και τις Εποχές 3 (1951) που γράφτηκαν στη φυλακή (Επταπύργιο 1948-1951), ενώ μόλις ξεπερνά τη δοκιμασία εμφανίζεται έτοιμο να συνεχίσει τη ζωή. Αφανές παράδειγμα ετερόχθονης συνέχειας, χωρίς αυτοαναφορικότητα στο πεζογραφικό του έργο,[4] είναι ο Δημήτρης Χατζής, ο βίος του οποίου καθορίστηκε από τις εντεινόμενες πολιτικές διώξεις που τον οδήγησαν σε μακρόχρονο εκπατρισμό, καθώς όχι μόνο είχε θεωρηθεί λιποτάκτης αλλά και του είχε επιβληθεί ερήμην η ποινή του θανάτου από το Διαρκές Στρατοδικείο Ιωαννίνων. Έτσι το 1952, την εποχή που ο Αναγνωστάκης ξανακυκλοφούσε στους «αλλαγμένους δρόμους» της επιστροφής, ο Χατζής αναζητούσε το νήμα της συνέχειας στις ανατολικές χώρες μακριά από τους νικημένους και τους νικητές της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Μακριά από την αυτοβιογραφική περιπέτεια των προσώπων, την υπαρκτή απειλή κατά της ζωής και της ατομικής ελευθερίας που ένιωσαν αμέσως ή εμμέσως οι ίδιοι οι μεταπολεμικοί συγγραφείς,[5] έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε κάτω από ποιες μυλόπετρες συνθλίφτηκαν πολλά από τα μυθιστορηματικά τους πρόσωπα. Η πιο χαρακτηριστική υπόθεση απόβλητου επιζώντος, ζωντανού νεκρού, εκτυλίσσεται στην Καγκελόπορτα (1962) του Αντρέα Φραγκιά, που τοποθετείται στην Αθήνα του 1954. Ο πόλεμος δεν έχει λήξει ακόμη για τον Άγγελο «που σέρνει πίσω του μια θανατική καταδίκη κι επτά χρόνια τώρα ζει χαμένος από προσώπου γης σαν πανικόβλητο αγρίμι», σύμφωνα με την κριτική διατύπωση του ομότεχνου Αλέξανδρου Κοτζιά.[6] Ο Άγγελος είναι τώρα ξεχασμένος λαϊκός ήρωας από την εποχή του αντάρτικου, όμως τόσο αυτός όσο και η μικροαστική, και ιδεολογικά αμέτοχη, οικογένειά του αναγνωρίζουν στον εαυτό τους περισσότερο το ρόλο του θύματος μέσα στη δίνη της μεταπολεμικής εποχής. Ο συνταξιούχος δικαστής πατέρας του είναι αφιερωμένος στη δονκιχωτική του προσπάθεια να απονείμει δικαιοσύνη, εξαλείφοντας την άδικη και εκπρόθεσμη πλέον καταδίκη˙ μάχεται να πείσει τον παρακρατικό Θόδωρο να άρει ως ανυπόστατη την επιβαρυντική κατάθεσή του, υπενθυμίζοντάς του ότι και ο ίδιος είχε σωθεί χάρη στην ανεκτικότητα του Άγγελου. Όλα αυτά τα χρόνια που ο πατέρας αγωνιζόταν να επαναφέρει το γιο του στην κοινωνική ζωή, πασχίζοντας να αφυπνίσει την πωρωμένη συνείδηση του Θόδωρου, ο Άγγελος κρυβόταν ολοένα και πιο βαθιά στις διαδοχικές κρύπτες του, κι η πιο ασφυκτική έφτασε να είναι το διπλανό δωμάτιο του Στάθη, μέσα στην αυλή του σπιτιού του. Έχουν περάσει πια τα χρόνια του αγώνα, όταν οι αντιμαχόμενες παρατάξεις συγκρούονταν φανερά και η μάχη κρινόταν απευθείας, σύμφωνα με την εκδοχή της Μέλπως Αξιώτη στο διήγημά της «Γιός και πατέρας». Σε αυτό ο γιος Λεωνίδας επέστρεφε αιχμάλωτος στην Αθήνα, στη γειτονιά του, αλλά προτιμούσε να γυρίσει περήφανος στην εξορία του, περιφρουρώντας την εσωτερική ελευθερία και τις ιδέες του, πράγμα που δεν είχε πράξει ο ανανήψας πατέρας του:

Εδώ στης Πλάκας τα στενά, τι σύμπτωση διαβολική, πάνω στον ίδιο δρόμο ακριβώς του υπουργού, είναι από χτες κι ο Λεωνίδας. Τον φέρανε.
Πόσα χρόνια είχε να ’ρθει σ’ αυτήν την πόλη…Πέντε χρόνια. Κι όμως είναι το μέρος όπου σ’ αυτό γεννήθηκε, μεγάλωσε, πήγε σκολειό και κόντευε να γίνει άντρας. Κι απάνω που γινόταν άντρας, μια μέρα τον πήρανε κι έφυγε. Κι έζησε πέντε χρόνια αλλού. Όπου εκεί αποτέλειωσε το κορμί του να ψηλώνει.
Κι επάνω στα πέντε χρόνια που τον είχαν εκεί, τον πήραν πάλι οι ίδιοι που τον είχαν φευγατίσει και τον ξανάφεραν εδώ. Στην πόλη όπου γεννήθηκε. Όπου είναι το σπίτι του. Οι φίλοι του. Οι γνωστοί του. Οι δρόμοι που γνωρίζει απόξω. Οι γωνιές όπου είχε παίξει. Τον πήραν και τον φέρανε, μα δε μπορεί να δει τίποτα απ’ όσα ως τώρα ήξερε. Γιατί τον φέρανε με χειροπέδες.[7]

Η ανατομία της ψυχής του κυνηγημένου είναι τώρα, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50, εξαιρετικά περίπλοκη, σχεδόν ανεξιχνίαστη για τις βουλές του συγγραφέα, ο οποίος από τη μια μεριά προσπαθεί να προσδιορίσει ρεαλιστικά τη συναισθηματική κατάσταση αυτού του αβέβαιου επιζώντος ενώ από την άλλη αδυνατεί να δώσει διακριτικά γνωρίσματα στην κοινωνική ανωνυμία που βιώνει μέσα στην πόλη του, την Αθήνα:

Νιώθει σαν το άρρωστο παιδί που λαχταράει να περπατήσει και στη διπλανή κάμαρη. Εκεί απλώνεται ο κόσμος ολόκληρος, θαρρείς πως με τα βήματα αυτά θα εξαντλήσεις όλες τις αποστάσεις πάνω στη γη, πως δεν υπάρχει πιο μακρυνό σημείο απ’ την εξώπορτα. Κι όμως, τώρα βρίσκεσαι ζουληγμένος μπροστά σ’ αυτό το παράθυρο, ευχαριστημένος που οι γρίλιες είναι λίγο ξεχαρβαλωμένες και σου αφήνουν μια χαραμάδα να βλέπεις. Η ύπαρξή σου συγκεντρώνεται τώρα στην ικανότητα να θαμπώνεις το τζάμι με το χνώτο σου. Σφούγγισε το θάμπωμα με το μανίκι του. Άχνισε πάλι το τζάμι και το ξανασκούπισε. "Παίζω με την αναπνοή μου", είπε και γέλασε μόνος του.[8]
Η πολύχρονη αποκοπή του Άγγελου από τη ζωή είναι ένα είδος εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης, καθώς η εξάρτησή του από την κρύπτη είναι άμεση, έξω στον κόσμο ελλοχεύει ο φόβος και η κρίση πανικού. Παρά τις πραγματικές δυσκολίες και τις συνεχείς υπαναχωρήσεις, ο Άγγελος διεκδικεί σταδιακά περιθώρια ελευθερίας, αντλεί δύναμη από την απελπισία του, απορρίπτει τις πρόσκαιρες λύσεις φυγής ή μεγαλύτερης εσωστρέφειας σε κρυψώνες, που ισοδυναμούν με τον ψυχικό μαρασμό, την ατίμωση και το θάνατο. Βρίσκει τη δύναμη να δρασκελίσει εν τέλει την Καγκελόπορτα -μαζί με την πιστή του σύντροφο Ισμήνη, που τον στήριξε με ιδεαλιστική αντοχή, και τον παλιό συναγωνιστή του Αντώνη- διεκδικώντας έμπρακτα την ελευθερία έναντι μιας ποινής που του επιβλήθηκε ερήμην και είναι ακόμη σε ισχύ. Το απελευθερωμένο μυθιστορηματικό πρόσωπο του Άγγελου επανεισάγεται στη ζωή,[9] διεκδικώντας το μερίδιό του στην παραγωγική εργασία, την ίδια περίπου εποχή που ένας ανώνυμος, «από κείνους τους λίγους, που σώθηκαν απ’ τη φωτιά και το σίδερο, απ’ τη φωτιά του τσιμέντου, απ’ το σίδερο της φυλακής», με τη βαλίτσα και το αποφυλακιστήριό του στο χέρι, πέφτει ξανά θύμα της ανελέητης πολιτικής πλεκτάνης και ξαναφυλακίζεται με την πλαστή κατηγορία ότι έχει κρυμμένο ένα μήνυμα για το κόμμα στο δεύτερο τοίχωμα της βαλίτσας του, όπως συμβαίνει στο αυτοαναφορικό σύντομο διήγημα του Μάριου Χάκκα με τον ειρωνικό τίτλο «Αποφυλάκιση», που δημοσιεύτηκε το 1966, ένα χρόνο πριν από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας.[10]

[1] Μέντη (1993), σ. 79-84.
[2] Βλ. την αρχική επισήμανση του θέματος στη μελέτη του Ξ.Α. Κοκόλη (1987), σ. 294-307.
[3] Τίτος Πατρίκιος (1963), σ. 35.
[4] Η συγγραφική σιωπή του Χατζή σχετικά με τη ζωή του στην εξορία, μελετάται αναλυτικά από τον Δημήτρη Τζιόβα (2007), σ. 401-439.
[5] Η συντριπτική πλειονότητα των μεταπολεμικών πεζογράφων πήραν ενεργό μέρος στις κοινωνικοπολιτικές διαμάχες της εποχής. Συνοψίζω παρακάτω μερικά ενδεικτικά στοιχεία από την κυνηγημένη ζωή του κάθε πεζογράφου που αναφέρεται στη μελέτη μου, διευκρινίζοντας ότι η Αξιώτη και ο Χατζής ταλαιπωρήθηκαν από τη μακρόχρονη εξορία εκτός συνόρων, ενώ οι υπόλοιποι συγγραφείς υπήρξαν ύποπτοι για τα κοινωνικά τους φρονήματα, διώχτηκαν και βασανίστηκαν στο εσωτερικό της Ελλάδας. Η Μέλπω Αξιώτη (1905-1973) από το 1936 ήταν μέλος του Κ.Κ.Ε., πήρε μέρος στην Αντίσταση, δημοσίευσε στρατευμένα κείμενα στον παράνομο τύπο˙ το 1947 κατέφυγε στη Γαλλία απ’ όπου απελάθηκε το 1950, εξαιτίας της πολιτικής της δράσης. Τα επόμενα χρόνια, ως το 1964 που επέστρεψε στην Ελλάδα, έζησε και εργάστηκε στο ανατολικό Βερολίνο και στη Βαρσοβία. Ο Ανδρέας Φραγκιάς (1921-2002), εντάχθηκε στις δυνάμεις της Αντίστασης και ενεργοποιήθηκε στον παράνομο τύπο. Εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη Μακρόνησο (1950-1952). Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992), αδελφός του ενταγμένου στο Ε.Α.Μ. πεζογράφου Κώστα Κοτζιά, γνώρισε την οικονομική καταστροφή της οικογένειας στη διάρκεια της Κατοχής, ενώ το Δεκέμβριο του 1944 έχασε το σπίτι του, το οποίο πυρπολήθηκε από αντιμαχόμενες πολιτικές ομάδες. Υπηρέτησε μια μακρόχρονη στρατιωτική θητεία (1948-1952), και από το 1956 ως το 1982, εργάστηκε, όπως και ο Φραγκιάς, ως δημοσιογράφος, κυρίως βιβλιοκριτικός. Ο Μάριος Χάκκας (1931-1972), συνέδεσε, από τα παιδικά του χρόνια, τη ζωή του με τον προσφυγικό συνοικισμό της Καισαριανής. Από το 1952 ως το 1966 ήταν μέλος της Ε.Δ.Α., συνελήφθη το 1954, παραπέμφθηκε σε δίκη και φυλακίστηκε στην Καλαμάτα και στην Αίγινα (1955-1959). Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007. Η πρώτη και ο τρίτος συγγραφέας παρουσιάζονται από τον Αλέξη Ζήρα, ενώ οι υπόλοιποι από τη Δώρα Μέντη.
[6] Αλέξανδρος Κοτζιάς (1987(2)), σ. 174.
[7] Μέλπω Αξιώτη (1983), σ. 187.
[8] Αντρέας Φραγκιάς (1976(2)), σ. 177.
[9] Βλ. ειδικότερα Έρη Σταυροπούλου (2001), σ. 137, και Άλκηστις Σουλογιάννη (2004), σ. 32.
[10] Μάριος Χάκκας (1966), σ. 78-79.
(Απόσπασμα της εισήγησης της Δώρας Μέντη στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 14-16 Δεκεμβρίου 2007, στην Αίθουσα της ΕΣΗΕΑ. Οι εισηγήσεις του συνεδρίου θα δημοσιευτούν σε προσεχές τεύχος του περιοδικού Θέματα Λογοτεχνίας των εκδόσεων Γκοβόστη)