Αναγνώστες

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

Δημήτρης Κόκορης, Το ποδόσφαιρο ως δομικός άξονας στο Άνθρωποι και σπίτια του Αντρέα Φραγκιά








Tο ποδόσφαιρο δεν έχει επιτελέσει στο πεδίο της ελληνικής ποίησης και πεζογραφίας το ρόλο που έχει διαδραματίσει σε λογοτεχνίες σαν την αγγλόφωνη ή την ισπανόφωνη, όπου και έχει συμβάλει στη δημιουργία έργων αναφοράς. [1]Ωστόσο η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, που σχετίζεται με το ποδόσφαιρο, δεν είναι και αμελητέα (Kόκορης 2000). Αρκετά ποιήματα εκπροσώπων της μεταπολεμικής μας ποίησης, με αναμφισβήτητους πρωτεργάτες ως προς το θέμα σημαντικούς ποιητές της γενιάς του ’70 (Μαρκόπουλος 2006), ορισμένα διηγήματα, πολλά δοκίμια και ευάριθμα μυθιστορήματα χαρτογραφούν μία περιοχή σχετικής με το ποδόσφαιρο λογοτεχνίας, η οποία μάλιστα με την πάροδο του χρόνου διευρύνεται και εμπλουτίζεται.[2]
Το Άνθρωποι και σπίτια (1955)
[3] δεν είναι, βέβαια, ένα μυθιστόρημα για το ποδόσφαιρο, αλλά περικλείει το ποδόσφαιρο ως αξιοποιήσιμο υλικό στη θεματική και στην εικονοποιία του. Στο κείμενο αναπλάθεται ρεαλιστικά η μετακατοχική Ελλάδα με επίκεντρο μία γειτονιά της Αθήνας με κοινωνικά και ψυχικά «τσαλακωμένους» ανθρώπους, γειτονιά που είναι βαθιά πληγωμένη και ως προς την υλική-χωροταξική της υπόσταση (καμένα σπίτια). Όπως ορθά τονίζει ο Αλέξανδρος Αργυρίου (1996, 22)

«ο Φραγκιάς περιγράφει καταστάσεις των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, που δεν ήταν πράγματι : μεταπολεμικοί, αλλά απλώς : μετά τον Δεκέμβρη της Αθήνας , το 1944, και λίγο πριν από τον ανοιχτά κηρυγμένο Εμφύλιο πόλεμο 1947-1949. Νόθη κατάσταση».

Ο Μπάμπης Κλάρας (1956) στο κριτικό του σημείωμα για το μυθιστόρημα επισημαίνει :

«Η αφήγηση εκτυλίσσεται σε παράλληλα επίπεδα, που εναλλάσσονται σαν κινηματογραφικά ταμπλώ. […]Εκτείνεται ύστερα πολύ, στριφογυρίζοντας πάντα στο ίδιο σημείο – ανεργία και ποδόσφαιρο, ποδόσφαιρο και ανεργία – λες και όλη η στερημένη κι άραχλη ζωή του εργατόκοσμου δεν έχει άλλη
έννοια, καμιά άλλη περιπλοκή, καμιά άλλη αναταστική διέξοδο».

Ο Τάκης Καρβέλης (1988,12) τρεις περίπου δεκαετίες μετά την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος επαναφέρει και επαναδιατυπώνει την άποψη του Κλάρα σημειώνοντας :

«Ανάμεσα όμως στις καθημερινές έγνοιες των κατοίκων της συνοικίας είναι και το ποδόσφαιρο. Αν δεν συζητούν για τη δουλειά και το εργοστάσιο ο νους τους είναι στην ομάδα. Κάθε Κυριακή συγκεντρώνονται στο γήπεδο, για να παρακολουθήσουν την ομάδα τους και οι ιαχές τους φτάνουν παντού. […] δεν είναι καθόλου παράδοξο, που οι εργατικοί και φτωχοί κάτοικοι της αθηναϊκής συνοικίας, ένα μόλις χρόνο μετά την Κατοχή κι ενώ πιέζονται αφόρητα από τα βιοτικά τους προβλήματα, μιλούν συνέχεια για την ομάδα. Το ποδόσφαιρο, που στην εποχή μας έγινε ψύχωση, αποτελεί απλώς μια διέξοδο στη στερημένη από κάθε είδος ψυχαγωγίας και επικοινωνίας ζωή τους».

Η κριτική ματιά του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου (2000, 47) εκλαμβάνει το ποδόσφαιρο ως συνθετότερη παράμετρο του μυθιστορήματος Άνθρωποι και σπίτια, αντιμετωπίζοντας τον αθλητικό αγώνα και τον τόπο διεξαγωγής του, το γήπεδο, με όρους ιδεολογικής πίστης και κοινωνικής μέθεξης :

«Το ποδόσφαιρο αποτελεί το υποκατάστατο της γκρεμισμένης πίστης σε κάτι ανώτερο . το υποκατάστατο μιας αναγκαίας ιδεολογίας. Είναι μία δεισιδαιμονικά φορτισμένη ψευδαίσθηση συμμετοχής σε έναν κοινό αγώνα που δίνει, κάθε Κυριακή, η μικρή εργατική – κατοικημένη από ανέργους, ωστόσο – γειτονιά, η οποία, σημειωτέον, σε έναν κόσμο συρρικνωμένο, μοιάζει να αποκτά τις διαστάσεις της πατρίδας. Γι’ αυτό και το γήπεδο, με τους τριγύρω του χώρους, μεταλλάσσεται σε τόπο ιερού προσκυνήματος, αλλά και σε τόπο συνάντησης, κοινωνικής συμμετοχής και, κατ’ επέκτασιν, κοινωνικής συνειδητοποίησης».

Προσπαθώντας να προεκτείνουμε τον κριτικό προβληματισμό ως προς το ρόλο του ποδοσφαίρου στο Άνθρωποι και σπίτια, θα υποστηρίζαμε ότι το ποδόσφαιρο στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν συγκροτεί πρωτευόντως έναν χώρο αντίθεσης με τη ζωή και τα προβλήματά της, αλλά κυρίως το χώρο αναλογικής προβολής των προσωπικοτήτων των ανθρώπων, των δυνατοτήτων και των αδυναμιών τους. Δεν συγκαλύπτει τα προβλήματα της καθημερινότητας, αλλά τα καθρεφτίζει.
Όταν ο κοινωνικός ιστός τείνει προς τη διάσπαση (κορυφαίο δείγμα της το ότι άλλοι εργάζονται και φτωχικά επιβιώνουν, ενώ άλλοι παραμένουν αναγκαστικά άνεργοι), το ποδόσφαιρο ως δραστηριότητα και ως θέαμα ενοποιεί (74).

«Είναι τώρα τρεις Κυριακές που δεν έχει παιχνίδι στο γήπεδο. Έτυχε να χαλάσει και κείνο το μεγάφωνο στο καφενείο της πλατείας και τα κορίτσια χάσανε την περπατησιά τους στον περίπατο. Όσο για το ποδόσφαιρο, δε μας τρώει και καμιά σκασίλα, αλλά γίνεται φασαρία, μαζεύεται κόσμος και βρίσκεις εκεί πέντε ανθρώπους να τους πεις γεια σου.»

Στο γήπεδο της γειτονιάς και γύρω από αυτό συχνάζουν και κορίτσια (13).

«Η Βάσω είναι στη μέση, κι’ απ’ τα δυο της χέρια έχουν περάσει τα μπράτσα τους η Κατίνα κι’ η Σοφία που την τραβάει να στρίψουνε για να πάνε κατά το γήπεδο. […] Όλος ο κόσμος τραβάει για το γήπεδο. Στο δρόμο συναντήσανε κι’ άλλες κοπέλλες που δουλεύουνε στο ίδιο εργοστάσιο».

Παρενθετικά να επισημάνουμε, μια και στο απόσπασμα αναφέρεται και ο κατεξοχήν χώρος ανδρικής συνάθροισης της γειτονιάς, το καφενείο, ότι ο Φραγκιάς στην συνέχιση της συγκεκριμένης αφηγηματικής σκηνής, που ανήκει σε μυθιστόρημα της ρεαλιστικής του περιόδου, προοικονομεί σπερματικά και συγγραφικές του μετεξελίξεις που λογοτεχνικά θα ενσαρκωθούν στο Λοιμό (1972) και στο Πλήθος (τόμος 1: 1985, τόμος 2: 1986): στην εξέλιξη του κεφαλαίου ενσωματώνεται και μία εικόνα καφκικής, σχεδόν, προέλευσης, κατά την οποία ένας πελάτης προσπαθεί να διώξει μία μύγα (77).

«-Θα παίξεις ή θα κοιτάς στο δρόμο;
-Για πρόσεξε αυτόν! Καμιά μύγα δεν πετάει στα μούτρα του, που τόσην ώρα προσπαθεί να τη διώξει. Δεν υπάρχει η μύγα.
-Παράτα τις κουταμάρες και παίξε, το χάνεις κι’ αυτό το παιχνίδι».
[4]
[1] Βλ. για παράδειγμα, Eduardo Galeano (1998), Simon Cuper (1999) κ.ά.
[2] Βλ. το διήγημα του Δημήτρη Μίγγα «Η τρίπλα των ονείρων» (Μίγγας 2003), το οποίο περιελήφθη και στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου (2006, 158-159), την ενότητα ποδοσφαιρογενών ποιημάτων «Τρίτο ημίχρονο» από ποιητική συλλογή του Γιάννη Κουβαρά (2005) κ.ά.
[3] Γραμματοσειρά και σελιδαρίθμηση είναι ίδιες και στην α΄ έκδοση και στις μετέπειτα εκδόσεις του «Κέδρου». Οι σελίδες 157-164 του έκτου κεφαλαίου του μυθιστορήματος έχουν περιληφθεί στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου (2001, 240-248).
[4] Η επισήμανση για σπερματική ύπαρξη του «παραλόγου» στο μυθιστόρημα γίνεται και από τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου (2000, 46-47), ενώ ο Χριστόφορος Μηλιώνης (2000, 44) κάνει λόγο για «μπρίο σχεδόν φουτουριστικό», κατά την περιγραφή μιας μηχανής στο εργοστάσιο.






(Απόσπασμα της εισήγησης του Δημήτρη Κόκορη στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 14-16 Δεκεμβρίου 2007, στην Αίθουσα της ΕΣΗΕΑ. Οι εισηγήσεις του συνεδρίου θα δημοσιευτούν σε προσεχές τεύχος του περιοδικού Θέματα Λογοτεχνίας των εκδόσεων Γκοβόστη)

Bαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μεταξύ ρεαλισμού και αλληγορίας: Η Καγκελόπορτα του (1962) Αντρέα Φραγκιά

Από τα τέσσερα εν συνόλω μυθιστορήματα του Αντρέα Φραγκιά, που δημοσιεύτηκαν κατά το διάστημα μιας τριακονταετίας, η Καγκελόπορτα, η οποία κυκλοφορεί εν έτει 1962 από τις εκδόσεις της Επιθεώρησης Τέχνης, αποτελεί, όπως κι αν τη ζυγίσουμε ή τη λογαριάσουμε, το λιγότερο αλληγορικό και συμβολικό του έργο. Παρακολουθώντας την Καγκελόπορτα από σκηνή σε σκηνή και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εύκολα διαπιστώνουμε πως στις σελίδες της δεν υπάρχουν ούτε η απρόσωπη πολυπροσωπία των ηρώων στο Άνθρωποι και σπίτια (1955), που περιστέλλει εμφανώς και εξ αρχής την ατομικότητά τους, μεταμορφώνοντάς τους σε ένα είδος παθητικού και ανώνυμου θιάσου, ούτε η διαλεκτική δούλου και αφέντη η οποία κινεί με αρχετυπικούς σχεδόν όρους τη δράση στον Λοιμό (1972) ή στο Πλήθος (1987). Από την Καγκελόπορτα απουσιάζουν δύο ακόμη δομικά στοιχεία της υπόλοιπης πεζογραφίας του Φραγκιά: η συστηματική ελλειπτικότητα του μύθου και η εμφανώς αφαιρετική (αν όχι ανιστορική) προβολή της εμπειρίας της Κατοχής και της Αντίστασης στη συνείδηση και στις αντιδράσεις των ηρώων.

Βίος ιστορικός και εμπράγματος

Η ιστορία την οποία ξεδιπλώνει ο Φραγκιάς στην Καγκελόπορτα είναι η ιστορία μιας φτωχικής αυλής της Αθήνας των μέσων της δεκαετίας του 1950, μιας αυλής στην οποία πρωταγωνιστούν δύο κατά βάσιν πρόσωπα: ο Άγγελος, που είναι κομμουνιστής και κρύβεται εδώ και εφτά χρόνια από τις αρχές προκειμένου να γλιτώσει από την εφαρμογή μιας καταδικαστικής απόφασης η οποία εκκρεμεί εις βάρος του από το 1947, και ο Αντώνης, που έλαβε σθεναρά μέρος στην πάλη κατά του κατακτητή και πίστεψε θερμά στην ιδέα μιας άλλης διοργάνωσης του κόσμου, αλλά ταλαιπωρείται ποικιλοτρόπως στο μεταπολεμικό και μετακατοχικό κλίμα, το οποίο τον εξαναγκάζει να τρέξει με αστρονομική ταχύτητα αν θέλει να τα βολέψει με τις εντυπωσιακά αλλαγμένες οικονομικές και εργασιακές απαιτήσεις της εποχής. Και οι δύο μετέρχονται κάθε μέτρο και κάθε θυσία για να επιβιώσουν: ο Άγγελος αναζητώντας καταφύγιο στους πιο απίθανους χώρους της αυλής, διωγμένος σκαιά από τον παλαιότερο, εκτός αυλής προστάτη του και υποχρεωμένος να μείνει στα λίγα τετραγωνικά της κρυμμένος από τα μάτια όχι μόνο των γειτόνων, αλλά και (τουλάχιστον για ένα διάστημα) των δικών του` ο Αντώνης ψάχνοντας τους πιο απίστευτους επιχειρηματικούς παράγοντες, κυνηγημένος αγρίως από την ανάγκη του να αποδείξει στον εαυτό του και στη γυναίκα του Βαγγελία ότι έχει πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα, στέλνοντας μακριά τις ιδεολογίες του παρελθόντος και μπαίνοντας στο πετσί της νέας κοινωνικής συνθήκης. Ο Άγγελος και ο Αντώνης θα διαγράψουν ατέλειωτες διαδρομές μέχρι να βγουν από τον κύκλο της μικρής αυλής ο ένας και του ελληνικού εμπορικού μικρόκοσμου ο άλλος, αποφασίζοντας, επιτέλους, να πορευτούν με τις δικές τους δυνάμεις, έστω κι αν αυτό σημαίνει τη διάψευση των προπολεμικών προσδοκιών και οραματισμών τους. Στο μεταξύ, μέχρι να γίνει αυτό, θα συγκρουστούν πολλές φορές με τις αγαπημένες τους: με τη λατρευτή του Ισμήνη ο Άγγελος, επειδή αρνείται να σπάσει την απομόνωσή του στην πόλη και να ζήσει, όπως του προτείνει η ίδια, περισσότερο ελεύθερα, κάπου στην εξοχή` με την καρτερική, αλλά -από ένα σημείο και μετά- τελείως αγανακτισμένη Βαγγελία ο Αντώνης, επειδή της καυχιέται συνεχώς για τις ψεύτικες επιτυχίες του ενώ αρνείται πεισματικά, έχοντας κατά βάθος πλήρη επίγνωση της επαγγελματικής του ανικανότητας, να αποκτήσουν παιδί. Τον χορό των πρωταγωνιστών συμπληρώνουν ο Ευτύχης, ένας σαλταδόρος της Κατοχής, ο οποίος κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να μη χάσει το τραίνο της ευμάρειας που υπόσχεται ο γενναίος, καινούργιος κόσμος, και ο Θόδωρος, ένας δοσίλογος, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την καταδίκη του Άγγελου και χαίρεται ατιμώρητος την εξουσία του και τα λεφτά του.

(Απόσπασμα της εισήγησης του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 14-16 Δεκεμβρίου 2007, στην Αίθουσα της ΕΣΗΕΑ. Οι εισηγήσεις του συνεδρίου θα δημοσιευτούν σε προσεχές τεύχος του περιοδικού Θέματα Λογοτεχνίας των εκδόσεων Γκοβόστη)