Αναγνώστες

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

Δημήτρης Κόκορης, Το ποδόσφαιρο ως δομικός άξονας στο Άνθρωποι και σπίτια του Αντρέα Φραγκιά








Tο ποδόσφαιρο δεν έχει επιτελέσει στο πεδίο της ελληνικής ποίησης και πεζογραφίας το ρόλο που έχει διαδραματίσει σε λογοτεχνίες σαν την αγγλόφωνη ή την ισπανόφωνη, όπου και έχει συμβάλει στη δημιουργία έργων αναφοράς. [1]Ωστόσο η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, που σχετίζεται με το ποδόσφαιρο, δεν είναι και αμελητέα (Kόκορης 2000). Αρκετά ποιήματα εκπροσώπων της μεταπολεμικής μας ποίησης, με αναμφισβήτητους πρωτεργάτες ως προς το θέμα σημαντικούς ποιητές της γενιάς του ’70 (Μαρκόπουλος 2006), ορισμένα διηγήματα, πολλά δοκίμια και ευάριθμα μυθιστορήματα χαρτογραφούν μία περιοχή σχετικής με το ποδόσφαιρο λογοτεχνίας, η οποία μάλιστα με την πάροδο του χρόνου διευρύνεται και εμπλουτίζεται.[2]
Το Άνθρωποι και σπίτια (1955)
[3] δεν είναι, βέβαια, ένα μυθιστόρημα για το ποδόσφαιρο, αλλά περικλείει το ποδόσφαιρο ως αξιοποιήσιμο υλικό στη θεματική και στην εικονοποιία του. Στο κείμενο αναπλάθεται ρεαλιστικά η μετακατοχική Ελλάδα με επίκεντρο μία γειτονιά της Αθήνας με κοινωνικά και ψυχικά «τσαλακωμένους» ανθρώπους, γειτονιά που είναι βαθιά πληγωμένη και ως προς την υλική-χωροταξική της υπόσταση (καμένα σπίτια). Όπως ορθά τονίζει ο Αλέξανδρος Αργυρίου (1996, 22)

«ο Φραγκιάς περιγράφει καταστάσεις των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, που δεν ήταν πράγματι : μεταπολεμικοί, αλλά απλώς : μετά τον Δεκέμβρη της Αθήνας , το 1944, και λίγο πριν από τον ανοιχτά κηρυγμένο Εμφύλιο πόλεμο 1947-1949. Νόθη κατάσταση».

Ο Μπάμπης Κλάρας (1956) στο κριτικό του σημείωμα για το μυθιστόρημα επισημαίνει :

«Η αφήγηση εκτυλίσσεται σε παράλληλα επίπεδα, που εναλλάσσονται σαν κινηματογραφικά ταμπλώ. […]Εκτείνεται ύστερα πολύ, στριφογυρίζοντας πάντα στο ίδιο σημείο – ανεργία και ποδόσφαιρο, ποδόσφαιρο και ανεργία – λες και όλη η στερημένη κι άραχλη ζωή του εργατόκοσμου δεν έχει άλλη
έννοια, καμιά άλλη περιπλοκή, καμιά άλλη αναταστική διέξοδο».

Ο Τάκης Καρβέλης (1988,12) τρεις περίπου δεκαετίες μετά την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος επαναφέρει και επαναδιατυπώνει την άποψη του Κλάρα σημειώνοντας :

«Ανάμεσα όμως στις καθημερινές έγνοιες των κατοίκων της συνοικίας είναι και το ποδόσφαιρο. Αν δεν συζητούν για τη δουλειά και το εργοστάσιο ο νους τους είναι στην ομάδα. Κάθε Κυριακή συγκεντρώνονται στο γήπεδο, για να παρακολουθήσουν την ομάδα τους και οι ιαχές τους φτάνουν παντού. […] δεν είναι καθόλου παράδοξο, που οι εργατικοί και φτωχοί κάτοικοι της αθηναϊκής συνοικίας, ένα μόλις χρόνο μετά την Κατοχή κι ενώ πιέζονται αφόρητα από τα βιοτικά τους προβλήματα, μιλούν συνέχεια για την ομάδα. Το ποδόσφαιρο, που στην εποχή μας έγινε ψύχωση, αποτελεί απλώς μια διέξοδο στη στερημένη από κάθε είδος ψυχαγωγίας και επικοινωνίας ζωή τους».

Η κριτική ματιά του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου (2000, 47) εκλαμβάνει το ποδόσφαιρο ως συνθετότερη παράμετρο του μυθιστορήματος Άνθρωποι και σπίτια, αντιμετωπίζοντας τον αθλητικό αγώνα και τον τόπο διεξαγωγής του, το γήπεδο, με όρους ιδεολογικής πίστης και κοινωνικής μέθεξης :

«Το ποδόσφαιρο αποτελεί το υποκατάστατο της γκρεμισμένης πίστης σε κάτι ανώτερο . το υποκατάστατο μιας αναγκαίας ιδεολογίας. Είναι μία δεισιδαιμονικά φορτισμένη ψευδαίσθηση συμμετοχής σε έναν κοινό αγώνα που δίνει, κάθε Κυριακή, η μικρή εργατική – κατοικημένη από ανέργους, ωστόσο – γειτονιά, η οποία, σημειωτέον, σε έναν κόσμο συρρικνωμένο, μοιάζει να αποκτά τις διαστάσεις της πατρίδας. Γι’ αυτό και το γήπεδο, με τους τριγύρω του χώρους, μεταλλάσσεται σε τόπο ιερού προσκυνήματος, αλλά και σε τόπο συνάντησης, κοινωνικής συμμετοχής και, κατ’ επέκτασιν, κοινωνικής συνειδητοποίησης».

Προσπαθώντας να προεκτείνουμε τον κριτικό προβληματισμό ως προς το ρόλο του ποδοσφαίρου στο Άνθρωποι και σπίτια, θα υποστηρίζαμε ότι το ποδόσφαιρο στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν συγκροτεί πρωτευόντως έναν χώρο αντίθεσης με τη ζωή και τα προβλήματά της, αλλά κυρίως το χώρο αναλογικής προβολής των προσωπικοτήτων των ανθρώπων, των δυνατοτήτων και των αδυναμιών τους. Δεν συγκαλύπτει τα προβλήματα της καθημερινότητας, αλλά τα καθρεφτίζει.
Όταν ο κοινωνικός ιστός τείνει προς τη διάσπαση (κορυφαίο δείγμα της το ότι άλλοι εργάζονται και φτωχικά επιβιώνουν, ενώ άλλοι παραμένουν αναγκαστικά άνεργοι), το ποδόσφαιρο ως δραστηριότητα και ως θέαμα ενοποιεί (74).

«Είναι τώρα τρεις Κυριακές που δεν έχει παιχνίδι στο γήπεδο. Έτυχε να χαλάσει και κείνο το μεγάφωνο στο καφενείο της πλατείας και τα κορίτσια χάσανε την περπατησιά τους στον περίπατο. Όσο για το ποδόσφαιρο, δε μας τρώει και καμιά σκασίλα, αλλά γίνεται φασαρία, μαζεύεται κόσμος και βρίσκεις εκεί πέντε ανθρώπους να τους πεις γεια σου.»

Στο γήπεδο της γειτονιάς και γύρω από αυτό συχνάζουν και κορίτσια (13).

«Η Βάσω είναι στη μέση, κι’ απ’ τα δυο της χέρια έχουν περάσει τα μπράτσα τους η Κατίνα κι’ η Σοφία που την τραβάει να στρίψουνε για να πάνε κατά το γήπεδο. […] Όλος ο κόσμος τραβάει για το γήπεδο. Στο δρόμο συναντήσανε κι’ άλλες κοπέλλες που δουλεύουνε στο ίδιο εργοστάσιο».

Παρενθετικά να επισημάνουμε, μια και στο απόσπασμα αναφέρεται και ο κατεξοχήν χώρος ανδρικής συνάθροισης της γειτονιάς, το καφενείο, ότι ο Φραγκιάς στην συνέχιση της συγκεκριμένης αφηγηματικής σκηνής, που ανήκει σε μυθιστόρημα της ρεαλιστικής του περιόδου, προοικονομεί σπερματικά και συγγραφικές του μετεξελίξεις που λογοτεχνικά θα ενσαρκωθούν στο Λοιμό (1972) και στο Πλήθος (τόμος 1: 1985, τόμος 2: 1986): στην εξέλιξη του κεφαλαίου ενσωματώνεται και μία εικόνα καφκικής, σχεδόν, προέλευσης, κατά την οποία ένας πελάτης προσπαθεί να διώξει μία μύγα (77).

«-Θα παίξεις ή θα κοιτάς στο δρόμο;
-Για πρόσεξε αυτόν! Καμιά μύγα δεν πετάει στα μούτρα του, που τόσην ώρα προσπαθεί να τη διώξει. Δεν υπάρχει η μύγα.
-Παράτα τις κουταμάρες και παίξε, το χάνεις κι’ αυτό το παιχνίδι».
[4]
[1] Βλ. για παράδειγμα, Eduardo Galeano (1998), Simon Cuper (1999) κ.ά.
[2] Βλ. το διήγημα του Δημήτρη Μίγγα «Η τρίπλα των ονείρων» (Μίγγας 2003), το οποίο περιελήφθη και στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου (2006, 158-159), την ενότητα ποδοσφαιρογενών ποιημάτων «Τρίτο ημίχρονο» από ποιητική συλλογή του Γιάννη Κουβαρά (2005) κ.ά.
[3] Γραμματοσειρά και σελιδαρίθμηση είναι ίδιες και στην α΄ έκδοση και στις μετέπειτα εκδόσεις του «Κέδρου». Οι σελίδες 157-164 του έκτου κεφαλαίου του μυθιστορήματος έχουν περιληφθεί στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου (2001, 240-248).
[4] Η επισήμανση για σπερματική ύπαρξη του «παραλόγου» στο μυθιστόρημα γίνεται και από τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου (2000, 46-47), ενώ ο Χριστόφορος Μηλιώνης (2000, 44) κάνει λόγο για «μπρίο σχεδόν φουτουριστικό», κατά την περιγραφή μιας μηχανής στο εργοστάσιο.






(Απόσπασμα της εισήγησης του Δημήτρη Κόκορη στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 14-16 Δεκεμβρίου 2007, στην Αίθουσα της ΕΣΗΕΑ. Οι εισηγήσεις του συνεδρίου θα δημοσιευτούν σε προσεχές τεύχος του περιοδικού Θέματα Λογοτεχνίας των εκδόσεων Γκοβόστη)

Bαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μεταξύ ρεαλισμού και αλληγορίας: Η Καγκελόπορτα του (1962) Αντρέα Φραγκιά

Από τα τέσσερα εν συνόλω μυθιστορήματα του Αντρέα Φραγκιά, που δημοσιεύτηκαν κατά το διάστημα μιας τριακονταετίας, η Καγκελόπορτα, η οποία κυκλοφορεί εν έτει 1962 από τις εκδόσεις της Επιθεώρησης Τέχνης, αποτελεί, όπως κι αν τη ζυγίσουμε ή τη λογαριάσουμε, το λιγότερο αλληγορικό και συμβολικό του έργο. Παρακολουθώντας την Καγκελόπορτα από σκηνή σε σκηνή και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εύκολα διαπιστώνουμε πως στις σελίδες της δεν υπάρχουν ούτε η απρόσωπη πολυπροσωπία των ηρώων στο Άνθρωποι και σπίτια (1955), που περιστέλλει εμφανώς και εξ αρχής την ατομικότητά τους, μεταμορφώνοντάς τους σε ένα είδος παθητικού και ανώνυμου θιάσου, ούτε η διαλεκτική δούλου και αφέντη η οποία κινεί με αρχετυπικούς σχεδόν όρους τη δράση στον Λοιμό (1972) ή στο Πλήθος (1987). Από την Καγκελόπορτα απουσιάζουν δύο ακόμη δομικά στοιχεία της υπόλοιπης πεζογραφίας του Φραγκιά: η συστηματική ελλειπτικότητα του μύθου και η εμφανώς αφαιρετική (αν όχι ανιστορική) προβολή της εμπειρίας της Κατοχής και της Αντίστασης στη συνείδηση και στις αντιδράσεις των ηρώων.

Βίος ιστορικός και εμπράγματος

Η ιστορία την οποία ξεδιπλώνει ο Φραγκιάς στην Καγκελόπορτα είναι η ιστορία μιας φτωχικής αυλής της Αθήνας των μέσων της δεκαετίας του 1950, μιας αυλής στην οποία πρωταγωνιστούν δύο κατά βάσιν πρόσωπα: ο Άγγελος, που είναι κομμουνιστής και κρύβεται εδώ και εφτά χρόνια από τις αρχές προκειμένου να γλιτώσει από την εφαρμογή μιας καταδικαστικής απόφασης η οποία εκκρεμεί εις βάρος του από το 1947, και ο Αντώνης, που έλαβε σθεναρά μέρος στην πάλη κατά του κατακτητή και πίστεψε θερμά στην ιδέα μιας άλλης διοργάνωσης του κόσμου, αλλά ταλαιπωρείται ποικιλοτρόπως στο μεταπολεμικό και μετακατοχικό κλίμα, το οποίο τον εξαναγκάζει να τρέξει με αστρονομική ταχύτητα αν θέλει να τα βολέψει με τις εντυπωσιακά αλλαγμένες οικονομικές και εργασιακές απαιτήσεις της εποχής. Και οι δύο μετέρχονται κάθε μέτρο και κάθε θυσία για να επιβιώσουν: ο Άγγελος αναζητώντας καταφύγιο στους πιο απίθανους χώρους της αυλής, διωγμένος σκαιά από τον παλαιότερο, εκτός αυλής προστάτη του και υποχρεωμένος να μείνει στα λίγα τετραγωνικά της κρυμμένος από τα μάτια όχι μόνο των γειτόνων, αλλά και (τουλάχιστον για ένα διάστημα) των δικών του` ο Αντώνης ψάχνοντας τους πιο απίστευτους επιχειρηματικούς παράγοντες, κυνηγημένος αγρίως από την ανάγκη του να αποδείξει στον εαυτό του και στη γυναίκα του Βαγγελία ότι έχει πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα, στέλνοντας μακριά τις ιδεολογίες του παρελθόντος και μπαίνοντας στο πετσί της νέας κοινωνικής συνθήκης. Ο Άγγελος και ο Αντώνης θα διαγράψουν ατέλειωτες διαδρομές μέχρι να βγουν από τον κύκλο της μικρής αυλής ο ένας και του ελληνικού εμπορικού μικρόκοσμου ο άλλος, αποφασίζοντας, επιτέλους, να πορευτούν με τις δικές τους δυνάμεις, έστω κι αν αυτό σημαίνει τη διάψευση των προπολεμικών προσδοκιών και οραματισμών τους. Στο μεταξύ, μέχρι να γίνει αυτό, θα συγκρουστούν πολλές φορές με τις αγαπημένες τους: με τη λατρευτή του Ισμήνη ο Άγγελος, επειδή αρνείται να σπάσει την απομόνωσή του στην πόλη και να ζήσει, όπως του προτείνει η ίδια, περισσότερο ελεύθερα, κάπου στην εξοχή` με την καρτερική, αλλά -από ένα σημείο και μετά- τελείως αγανακτισμένη Βαγγελία ο Αντώνης, επειδή της καυχιέται συνεχώς για τις ψεύτικες επιτυχίες του ενώ αρνείται πεισματικά, έχοντας κατά βάθος πλήρη επίγνωση της επαγγελματικής του ανικανότητας, να αποκτήσουν παιδί. Τον χορό των πρωταγωνιστών συμπληρώνουν ο Ευτύχης, ένας σαλταδόρος της Κατοχής, ο οποίος κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να μη χάσει το τραίνο της ευμάρειας που υπόσχεται ο γενναίος, καινούργιος κόσμος, και ο Θόδωρος, ένας δοσίλογος, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την καταδίκη του Άγγελου και χαίρεται ατιμώρητος την εξουσία του και τα λεφτά του.

(Απόσπασμα της εισήγησης του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 14-16 Δεκεμβρίου 2007, στην Αίθουσα της ΕΣΗΕΑ. Οι εισηγήσεις του συνεδρίου θα δημοσιευτούν σε προσεχές τεύχος του περιοδικού Θέματα Λογοτεχνίας των εκδόσεων Γκοβόστη)

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΡΕΑ ΦΡΑΓΚΙΑ

Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.ΣΥ.)
Ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Διαπολιτισμός (
http://www.diapolitismos/.gr)
Περιοδικό Διαβάζω
Εκδόσεις Κέδρος
Επιστημονικό συνέδριο για τον συγγραφέα –δημοσιογράφο Αντρέα Φραγκιά
Αθήνα, 14-16 Δεκεμβρίου 2007
Αίθουσα ΕΣΗΕΑ
(Ακαδημίας 20)


Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007
Απόγευμα
Α΄ Συνεδρία
Πρόεδρος : Αλέκος Αργυρίου
17:00 -17:30 Προσφωνήσεις –Χαιρετισμοί

17:30-17:50 Έρη Σταυροπούλου Kαθηγήτρια Nεοελ. Φιλολογίας Tομέας Nεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Aθηνών. «Eκόμισε εις την τέχνην»: τα κύρια χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Aντρέα Φραγκιά.

17:50-18:10 Γιώργης Γιατρομανωλάκης Καθηγητής Κλασ. Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Συγγραφέας, Ο Αντρέας Φραγκιάς στο δρόμο.

18:10-18:30 Ταμάρα Κόστιτς- Παχνόγλου, Υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, διδάσκουσα την Ελληνική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο Νις, Σερβία. Λογοτεχνικοί χαρακτήρες στο Άνθρωποι και σπίτια του Αντρέα Φραγκιά.

18:30-18:50 Απόστολος Μπενάτσης, Επ. Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Αντρέας Φραγκιάς: Άνθρωποι και σχήματα

18:50 -19:10 Διάλειμμα
Β Συνεδρία
Πρόεδρος : Έρη Σταυροπούλου

19:10-19:30 Αλέκος Αργυρίου, Κριτικός λογοτεχνίας,
Ο Αντρέας Φραγκιάς από το Άνθρωποι και σπίτια μέχρι το Πλήθος.

19:30-19:50 Ιφιγένεια Τριάντου, Επίκ. Καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Χαρακτηριστικά της αφηγηματικής τέχνης του Αντρέα Φραγκιά στην Καγκελόπορτα.

19:50-20:10 Αλεξία Καπραβέλου, Φιλόλογος, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Άμεσες και έμμεσες αναφορές στην εκπαίδευση, στο πεζογραφικό έργο του Ανδρέα Φραγκιά, και διδακτική αξιοποίησή τους.

20:10 - 20.30 Θόδωρος Γραμματάς, Καθηγητής Θεατρολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Πέντε στρέμματα παράδεισος» των Α. Φραγκιά-Γερ. Σταύρου και το ιδεολόγημα της «ελληνικότητας» στο Μεταπολεμικό Ελληνικό Θέατρο
20.30- 21:30 Συζήτηση


Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007
Πρωί
Γ΄ Συνεδρία
Πρόεδρος : Τάκης Καρβέλης
9:00 -9:20 Γιάννης Δημητρακάκης, Φιλόλογος. Ρητορική και βία στον Λοιμό του Αντρέα Φραγκιά.

9:20 -9:40 Σωτήριος Γάκος, Μετ. φοιτητής τμήματος φιλολογίας Α.Π.Θ. Από τον Λοιμό στο Πλήθος. Μια προσέγγιση στην έννοια της δυστοπίας.

9:40 -10:00 Κατερίνα Καρατάσου, Ειδ. επιστημονικό προσωπικό- Τμ. Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου. Η «αγωγή της σιωπής» και ο εφιάλτης της ερμηνείας: Η προβληματική της επικοινωνίας στον Λοιμό.

10:00-10:20 Μαρία Πολυχρονά, Ειδ. επιστήμονας, Τμ. Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών- Πανεπιστήμιο Κύπρου. Μεταμορφώσεις στη λογοτεχνία του Αντρέα Φραγκιά και στη βιοπολιτική θεωρία: ο πληθυσμός του Λοιμού, ο homo sacer και η δυνατότητα μαρτυρίας .

10:20 – 11:00 Διάλειμμα

Σάββατο
Δ΄ Συνεδρία
Πρόεδρος Δημήτρης Αγγελάτος

11:00 -11:20 Γιάννης Παππάς, Φιλόλογος, Υπ. διδάκτωρ Νεοελ. Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Διευθυντής του λογ. ηλεκτρονικού περιοδικού Διαπολιτισμός. Ο Λοιμός του Ανδρέα Φραγκιά. Μια κοινωνιοσημειωτική προσέγγιση. Η λειτουργία της ειρωνείας, του γκροτέσκου και του χιούμορ.

11:20- 12:10 Σοφία Ιακωβίδου, Φιλόλογος, διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Λοιμός ή μία κατά Φραγκιά ζω(ο)λογία.

12:10- 12:30 Xρίστος Aλεξίου, τέως Kαθηγητής Nεοελληνικής Φιλολογίας. H συμβολοποίηση του ιστορικού βιώματος της Mακρονήσου στον Λοιμό του Aντρέα Φραγκιά.

12:30 -12:50 Αντρέας Λάζαρης, Φιλόλογος. Υπ. διδάκτωρ Νεοελ. Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Αφήγηση και ιδεολογία: Το στοιχείο της πρωτοπορίας στο πεζογραφικό έργο του Αντρέα Φραγκιά

12:50 -13:10 Δημήτρης Κόκκορης, Φιλόλογος, Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας, Ειδικός επιστήμονας Α.Π.Θ. Το ποδόσφαιρο ως δομικός άξονας στο Άνθρωποι και σπίτια του Αντρέα Φραγκιά.

13:10 -14:00 Συζήτηση

Σάββατο Απόγευμα
Ε΄ Συνεδρία
Πρόεδρος : Γιώργης Γιατρομανωλάκης

17:00-17:20 Σόνια Ιλίνσκαγια, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Μερικά στιγμιότυπα μνήμης.

17:20-17:40 Μήτσος Κασόλας, Συγγραφέας. Ο άλλος Αντρέας Φραγκιάς ( όπως τον γνώρισα και τον θυμάμαι εγώ ).

17:40-18:00 Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Κριτικός λογοτεχνίας στην εφημ. Ελευθεροτυπία. Πολιτικές αλληγορίες στην Καγκελόπορτα του Αντρέα Φραγκιά.

18:00-18:20 Δημήτρης Ραυτόπουλος , κριτικός λογοτεχνίας. Η σκοτεινή αλληγορία του Ολοκληρωτισμού στον Λοιμό του Αντρέα Φραγκιά. Ιδεολογία, ιστορία, λογοτεχνία.

18:20-18:40 Δημήτρης Αγγελάτος, Καθηγητής Θεωρίας Λογοτεχνίας και Συγκριτικής Φιλολογίας, Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου. Οι μηχανισμοί αναπαράστασης στο αφηγηματικό σύμπαν του Λοιμού.

18:40 - 19:00 Διάλειμμα

19:00-19:30 Προβολή ταινίας για τον Αντρέα Φραγκιά

Σκηνοθεσία:Δέσποινα Καρβέλα,

19:30 -21:00 Συζήτηση με θέμα: Ο Αντρέας Φραγκιάς και η μεταπολεμική πεζογραφία

Συμμετέχουν : Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας, Μένης Κουμανταρέας συγγραφέας, Κώστας Ακρίβος συγγραφέας, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, συγγραφέας.

Συντονιστής: Γιάννης Μπασκόζος, Δημοσιογράφος, Διευθυντής του περιοδικού Διαβάζω.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007
Πρωί
ΣΤ Συνεδρία
Πρόεδρος : Χρήστος Αλεξίου

09:30- 09:50 Βασιλική Μόσχου, Φιλόλογος, υπ. διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ανδρέας Φραγκιάς και Άρης Αλεξάνδρου: έργα τεμνόμενα δύο οριακών δημιουργών.

09:50 -10:10 Μαρία Ψάχου, Φιλόλογος, Υποψήφια διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Αντρέας Φραγκιάς- Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Ιδεολογικές και αισθητικές τομές στην πεζογραφία τους.

10:10- 10:30 Αιμιλία Καραλή, Φιλόλογος, Διδάκτωρ της Νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άνθρωποι και σπίτια, Καγκελόπορτα: Η υποδοχή του Α. Φραγκιά από την αριστερή κριτική.

10:30- 10.50 Δώρα Μέντη, Φιλόλογος Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας. Η επιστροφή στην Αθήνα. Το θέμα του κυνηγημένου της μεταπολεμικήςεποχής, από την Καγκελόπορτα (1962) του Αντρέα Φραγκιά ως τον ΓενναίοΤηλέμαχο (1972) του Αλέξανδρου Κοτζιά.

10.50-11:10 Τάκης Καρβέλης, Ποιητής –Δοκιμιογράφος. Από την ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας στην συμβολοποίησή της .

11:10 – 11:30 Διάλειμμα

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007
Ζ΄ Συνεδρία
Πρόεδρος : Σόνια Ιλίνσκαγια

11:30 -11:50 Τιτίκα Δημητρούλια, Κριτικός λογοτεχνίας. Το Πλήθος, Λοιμός :δυστοπικές αναγνώσεις.

11:50 -12:10 Μαρίνα Κοκκινίδου, Δρ. Φιλολογίας Α.Π.Θ.
Η πόλη στην πεζογραφία του Αντρέα Φραγκιά.

12:10 -12:30 Γερασιμία Μελισσαράτου, Φιλόλογος, Τομέας Νεοελληνικών σπουδών, Πανεπιστήμιο Στοκχόλμης. Οι μεταμορφώσεις του κλασικού στα μυθιστορήματα του Αντρέα Φραγκιά

12:30 -14:00 Συζήτηση- Απολογισμός του συνεδρίου-Λήξη του συνεδρίου





Οργανωτική επιτροπή


Δημήτρης Τσαλαπάτης, Πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.ΣΥ).

Ερατοσθένης Καψωμένος, Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Γιάννης Η. Παππάς, Υπ. διδάκτωρ Νεοελ. Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Διευθυντής του λογ. ηλεκτρονικού περιοδικού Διαπολιτισμός. Πρόεδρος Συνδέσμου Φιλολόγων Πάτρας.

Γιάννης Μπασκόζος, Δημοσιογράφος, Διευθυντής του περιοδικού Διαβάζω

Κάτια Λεμπέση, Εκδόσεις Κέδρος.

Έρη Σταυροπούλου, Kαθηγήτρια Nεοελ. Φιλολογίας Tομέας Nεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Aθηνών.

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Καθηγητής Κλασ. Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Συγγραφέας.

Σόνια Ιλίνσκαγια, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Αντρέας Λάζαρης, Φιλόλογος. Υπ. διδάκτωρ Νεοελ. Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Γραμματεία συνεδρίου
Παντοφίλη Bαρβαρήγου, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Tομέα Nεοελληνικής Φιλολογίας.
Έλλη Tσάχαλη, φιλόλογος, απόφοιτος Tμήματος Φιλολογίας.
Eυρύκλεια Xαρίτου, φιλόλογος, απόφοιτος Tμήματος Φιλολογίας.
Nάγια Xατζηγεωργίου, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Tομέα Nεοελληνικής Φιλολογίας.
















________________________
Πληροφορίες
Γιάννης H. Παππάς,Τηλ.2610-450967,6936-666802,e-mail:gpappas1962@yahoo.gr
και www.fraghias.blogspot.com

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Συνέδριο στην Αθήνα για τον Αντρέα Φραγκιά ( 14-16 Δεκεμβρίου 2007)

Πανελλήνιο επιστημονικό συνέδριο
για τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Αντρέα Φραγκιά
Αθήνα 14-16 Δεκεμβρίου 2007
Αίθουσα Ε.Σ.Η.Ε.Α


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Πραγματοποιείται στην Αθήνα από 14-16 Δεκεμβρίου 2007 (Παρασκευή 5μμ –Κυριακή 2 το μεσημέρι) στην Αθήνα (αίθουσα ΕΣΗΕΑ, Ακαδημίας 20) το πρώτο επιστημονικό συνέδριο για τη ζωή και το έργο του Αντρέα Φραγκιά (1921-2002).
Το συνέδριο οργανώνουν η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.ΣΥ.), το ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Διαπολιτισμός (http://www.diapolitismos.gr/), το περιοδικό Διαβάζω, και οι εκδόσεις Κέδρος.

Στο συνέδριο θα μιλήσουν 30 περίπου πανεπιστημιακοί καθηγητές , μελετητές της ελληνικής λογοτεχνίας, συγγραφείς και δημοσιογράφοι, όπως οι:

Έρη Σταυροπούλου Kαθηγήτρια Nεοελ. Φιλολογίας Tομέας Nεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Aθηνών.

Γιώργης Γιατρομανωλάκης Καθηγητής Κλασ. Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Συγγραφέας

Αλέκος Αργυρίου Κριτικός λογοτεχνίας,

Θόδωρος Γραμματάς, Καθηγητής Θεατρολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Xρίστος Aλεξίου, Kαθηγητής Nεοελληνικής Φιλολογίας.

Τιτίκα Δημητρούλια, κριτικός λογοτεχνίας.

Σόνια Ιλίνσκαγια, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Μήτσος Κασόλας, Συγγραφέας

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, κριτικός λογοτεχνίας στην εφημ. Ελευθεροτυπία.

Δημήτρης Ραυτόπουλος, κριτικός λογοτεχνίας.

Ερατοσθένης Καψωμένος, Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας ,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων,

Δημήτρης Αγγελάτος, Καθηγητής Θεωρίας Λογοτεχνίας και Συγκριτικής Φιλολογίας, Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Μπενάτσης Απόστολος, Αν. Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Ιφιγένεια Τριάντου, Επίκ. Καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Τάκης Καρβέλης, κριτικός λογοτεχνίας, ποιητής .


Το Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007 στις 19:00 θα προβληθεί η ταινία της Δέσποινας Καρβέλα για τον Αντρέα Φραγκιά.

Την ίδια μέρα από τις 19:30 -21:00 θα γίνει συζήτηση με θέμα:

Ο Αντρέας Φραγκιάς και η μεταπολεμική πεζογραφία

Συμμετέχουν :Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας : Μένης Κουμανταρέας συγγραφέας, Κώστας Ακρίβος συγγραφέας, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, συγγραφέας,
Συντονίζει ο δημοσιογράφος Γιάννης Μπασκόζος Διευθυντής του περιοδικού Διαβάζω.
H συζήτηση θα δημοσιευτεί σε επόμενο τεύχος του περιοδικού.
Οι εργασίες του συνεδρίου θα βιντεοσκοπηθούν και θα αναρτηθούν στον δικτυακό τόπο του Διαπολιτισμού(http://www.diapolitismos.gr/).
Περισσότερες πληροφορίες για την ζωή και το έργο του Αντρέα Φραγκιά στον δικτυακό τόπο: http://www.fraghias.blogspot.com/
Τις επόμενες μέρες θα σταλεί και το πρόγραμμα του συνεδρίου.





_____________________________
Γραμματεία συνεδρίου, πληροφορίες :Γιάννης Η. Παππάς, Σπερχειού 31 Πάτρα.Τηλ.2610-450967, κιν.6936-666802.E-mail:gpappas1962@yahoo.gr

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2007

Απόσπασμα από τον Λοιμό


Ένα μεσημέρι όμως τα μεγάφωνα σάλπισαν προσοχή. Όλα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θα ανακοινωθεί. Καθετί, όμως, λέγεται πολύ σοβαρά κι έτσι, πάλι, κανείς δεν έδωσε σημασία. Καινούργια σφυρίγματα, προσταγές, θούρια και παιάνες για ν΄ αναγγελθεί η απόφαση:
«Μπροστά στο φοβερό κίνδυνο που διατρέχουμε - για την υγεία την καλή διαβίωση και τον πολιτισμό- πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη φοβερή επίθεση, να εξοντώσουμε το μίασμα και ν'απαλλάξουμε τον τόπο από την απειλή! Στον αγώνα αυτόν θα μετρηθεί η συμβολή εκάστου και θα αποκαλυφθούν οι αδιάφοροι. Πρέπει να εξοντώσουμε τις μύγες! Προς τούτο έκαστος υποχρεούται, ως ελάχιστον αντίτιμο για να απολαμβάνει τα αγαθά του τόπου, να παραδίδει τουλάχιστον είκοσι μύγες την ημέρα. Οι απρόθυμοι θα υποστούν βαρύτατες κυρώσεις».
Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά, για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία. Όποιος δεν φέρει το βράδυ τις είκοσι μύγες, μαύρη του μοίρα.«Θα τις συλλάβετε βεβαίως χωρίς να χαλαρωθεί, βεβαίως, στο ελάχιστο ο ρυθμός των άλλων εργασιών». Και όταν εδώ λέμε πρέπει, σημαίνει «πρέπει».
Ένας ειδικός ομιλητής εξήγησε σε επίσημη συγκέντρωση, για τη μεγάλη σταυροφορία που θα φέρει στον τόπο την κάθαρση και την εξυγίανση. Τόνισε το βαθύτερο νόημα της ευγενικής αυτής προσπάθειας, την αέναη πάλη με τις δυνάμεις του κακού, μίλησε για τους φορείς των ζωικών και ηθικών μολύνσεων, για τη λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση, για τις συμβολικές προεκτάσεις ένός τέτοιου χρέους.
Μετά τις πρώτες φράσεις κανείς πια δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Η φωνή του παλλόταν από συγκίνηση καθώς μιλούσε για την «ηθική ανάπλαση, για τον εξαγνισμό των ψυχών από τις συντριπτικές αμαρτίες που βαραίνουν τις συνειδήσεις» και για την ανάγκη της καθημερινής εξιλαστήριας προσφοράς «ώστε ύστερα από αρκετούς αιώνες δοκιμασίας να είναι δυνατόν μερικοί άξιοι...»
Μίλησε πραγματικά με μεγάλη έξαρση και ανάταση, λίγο ακόμα και θ΄ αποκτούσε και αυτός φτερά να πετάξει.
Το άλλο πρωί,πριν ξεκινήσει ο πληθυσμός για τις εργασίες τους, το μεγάφωνο είπε με γλυκιά φωνή ένα παραμύθι σαν και αυτό που λένε στα παιδιά πριν κοιμηθούν. Εδώ συνηθίζονται τα πρωινά παραμύθια, για να κρατάνε όλες τις ώρες. Αφηγήθηκε με λίγα λόγια την ιστορία εκείνου του καλού βασιλιά που όταν έφτασε ναυαγός σ΄ένα έρημο νησί, βρήκε να το κατοικούν μόνο μερικά δαιμονισμένα τέρατα . Ύστερα από πολλούς και σκληρούς αγώνες ο καλός βασιλιάς νίκησε και υπόταξε τα κακά πνεύματα. Τα εξόντωσε, τα ημέρεψε.
Και το παραμύθι τελείωσε με αυτά τα λόγια:
«Καταλαβαίνετε βέβαια τι σημαίνει τούτος ο παλιός μύθος. Αυτοί που ενσαρκώνουν το πνεύμα του κακού είσαστε σεις! Το πνεύμα του καλού θα ασκήσει την αγαθότητα και την αμείλικτη δύναμή του για να υποτάξει τον δαίμονα... Θα μπορούσε βέβαια να τον σκοτώσει, θα ήταν το πιο εύκολο. Υπάρχουν πολλά και αποτελεσματικά φάρμακα μέσα θανάτου, τα ξέρουμε όλα. Για τις μύγες τα δραστικά φάρμακα, και για τις άλλες περιπτώσεις τα όπλα. Εμείς δεν χρειαζόμαστε άλλους νεκρούς. Τι να τους κάνουμε; Δεν θα είχε καμία αξία η αποστολή μας... εμείς θέλουμε να εξ...ξοντώσουμε και να συντρ...ρίψουμε ουσιαστικά όχι τους ευτελείς φορείς, αλλά τον ίδιο τον δαίμονα [...]

Πόλεμος και αντιπολεμικό πνεύμα


Επί μία σχεδόν πεντηκονταετία, από την εμφάνιση της Γενιάς του '30, η οποία πύκνωσε εντυπωσιακά τις τάξεις ενός μέχρι τότε εμφανώς αραιοκατοικημένου πεδίου, ως τη Μεταπολίτευση του 1974, που οδήγησε αργά αλλά σταθερά στο σημερινό κλίμα της ανάδειξης της καθημερινότητας και της ιδιωτικής ζωής, η νεότερη ελληνική πεζογραφία συνδέθηκε στενά με τον πόλεμο και τις ποικίλες επιπτώσεις του τόσο στο συλλογικό όσο και στο ατομικό επίπεδο. Η Ελλάδα βρέθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα στη δίνη του πολέμου (από τον Α' Παγκόσμιο και τους Βαλκανικούς ως τη Μικρασιατική Καταστροφή, το Β' Παγκόσμιο και τον πολύνεκρο Εμφύλιο), και οι συγγραφείς (όλες οι γενιές που στάθηκαν μάρτυρες ή και συμμέτοχοι των γεγονότων) ήταν φυσικό να παρακολουθήσουν από κοντά τις εξελίξεις, αποτυπώνοντας, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, το ρόλο και τις συνέπειές τους σε μια κοινωνία η οποία χρειάστηκε, σε πλήθος περιπτώσεων, ν' αλλάξει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς τους στόχους και τις ανάγκες της.Η έμμεση καταγγελία της καταστροφής και του πόνουΗ περίπλοκη κι εκτεταμένη συμμετοχή της πεζογραφίας μας σ' ένα μεγάλο όγκο εξωτερικών και εσωτερικών πολεμικών συρράξεων δεν υιοθέτησε, ωστόσο, παρά σπανίως ένα ευθέως και ριζικά αντιπολεμικό πνεύμα. Ισως επειδή οι συγγραφείς θεώρησαν εναργέστερο να υποδείξουν μόνον διά της πλαγίου το ζόφο και την καταστροφή του πολέμου, ίσως, πάλι, επειδή η πίστη των περισσοτέρων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη Γενιά του '30, σ' ένα αμιγές ελληνικό ιδεώδες δεν επέτρεψε σαφείς αποστάσεις από τις ιδεολογικές συμβολοποιήσεις των διάφορων εθνικών περιπετειών. Η εναντίωση, παρ' όλα αυτά, στον πόλεμο εμφανίζεται, έστω και εμμέσως, σε ορισμένους από τους σημαντικότερους πεζογράφους του Μεσοπολέμου. Στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» (1929) του Στρατή Δούκα, η οδύνη και ο αφανισμός της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του Νικόλα Κοζάκογλου, που συλλαμβάνεται από τους Τούρκους και δίνει τιτάνιο αγώνα προκειμένου να μείνει σώος, να δραπετεύσει και να γυρίσει κάποια στιγμή ασφαλής στα πατρώα εδάφη. Η Μικρασιατική Καταστροφή, μαζί με τη στέρηση της ελευθερίας, την ηθική εξαχρείωση και την καταπάτηση κάθε είδους ατομικής αξιοπρέπειας είναι παρούσες και στο «Νούμερο 31328» (1931) του Ηλία Βενέζη, όπου ένας αιχμάλωτος πολέμου αντιμετωπίζει ολόκληρο το φάσμα της απαξίωσης, κλεισμένος (και ανήμπορος για οποιαδήποτε αντίδραση) σε στρατόπεδο εργασίας της Ανατολίας.Με το «Πλατύ ποτάμι» (1946) ο Γιάννης Μπεράτης πλησιάζει περισσότερο το αντιπολεμικό πνεύμα. Ο αφηγητής του παίρνει μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 δίχως καμία διάθεση να ενστερνιστεί τις ενθουσιώδεις διακηρύξεις της παντί τρόπω και κόπω υπεράσπισης της πατρίδας. Δεν μπορεί, όμως, εκ παραλλήλου, να σταθεί ασυγκίνητος (κι εδώ ανιχνεύεται το κεντρικό μήνυμα του έργου) μπροστά στην εποποιία των απλών στρατιωτών, που πέφτουν στο μέτωπο με σπάνια αυταπάρνηση και αυτοθυσία, ξοδεύοντας αλόγιστα ποταμούς αίματος. Είναι κι αυτό ενδεχομένως μια διαμεσολαβημένη μαρτυρία για την οργανωμένη φρίκη και την ανατριχιαστική αντάρα του πολέμου. Και από τα αλβανικά χαρακώματα του πολύπαθου 1940, στη Μακεδονία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και στην άμεση, αφτιασίδωτη και, πρωτίστως, ορκισμένη έως εσχάτων καταγγελία του μιλιταρισμού από το μοναδικό εκπρόσωπο της Γενιάς του '30 που δοκιμάζει να φτάσει τόσο μακριά: Τον Στρατή Μυριβήλη και την πρώτη έκδοση (1924) της «Ζωής εν τάφω». Ο Μυριβήλης αγνοεί επιδεικτικά πατρίδα, εθνικές αξίες και πατρογονικές αρετές ή παραδόσεις. Μοναδικό του κριτήριο, η σημασία της ανθρώπινης ζωής, που σπαράζει κάτω από το καυτό ατσάλι, και χάνεται εν ριπή οφθαλμού, χωρίς κανείς να νοιάζεται για την τύχη της. Αυτά, όμως, μόνο το 1924. Στις διαδοχικές επανεκδόσεις του μυθιστορήματος, από το 1930 έως και το 1955, ο Μυριβήλης θα αποσύρει βαθμιαία όλα τα επίμαχα χωρία, για να υποστείλει στο τέλος (στο πλαίσιο, προφανώς, της σφυρηλάτησης μιας εθνικότερης εικόνας του έργου του) όλους τους αντιπολεμικούς του τόνους.Το δράμα του Εμφυλίου και η άρνηση της αλήθειας και των δύο πλευρώνΟ τερματισμός του Β' Παγκοσμίου βρίσκει την Ελλάδα στο χείλος του Εμφυλίου, ο οποίος δεν αργεί να ξεσπάσει με πρωτοφανή μανία και ένταση. Τα τελικά αποτελέσματα της τρίχρονης σύγκρουσης (1946 - 1947) είναι τόσο καταλυτικά ώστε δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο στους νεότερους συγγραφείς για άλλους προσανατολισμούς. Η εμπειρία του Β' Παγκοσμίου δεν βγαίνει από τον εποπτικό τους έλεγχο, αλλά περνάει οπωσδήποτε στην εξωτερική περιφέρεια: μετατρέπεται σε συνοδευτικό φόντο του Εμφυλίου, ο οποίος καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου την κεντρική σκηνή. Και είτε στην Αριστερά ανήκουν οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι είτε στη νικητήρια παράταξη, το μέλημά τους είναι το ίδιο: να δείξουν πόντο πόντο το εμφυλιακό δράμα, να αποκαλύψουν μία προς μία τόσο τις φανερές του πτυχές όσο και τις αφανείς διαστάσεις του. Και υπό αυτή την έννοια, μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι όπως ο Αντρέας Φραγκιάς, ο Δημήτρης Χατζής, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Νίκος Κάσδαγλης, ο Ρόδης Ρούφος και ο Αρης Αλεξάνδρου (ή και οι μεταγενέστεροι Θανάσης Βαλτινός και Χριστόφορος Μηλιώνης), για να παραμείνουμε σε κάποια από τα πιο αιχμηρά ονόματα της περιόδου, διαπνέονται και πάλι από μιαν έμμεσα αντιπολεμική διάθεση: η εργώδης κριτική αναπαράσταση του Εμφυλίου είναι και ειδική κριτική του πολέμου σε μιαν από τις πλέον απεχθείς μορφές του - εκείνη της εσωτερικής διαμάχης και αλληλοεξόντωσης.Ανοιχτά και χωρίς μεσολαβήσεις, μέσα από ένα βιβλίο καθαρώς πολιτικής προπαγάνδας, δίχως αφηγηματικούς χαρακτήρες και επινόηση μύθου ή πλοκής, ο Εμφύλιος καταγγέλλεται μόνο από τον Ρένο Αποστολίδη. Στην «Πυραμίδα 67» (1950), που γράφεται σε πύρινη γλώσσα, επί τη βάσει σημειώσεων σε πακέτα τσιγάρων, όταν ο συγγραφέας μετέχει ως «λοιπός οπλίτης» των κυβερνητικών δυνάμεων στις μάχες με το Δημοκρατικό Στρατό επί των ορεινών όγκων της Μουργκάνας, η αλήθεια και των δύο πλευρών αίρεται κατά τη μέθοδο του Μυριβήλη: καμιά ιδεολογία, με όσα και όποια οράματα δικαιοπραξίας κι αν αγωνίζεται, δεν μπορεί να υπερβαίνει το βάρος του ανθρωπίνου προσώπου. Κι εδώ ασφαλώς επιστρέφουμε από την ειδική στη γενική κριτική του πολέμου και των καταιγιστικών, πέρα ως πέρα διαλυτικών συνεπειών του.Ρητά ή όχι αντιπολεμική, η νεότερη ελληνική πεζογραφία δεν δίστασε να βάλει βαθιά το μαχαίρι σε ό,τι ταλάνισε επί δεκαετίες (με τεράστια επιμονή και πίεση) ένα εξαιρετικά ταραγμένο ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό τοπίο. Κι ο καθένας μπορεί, βεβαίως, να προχωρήσει αβίαστα στα συμπεράσματά του σχετικά με την εγρήγορση, την ετοιμότητα αλλά και την αποτελεσματικότητά της.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/05/2003

Ερωτήσεις Αξιολόγησης της Γ Λυκείου

1. ΚΕΙΜΕΝΟ
Αντρέας Φραγκιάς: Λοιµός
(Κ.Ν.Λ. Γ΄ Λυκείου, σσ. 168-173)

2. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
2.1.
Στοιχεία που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό περιβάλλον και λοιπά γραµµατολογικά στοιχεία:
1. Το έργο του Αντρέα Φραγκιά Ο Λοιµός γράφτηκε το 1972. Πώς συνδέεται, κατά τη γνώµη σας, το µυθιστόρηµα µε το πολιτικό καθεστώς της εποχήςεκείνης;
2. Ο συγγραφέας έζησε τη ζωή του πολιτικού εξόριστου. Πιστεύετε ότι εκφράζει µέσα από το Λοιµό αυτή την εµπειρία του;
3. “Κύριο χαρακτηριστικό της γραφής του Αντρέα Φραγκιά υπήρξε η ρεαλιστική απεικόνιση της πραγµατικότητας. Στο Λοιµό η πραγµατικότητα, στην οποία παραπέµπει, χάνει τα αναγνωρίσιµα στοιχεία της”
1
. Συµφωνείτε µε την άποψη αυτή; Να αιτιολογήσετε τη γνώµη σας µε βάση το κείµενο.
2.2.
∆οµή του κειµένου, επαλήθευση ή διάψευση µιας κρίσης µε βάση το κείµενο, εκφραστικά µέσα και τρόποι του κειµένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηµατικές λειτουργίες, επιλογές του δηµιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):
1. Σε ποιες ενότητες µπορεί να χωριστεί το απόσπασµα;
2. Στο απόσπασµα παρακολουθούµε την εκτέλεση µιας παράλογης, εξευτελιστικής διαταγής από τους κρατούµενους σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Πώς λειτουργεί η διαταγή στις καταστάσεις που θα αντιµετώπιζαν οι κρατούµενοι στο µέλλον;
3. Ποιο είναι το βασικό θέµα του αποσπάσµατος; Πώς συνδέεται µε τον τίτλο του µυθιστορήµατος Ο Λοιµός;
1
Καρβέλης Τ., ∆εύτερη Ανάγνωση, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1991, σ. 153.
170
4. Ποιες αφηγηµατικές τεχνικές διακρίνετε στο απόσπασµα;

5. Συνδέονται µεταξύ τους τα περιστατικά που αποτελούν τη δοµή τουαποσπάσµατος; Να σχολιάσετε την απάντησή σας.
6. Τα πρόσωπα του µυθιστορήµατος δεν έχουν όνοµα. Τι θέλει να υποδηλώσει
µ’ αυτό ο δηµιουργός;
7. Ποιο είναι το κυρίαρχο στοιχείο στις εικόνες του κειµένου; Ποια θέση έχουν
στο απόσπασµα;
8. Ο Λίνος Πολίτης γράφει ότι “… το θέµα του Λοιµού είναι καθαρά πολιτικό,
όπου δίνεται µε αδρές γραµµές η κόλαση της επιστηµονικά οργανωµένης απανθρωπιάς της εποχής µας”. Να σχολιάσετε την άποψη αυτή µε βάση το κείµενο

.
2.3.
Σχολιασµός ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου:
1. “Ένας ειδικός οµιλητής ... µίλησε για τους φορείς των ζωικών και των ηθικών µολύνσεων, για τη λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση, για τις συµβολικές προεκτάσεις ενός τέτοιου χρέους”. Να σχολιάσετε το παραπάνω χωρίο και να εξηγήσετε τι υπαινίσσεται ο συγγραφέας µε τη λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση.
2. Τι συµβολίζει, κατά τη γνώµη σας, η εξόντωση των µυγών και τι αντιπροσωπεύουν οι τελευταίες στο απόσπασµα;
3. Τόσο το καθήκον εξόντωσης των µυγών, όσο και η υλοποίηση του υπόλοιπου έργου αποβαίνουν µάταια, αφού ουσιαστικά οι κρατούµενοι παράγουν έργο χωρίς χρησιµότητα. Γιατί, κατά τη γνώµη σας, ασχολούνται µε έργα που δεν έχουν πρακτική ωφέλεια;
4. Πώς περιγράφονται οι βασανιστές; Τι συµβολίζουν οι άσπρες µπλούζες που φοράνε;
5. Πώς εκφράζεται, κατά τη γνώµη σας, το παράλογο στο εξεταζόµενο κείµενο και πώς συνδέεται µε την πραγµατικότητα που βιώνουν οι κρατούµενοι;

“Η κριτική έχει επισηµάνει την αφηγηµατική τεχνική του συγγραφέα που συνηθίζει να κατακερµατίζει την αφήγησή του σε πολλά µικρά επεισόδια, φωτίζοντας κάθε φορά ένα µικρό κοµµάτι τηςζωής των προσώπων του, ενώ ο ρεαλισµός υποχωρώντας από βιβλίο σε βιβλίο δίνει τη θέση τουσε σύµβολα και αλληγορίες”.
Πολίτης Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1985, σ. 354.
6. Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε ένα χωρίο του κειµένου στο οποίο να φαίνεται ο τρόπος ζωής των κρατουµένων.
7. Γιατί δεν δίνεται, κατά τη γνώµη σας, συγκεκριµένος χώρος και χρόνος δράσης

2.4.
Σχολιασµός αδίδακτου λογοτεχνικού κειµένου:Μ. Λουντέµης: Οδός Αβύσσου αριθµός 0

“... Η φρίκη της Μακρόνησος δε χωράει σε βιβλία. ∆ιαβάζεται µόνο µες στα µάτια των τρελών της. Μόνο τ’ αυτιά του Λαυρίου πρόφτασαν στην αρχή, ν’ αρπάξουν κάτι ξεφτίδια απ’ τις φωνές... Στην αρχή, γιατί αργότερα ράγισαν κι αυτά και δεν άκουαν πια τίποτα. Κι έτσι απόµειναν µόνο οι σκύλοι -µε το προφητικό τους ένστικτο- να σκορπούν απ’ τους καρβουνοσωρούς τις οιµωγές τους, σα µαύρους χρησµούς που έβγαιναν απ’ τα σπλάχνα του προαιώνιου ζώου.
Απ’ το Λαύριο οι δήµιοι φαίνουνταν µικροί ... Κι ήταν για να σαστίζεις πώς τόσο µικροί δήµιοι κάνανε τόσο µεγάλα εγκλήµατα. Μα το έγκληµα ποτέ δεν µετριέται µε τον πήχυ. Γιατί ποτέ το έγκληµα δεν έχει το ανάστηµα του κακούργου. Πάντα είναι µεγαλύτερό του. Γιατί ένας πραγµατικός κακούργος ποτέ δεν κάνει µόνο ένα έγκληµα. Πόσο µάλλον στη Μακρόνησο όπου είχε καταργηθεί η τιµωρία. Γιατί κι αυτό έγινε στη Μακρόνησο. Χωρίσανε το έγκληµα απ’ τον κολασµό και αντιστρέψανε τους όρους. Ρίξανε τον κολασµό στα θύµατα και τον έπαινο στους κακούργους. Έτσι τους βοήθησαν να κάνουν το έγκληµα ψυχαγωγία και πρωινή γυµναστική. Όταν όµως ένας άνθρωπος συνηθίσει να διασκεδάζει µε το αίµα που τρέχει, µε τίποτα πια στο εξής δεν µπορεί να διασκεδάσει.
(απόσπασµα)
Να συσχετίσετε το παραπάνω απόσπασµα µε το εξεταζόµενο κείµενο. Να σχολιάσετε το ρόλο των βασανιστών, όπως προβάλλεται κι από τα δύο αποσπάσµατα.
Βλ. εισαγωγικό σηµείωµα σχολικού βιβλίου, σ. 168.
Λουντέµης Μ., Οδός Αβύσσου αριθµός 0, εκδ. ∆ωρικός, σ. 203.

3. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
1. Να σχολιάσετε το περιεχόµενο των κηρυγµάτων των βασανιστών και να τα συσχετίσετε µε την όλη παρουσία τους στο κείµενο.
2. Αντιστέκονται οι κρατούµενοι στους βασανιστές και στο καθεστώς που επικρατεί; Με ποιον τρόπο;
3. Ο Τάκης Καρβέλης υποστηρίζει ότι “... το έργο του Αντρέα Φραγκιά αποτελεί ένα ενιαίο µυθιστόρηµα εν προόδω, στη διαδροµή του οποίου παρακολουθούµε τη βαθµιαία και αναπότρεπτη φθορά των συνειδήσεων, την καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την µετατροπή ενός ολόκληρου λαού σε άβουλο πλήθος”
. Να σχολιάσετε το κλίµα του παραλογισµού που επικρατεί και να εκφράσετε τη γνώµη σας για το πολιτικό σύστηµα και τις σωφρονιστικές µεθόδους που χρησιµοποιούνταν.
Καρβέλης Τ., “Η πραγµατικότητα και η µετάπλασή της στο µυθιστορηµατικό έργο του Αντρέα Φραγκιά”, π. Ελίτροχος, τχ. 7, Φθινόπωρο 1995, σσ. 186-192.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Μέλπω Αξιώτη: 30 χρόνια από τον θάνατό της


Η Μέλπω Αξιώτη, αυτό το ξερακιανό και σκαμμένο προσωπείο, πίσω από το οποίο κρυβόταν μια γενναία ψυχή και μια αγωνιώσα καρδιά, χανόταν πριν από τριάντα χρόνια στις 22 Μαΐου 1973. Με σύντροφο τη φτώχεια, που την απάλυναν οι φίλοι της, Νανά Καλλιανέση, Αντρέας Φραγκιάς και Γιάννης Ρίτσος, έπαψε να αναπνέει στον ρυθμό του κόσμου. Γόνος επώνυμης οικογένειας της Μυκόνου, είδε το φως στο κυκλαδίτικο νησί στις 15 Ιουλίου 1905. Την Αξιώτη τη διαβάζουμε μέσα από τα βιώματα του παιδιού και της έφηβης στο περιβάλλον των Κυκλάδων, από το οποίο ψυχολογικά δεν αποκόπηκε ποτέ. Η Αννα Ματθαίου και η Πόπη Πολέμη, μελετώντας τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας («Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη. 1947 - 1955», «Θεμέλιο», 1999), ανέσυραν ένα αυτοβιογραφικό κείμενο της Μέλπως Αξιώτη, χρονολογημένο το 1953. «Ο παππούς μου», γράφει, «μ' είχε μάθει ν' αγαπώ τον λαό (...). Είχε γράψει κι' ο ίδιος πολλά μυκονιάτικα διηγήματα γεμάτα αγάπη για τον φτωχό κόσμο κι' ήταν ο πρώτος που έκαμε γνωστή στην Ελλάδα τη ρούσσικη φιλολογία με μεταφράσεις στη δημοτική του Πούσκιν, Λέρμοντοφ, Τολστόι. Ο πατέρας μ' είχε μάθει ν' αγαπώ τη Ρωσία, όπου είχε γεννηθεί κι' ο ίδιος και μεγάλωσε. Τον αγαπούσα λοιπόν τον λαό, την αγαπούσα και τη Ρωσία, και σίγουρα οι δυο αγάπες μαζί μ' είχανε πάει εμένα πια ίσαμε το ΚΚΕ. Είχα δηλαδή κάμει νερά, είχα φύγει από την τάξη μου». Η Αξιώτη περνάει το 1936 στις τάξεις της Αριστεράς, περισσότερο από ιδιοσυγκρασία και λιγότερο από ιδεολογική προετοιμασία. Δυο χρόνια μετά εκδίδει το πρώτο της βιβλίο, «Δύσκολες νύχτες», ένα μυθιστόρημα μοντερνιστικό που η κυκλοφορία του συνέπεσε με την πρωτοπορία στα μητροπολτικά κέντρα. Από το ίδιο αυτοβιογραφικό κείμενο: «Η λογοκρισία τού Μεταξά έσβυσε φράσεις εδώ κι' εκεί, μ' όλο που ήταν γραμμένο για να μπορεί να περάσει. Ετυχε νά 'χει προκηρυχτεί τότε ένας διαγωνισμός για την καλύτερη γυναικεία πεζογραφία της χρονιάς, και το βιβλίο μου πήρε το βραβείο. Κριτική επιτροπή ήταν ο Καρθαίος, ο Αλκης Θρύλος, η Τατιάνα Σταύρου, ο Θεοτοκάς και ο Βενέζης. Κανείς δεν είχε ώς τότε ακούσει τ' όνομά μου μες στους φιλολογικούς κύκλους, κανείς δεν ήξερε τι καπνό φουμάρω (...). Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έφτασε μάλιστα να γράψει πως ύστερα από 500 χρόνια οι "Δύσκολες νύχτες" θα παραμένουν ένα αξεπέραστο πρότυπο για την ελληνική λογοτεχνία». Το 1939, εκδίδει το πρώτο ποιητικό της βιβλίο, «Σύμπτωση», που θα επαινεθεί από ομοϊδεάτες και μη. Στα ποιήματά της κατεβαίνει στο ορυχείο της ντοπιολαλιάς και ανασύρει και το γεφυρώνει με τολμηρούς ρητορικούς τρόπους που την φέρνουν κοντά στον υπερρεαλισμό. Θα περάσουν αρκετά χρόνια, ώστε να επανέλθει με ποιήματα: «Κοντραμπάντο» (1959) και «Θαλασσινά» (1962). Εν τω μεταξύ, έχει έρθει σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και έχει ενταχθεί στο ΕΑΜ. Από το 1947 ώς τον επαναπατρισμό της, τον Δεκέμβριο του 1964, έζησε σε Παρίσι, Δρέσδη, πρώην Ανατολικό Βερολίνο, Βαρσοβία, Βουλγαρία, όπου εργάστηκε υπέρ του οράματος με αριστερά χαρακτηριστικά. Από την εξορία στέλνει τα πονήματά της στην Επιτροπή Διαφώτισης της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, η οποία προσπαθεί να περάσει τον μαρξιστικό χαλινό στο πρωτοποριακό έργο της Αξιώτη. Τα διηγήματα «Σύντροφοι, καλημέρα!» (1953) θα περάσουν από σαράντα κύματα λογοκρισίας μέχρι να εκδοθούν. Αλλα βιβλία της, τα μυθιστορήματα «Θέλετε να χορέψομε Μαρία;» (1940), «Εικοστός αιώνας» (1946), τα διηγήματα «Το σπίτι μου» (1965), το αυτοβιογραφικό «Η Κάδμω» (1972), τα χρονικά «Απάντηση σε πέντε ερωτήματα», «Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας», «Πρωτομαγιές 1886 - 1945» (1945), το δοκίμιο «Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας» (1983). Μετέφρασε Γκόρκι, Τσέχοφ, Ραντιγκέ, Ιονέσκο κ.ά.

ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/07/2003

Σημαντική απουσία στην έκθεση «Τα χρόνια της αμφισβήτησης»


Της ΦΑΝΗΣ ΠΕΤΡΑΛΙΑ*

Αναμφίβολα, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η έκθεση «Τα χρόνια της αμφισβήτησης - Η Τέχνη του 1970 στην Ελλάδα», η οποία, οργανωμένη από το ΕΜΣΤ, παρουσιάστηκε στη νέα πτέρυγα του Μεγάρου Μουσικής.
Δεν θα αναφερθώ ούτε στα θετικά ούτε στα αρνητικά που τη χαρακτήρισαν. Θα περιοριστώ στην επισήμανση της απουσίας μιας, έστω και ελάχιστης, αναφοράς στο ρόλο που το Ιδρυμα Φορντ έπαιξε στα πολιτιστικά -και όχι μόνον- πράγματα του τυραννισμένου τότε τόπου μας.

Μανόλης ΑναγνωστάκηςΟύτε λέξη, τόσο στον κατάλογο όπου γίνεται λόγος για «Τέχνη και Πολιτική», για «Τέχνη και Κοινωνία», όσο και στο Χρονολόγιο, το οποίο αναρτημένο στην είσοδο μας πληροφόρησε για τα όσα σημαντικά συνέβησαν στο χώρο της Τέχνης εκείνα τα χρόνια. Σ' αυτή την έκθεση, όπως σημείωσε στη στήλη του εικαστικής κριτικής ο Χάρης Καμπουρίδης, «ο χρηματοδοτούμενος εκμοντερνισμός από το Ιδρυμα Φορντ αποσιωπάται».Ούσα από εκείνους οι οποίοι εξακολουθούν να επιμένουν στην πολυσήμαντη σημασία του φαινομένου «χορηγίες του Φορντ στην επταετία» και πιστεύοντας ότι η Ιστορία, όταν γράφεται, πρέπει να γράφεται χωρίς κενά, επισημαίνω -με αρκετά μάλιστα ερωτηματικά- την παράλειψη. Αλλωστε, από τις στήλες τής «Ε» είχα και παλαιότερα ασχοληθεί με το θέμα. Και τώρα, με αφορμή αυτή την οπωσδήποτε σημαντική έκθεση, επανέρχομαι. Ξαναθυμάμαι και ξαναγράφω:Φλας μπακ στις αρχές της δεκαετίας του '70. Οι συνταγματάρχες κυρίαρχοι, φυλακές, βασανιστήρια, λογοκρισία, διεθνής απομόνωση, ασφυξία. Απροκάλυπτος ο αντιαμερικανισμός του ελληνικού λαού. Και το Ιδρυμα Φορντ, «φιλότεχνο» και «φιλελεύθερο» -«το άλλο πρόσωπο της Αμερικής», όπως χαρακτηριζόταν από έγκριτους δημοσιογράφους- να εφορμά χωρίς ενδοιασμούς.Με ορμητήριο την αμερικανική πρεσβεία, είχε ενσκήψει παράλληλα με τη χούντα και είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο: Με κόστος ελάχιστο να δημιουργήσει άλλοθι και να προπαγανδίσει επιτυχώς υπέρ των ΗΠΑ. Μοιράζοντας χρήματα σε καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους που εμφανώς αποστρέφονταν το καθεστώς: συγγραφείς, ζωγράφους, γλύπτες, ποιητές, σκηνοθέτες, μουσικούς, ακαδημαϊκούς, δασκάλους, εκδότες, κάθε λογής δημιουργούς και διανοούμενους. Οι οποίοι, για να εκπληρούν τους όρους, έπρεπε να είναι διακεκριμένοι, προοδευτικοί και, ει δυνατόν, αντιφρονούντες. Μέχρι και τα αντιστασιακά «Δεκαοχτώ Κείμενα» ψιθυριζόταν ότι είχε βρει τρόπο να «υποστηρίξει».Γιατί όλοι αυτοί ενέδιδαν; Αλλοι γιατί ίσως είχαν ελαφριά τη συνείδηση, άλλοι από άγνοια, άλλοι από πραγματική ένδεια. Το σίγουρο είναι ότι όλοι το έκρυβαν.Η διαδικασία ήταν η εξής: Κάποιος από την ηγεσία του Ιδρύματος ή ένας ήδη «μυημένος» έκανε διακριτικά την προσέγγιση, ακολουθούσε η αίτηση, η απάντηση και τέλος η επιταγή (300.000 δραχμές) ή κάποιες φορές μια υποτροφία στο εξωτερικό. Υποτίθεται ότι όλα γίνονταν με μεγάλη μυστικότητα ενώ τεχνηέντως τα ονόματα διέρρεαν, σμπαραλιάζοντας νεύρα, προκαλώντας ντροπή, ενοχές. Και το κυριότερο, απομυθοποιώντας μύθους, ανθρώπους, πρότυπα, αξίες. Ο κατάλογος από στόμα σε στόμα, μέρα με τη μέρα, μάκραινε.Ενώ παράλληλα ξεσπούσε ένας καταστροφικός πόλεμος στην κοινωνία των ανθρώπων της Τέχνης και της διανόησης. Ενας σκληρός, διχαστικός πόλεμος, μεταξύ εκείνων που έλεγαν το «ναι» και των άλλων που υποστήριζαν το «όχι».Ανάμεσα σε εκείνους που ύψωσαν θαρραλέα φωνή καταγγελίας, ο σκηνοθέτης Γιώργος Μιχαηλίδης, η Μαριέττα Ριάλδη, ο Στέφανος Ληναίος, οι εκδότες Γιώργος Χατζόπουλος και Λεωνίδας Χρηστάκης, ο Κώστας Χατζηαργύρης. Από μακριά ο Κώστας Γαβράς, που από το Παρίσι μάς έστελνε το στρατευμένο αμερικανικό περιοδικό«Ramparts», μας αποκάλυπτε τη δράση μιας τρομακτικής διεθνούς συνωμοσίας τής CIA, η οποία στοχεύοντας σε καλλιτέχνες και διανοούμενους, με όχημα το Ιδρυμα Φορντ και πρόσχημα τα ευγενέστερα των ιδανικών, σκόρπιζε χρήματα ανά την υφήλιο, εξασφάλιζε ανοχή και έφτανε να προετοιμάζει μέχρι και πραξικοπήματα τύπου Ινδονησίας, με 600.000 σφαγιασθέντες ανθρώπους. Είχαμε συγκλονιστεί.ΗΛιλή Ζωγράφου, τον Γενάρη του '73, απηύθυνε προς το δραστήριο αντιπρόεδρο του Ιδρύματος Μάικλ Λάστρι (ο οποίος είχε δημόσια επιτεθεί στον Αλέξη Μινωτή) την ακόλουθη ανοιχτή επιστολή:«Εξι χρόνια τώρα κυκλοφορείτε αόρατος ανάμεσά μας. Προσεγγίσατε, παρασύρατε, υποσχεθήκατε, βάλατε σε πειρασμό, κλονίσατε συνειδήσεις, γκρεμίσατε υπολήψεις. Πώς; Μοιράζοντας λεφτά, ταξίδια και υποσχέσεις για ένα απώτερο μέλλον. Και όλο και μεγάλωνε η λίστα. Χρειαζόσασταν ονόματα. Ηχηρά. Και έντιμα. Και συμβολικά για το πλήθος. Πολύτιμα και αναγκαία για τη μαζική συνείδηση. Ολους που είχαν ή που θα μπορούσαν να αναπτύξουν ένα σύστημα, τους περάσατε από την προκρούστεια φορντιανή οικονομική χορηγία. Ολα κάτω. Να μη βρούμε τίποτα όρθιο την ώρα της Κρίσης. Γιατί το ξέρετε ότι η κρίση θα έρθει...».Ποτέ δεν τους μάθαμε όλους όσοι αρνήθηκαν τα αργύρια από τα φανερά «μυστικά κονδύλια» της αμερικανικής πρεσβείας εκείνης της εποχής. Το σίγουρο είναι ότι ανάμεσά τους ήταν ο Ανδρέας Φραγκιάς, ο Σάκης Καράγιωργας (ο οποίος τα επέστρεψε) και ο Μανόλης Αναγνωστάκης.* Δημοσιογράφος, μέλος του Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 06/05/2006

Γ. ΚΟΝΤΟΣ:«Μόνο οι παραλογοτέχνες μιλάνε για κυκλώματα»

Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ (spapa@enet.gr)

Συμπληρώνοντας φέτος τριάντα χρόνια θητείας στον «Κέδρο», ο ποιητής Γιάννης Κοντός μπορεί να το καυχηθεί: «Είμαι ο αρχαιότερος επαγγελματίας αναγνώστης στην Αθήνα», λέει, και ξεπροβοδίζει τον πρώτο... πελάτη που ήρθε ν' αφήσει έναν φάκελο στα χέρια του πρωί πρωί. «Κάθε μέρα το ίδιο γίνεται. Ολοι θέλουν να μου παραδίδουν προσωπικά τα χειρόγραφά τους. Αλλά δεν παραπονιέμαι. Την αγάπησα πολύ αυτή τη δουλειά, μ' όλα τα ρίσκα της. Και μου έγινε απαραίτητη. Οταν λείπω με άδεια νιώθω άσχημα. Καμιά φορά σκέφτομαι να φέρω ένα ράντζο και να περάσω εδώ μια νύχτα!».Στον «Κέδρο» της Νανάς Καλλιανέση σύχναζε από φοιτητής. «Κοιτούσα με δέος τον Ρίτσο, τον Βάρναλη, τη Μέλπω Αξιώτη αλλά και νεότερους, όπως τον Κουμανταρέα ή τον Αμπατζόγλου, κι ήθελα να γίνω σαν κι αυτούς. Κι όταν το '70 ετοιμαζόμουν να εκδώσω το πρώτο μου βιβλίο, πλησίασα τον Τσίρκα, τον Κοτζιά και τον Σινόπουλο, λαχταρώντας να μ' εκτιμήσουν και να με δεχτούν στη συντροφιά τους. Ετσι γινόταν τότε, τέτοιες προσωπικότητες λειτουργούσαν σαν φίλτρα. Ομως και σήμερα το χειρόγραφο που θα μας συστήσει ένας δικός μας συγγραφέας θα το δούμε με ιδιαίτερη προσοχή». Με το που έκλεισε το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», που διατηρούσε με τον Θανάση Νιάρχο, κλήθηκε από τη Ν. Καλλιανιέση να εργαστεί επισήμως ως αναγνώστης, ξεσκαρτάροντας τις μαρτυρίες, κυρίως, των ταλαιπωρημένων από φυλακίσεις κι εξορίες αριστερών, που έφταναν στη μεταπολίτευση κατά κύματα. Τη μεταβατική δε περίοδο που ο «Κέδρος» περνούσε στην ιδιοκτησία των Β. Παπαθανασόπουλου-Κ. Λεμπέση, ο ίδιος μαζί με τους Λάμπη Ράππα και Νινέτα Μακρυνικόλα λειτούργησε ως εγγυητής ότι η προοδευτική αισθητική του οίκου θα συνεχιστεί. «Ο μόνος συγγραφέας που άλλαξε στέγη τότε ήταν ο Νίκος Χουλιαράς», θυμάται. «Εγώ τον είχα φέρει. Οπως έφερα και τον Στρατή Δούκα, τον Ιωάννου, τον Σαχτούρη, τον Μπακόλα, τον Πανσέληνο, τον Πλασκοβίτη, τον Γιατρομανωλάκη, τον Τσιαμπούση, τον Γκόρπα, τον Γκιμοσούλη, τη Νικολαΐδου, κι άλλους πολλούς. Τώρα πια οι μετακινήσεις δίνουν και παίρνουν, αλλά εγώ αποφεύγω να τσακώνομαι. Πέρσι μάς έφυγε ο Μουρσελάς. Ε, την πρώτη μέρα νευρίασα, την επομένη μου είχε περάσει...».Στο σημερινό εμπορευματοποιημένο σκηνικό, ο Γ. Κοντός αυτοπροσδιορίζεται ως «ένας απλός υπάλληλος» που ασκεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πίεση για να διατηρηθεί ένα επίπεδο ποιότητας. «Αλλαξαν τα πράγματα», παραδέχεται, και δεν αναφέρεται μόνο στα παλιά σαββατιάτικα τσιμπούσια, όπου λυνόταν η γλώσσα κι όσων δεν έπιναν στάλα, όπως ο Ανδρέας Φραγκιάς. «Τώρα πια έχει λόγο και το τμήμα πωλήσεων, ενώ κι η ποίηση περνάει δύσκολες μέρες. Το πολύ να εγκριθούν έξι συλλογές μέσα στη χρονιά. Μικρός ήμουν πιο επιθετικός, αλλά στα 60 σου είναι χαζομάρα να είσαι επαναστατημένος. Εξακολουθώ πάντως να πιστεύω πως το χρίσμα σ' έναν συγγραφέα δεν το δίνει η αγορά, ούτε οι κριτικοί κι οι δημοσιογράφοι. Το δίνει το σινάφι. Και μόνο οι παραλογοτέχνες μιλάνε για κυκλώματα».
7 - 11/02/2007

Η «Καγκελόπορτα» στα τουρκικά

Το δεύτερο μυθιστόρημα του Αντρέα Φραγκιά (1921-2002), η «Καγκελόπορτα» (1962), κυκλοφόρησε αυτόν τον καιρό στη γειτονική Τουρκία. Δεν θ' αργήσει να εμφανιστεί στα τουρκικά βιβλιοπωλεία και ο «Λοιμός» (1972). Είναι δύο από τα πιο δυνατά λογοτεχνικά βιβλία της Ελλάδας μετά τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο, γραμμένα από μία σπουδαία προσωπικότητα, η οποία δεν πριμοδοτούσε την ιδεολογία του σε βάρος της λογοτεχνικής του γραφής. Να θυμίσουμε ότι φέτος συμπληρώνονται ακριβώς πέντε χρόνια από τον θάνατό του.
Η «Καγκελόπορτα» είναι η μεταπολεμική αυλή της μετεμφυλιακής Ελλάδας, με φόντο μια καγκελόπορτα, που, όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο Μένης Κουμανταρέας, «τους προστατεύει αλλά και τους μαντρώνει. Οι περιστάσεις το έφεραν οι άνθρωποι εκεί να γίνουν αυτοσχέδιοι έμποροι που καταβροχθίζουν χαλασμένες κονσέρβες για ν' αποδείξουν στον υποψήφιο αγοραστή τη φρεσκάδα τους, βιοτέχνες εκ του προχείρου που στήνουν μία επιχείρηση με αργαλειούς, οξυγονοκολλητές που η λάμψη τους φωτίζει αισθησιακά τα κορίτσια της γειτονιάς που όμως η καρδιά εκείνων σκιρτά στο άκουσμα της εξάτμισης μιας μοτοσικλέτας».Ανθρωπος των εφημερίδων ο Αντρέας Φραγκιάς, συνταξιοδοτήθηκε από την «Καθημερινή». Είχε τιμηθεί με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, το 1988, για το δίτομο και τελευταίο έργο του «Το πλήθος» (1985 και 1986). Το πρώτο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Ανθρωποι και σπίτια», είχε εκδοθεί το 1955. Χωρίς να απομακρύνεται από τον ρεαλισμό, γονιμοποίησε την πεζογραφία του με πολλά νεωτερικά στοιχεία. Στο «Πλήθος», η προσωπική ιδιοσυγκρασιακή γραφή του πετάει με τα φτερά του φανταστικού.

Β.Κ.Κ.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/06/2007

Σάββατο 28 Ιουλίου 2007

ΚΑΓΚΕΛΟΠΟΡΤΑ

Η παράλληλη πορεία δυο ατόμων στην Αθήνα του '50. Ο πρώτος, πρώην αγωνιστής της Αντίστασης, συμβιβάζεται κι εγκαταλείπει τα ιδανικά του, ενώ ο δεύτερος βρίσκει ένα κορόιδο για να πραγματοποιήσει το μέγάλο όνειρό του, που είναι να γίνει βιομήχανος. Κριτική του μικροαστισμού και των προδομένων ιδανικών της γενιάς της Αντίστασης, που στηρίζεται στ' ομώνυμο βιβλίο του Ανδρέα Φραγκιά.
Παραγωγή: Ελληνική (1978)Σκηνοθεσία: Δημήτρης ΜακρήςΠρωταγωνιστούν: Φαίδων Γεωργίτσης, Βαγγέλης Καζάν, Εύα Κοταμανίδου, Θάλεια Παπάζογλου


Κοινωνική 1978 (Εγχρ.), Διάρκεια: 125'

XAΠΠΥ ΝΤΑΙΗ

ΧΑΠΠΥ ΝΤΑΙΗ

Σκηνοθεσία, Σενάριο: Παντελής Βούλγαρης,
Φωτογραφία: Γιώργος Πανουσόπουλος,
Ντεκόρ: Γιάννης Καλατζής,
Μοντάζ: Αριστείδης Καρϋδης-Φουκς
Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος,
Ηθοποιοί: Στάθης Γιαλελής, Σταύρος Καλάρογλου, Γιώργος Μοσχίδης, Ζωρζ Σαρρή,Κώστας Τζούμας, Νίκος Μπουσδούκος, Δημήτρης Πουλικάκος.

Από το μυθιστόρημα του Ανδρέα Φραγκιά "Ο λοιμός", ένα κοινωνικοπολιτικό δράμα, με πρωταγωνιστές τα μέλη μιας ομάδας εξόρι­στων, τους δεσμοφύλακες, τους επίσημους επισκέπτες αλλά και τη σχέση μεταξύ τους. Σε κάποιο ξερονήσι, Βασιλεύουν ο δυνατός αέ­ρας, ο σκληρός ήλιος και η διαίρεση των κατοίκων του σε κρατούμενους και βασανι­στές. Ο κλειστός αυτός κόσμος αποτελεί κι ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, όπου οι νυχτερινές έφοδοι, οι ξυλοδαρμοί και οι πε­ρίεργες αυτοκτονίες χαρακτηρίζουν την κα­θημερινότητα του.Κορύφωση του δράματος και συμβολική συμπύκνωση της μνήμης και των καταστάσεων συμπίπτουν στη διάρκεια της επίσκεψης των αξιωματούχων, καθώς ένας υποτιθέμενος νεκρός βρίσκεται ζωντανός, εκτελείται για δεύτερη φορά, μα τώρα ο συ­γκροτούμενος και βασανιστής του ξαναβρί­σκει το κουράγιο και την πίστη του. Η αφήγηση της ταινίας αναφέρεται σε πρόσωπα φαντα­στικά, σε βιώματα πανανθρώπινα, αναζητώ­ντας μέσα από τη φόρμα της ποιητικής αλ­ληγορίας και της ρυθμικής τελετουργίας, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ουσία των πραγμάτων

Τρίτη 19 Ιουνίου 2007

Έρη Σταυροπούλου, Η συμβολική λειτουργία του χώρου στην πεζογραφία του Α.Φραγκιά

http://www.nlg.gr/epet/all1.asp?id=963&pg=0

Aγγελική Κώττη: "Φ" όπως φως

http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2005-19119

Α.Φραγκιάς Συνέντευξη στα Νέα 21/05/1994

http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2004-10924

Αντρέας Φραγκιάς : Συνέντευξη στον Β.Ραπτόπουλο, Αντί 31/12/1985

http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2006-27804

Κρίτων Χουρμουζιάδης : Η αλληγορία ενός παράλογου κόσμου [κριτική για το Πλήθος, Αντί 25/5/1995]

http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2005-22505

Αντρέας Φραγκιάς Η αισιοδοξία δεν είναι κονσέρβα, Συνέντευξη στη Μ.Χαρτουλάρη, Τα Νέα 25/9/1995

http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2004-10706

Ανδρέας Παναγόπουλος, Η ομοιοπαθητική στη λογοτεχνία (για το Πλήθος του Α.Φραγκιά)

http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2005-21970

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2007

Κατερίνα Σχινά

Λοιμός, Αντρέας Φραγκιάς. Αθήνα: Κέδρος, 1998
Ολιγογράφος συγγραφέας, ο Ανδρέας Φραγκιάς (1921-2002) δημοσίευσε μέσα στις τέσσερις δεκαετίες της συγγραφικής του δράσης μόνο τέσσερα μυθιστορήματα και μερικές μεταφράσεις. Παρά το φειδωλό της γραφής του, βαραίνει πολλαπλά στην νεοελληνική γραμματολογία, έχοντας συμβάλλει ουσιαστικά στην υπόθεση της σύγχρονης μυθιστοριογραφίας, τόσο με τον τρόπο που συλλαμβάνει και πραγματώνει το θέμα του, όσο και με το ήθος του λόγου και των αισθημάτων του. Την ιδιαίτερη σημασία της παρουσίας του στη νεοελληνική λογοτεχνία, υπογραμμίζει εξάλλου και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του, με το οποίο τιμήθηκε το 2000, ένα μόλις χρόνο πριν από τον θάνατό του.Ο Φραγκιάς ανήκει στη λεγόμενη πρώτη περίοδο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας, δηλαδή συγκαταλέγεται σ’ εκείνους τους συγγραφείς, που ως έφηβοι ή νέοι επιβιώνουν μέσα από τον Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο και εμφανίζονται στον χώρο της λογοτεχνίας τη δεκαετία 1945-1955. Γεννημένος στην Αθήνα το 1921 και με σπουδές οικονομικών επιστημών, τις οποίες διέκοψε λίγο πριν από το πτυχίο, λόγω του πολέμου και της συμμετοχής του στην Αντίσταση, βίωσε τη νεότητά του μέσα στη σκληρότητα του πολέμου, της πείνας, των διώξεων και των βασανιστηρίων. Φίλος και συνεργάτης του Άρη Αλεξάνδρου και του Δημήτρη Χατζή μοιράστηκε μαζί τους τις μεταπολεμικές περιπέτειες και κακουχίες αλλά και το καταφύγιο της γραφής. Για βιοπορισμό, εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά (Αυγή, Δημοκρατική Αλλαγή, Μεσημβρινή, Εικόνες, Καθημερινή), γράφοντας ταυτόχρονα τα μεγάλα του μυθιστορήματα - (ένα ανά δεκαετία): Άνθρωποι και σπίτια (1955), Η καγκελόπορτα (1962), Λοιμός (1972) και το δίτομο Πλήθος (1985-86) (Κρατικό Βραβείο 1988). (...) Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Ανδρέας Φραγκιάς, μετά από ένα σύντομο διάστημα αυτοεξορίας στο Παρίσι, επιστρέφει στην Ελλάδα και εργάζεται για να ζήσει ως μεταφραστής στην εγκυκλοπαίδεια «Δομή». Εκείνη την εποχή ολοκληρώνει τον Λοιμό, ένα έργο που όχι μόνο θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, αλλά και θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη με τον τίτλο Happy Day, αποτελώντας την βάση της πιο φορμαλιστικής και υποδειγματικά στιλιστικής ταινίας του σκηνοθέτη. Σκηνικό του μυθιστορήματος, ένα πρωτότυπο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη μέση του πουθενά, κάτω από έναν ανελέητο ήλιο, ανάμεσα σε άνυδρα βράχια, πλάι σε μια αφιλόξενη, σχεδόν παράλογη θάλασσα - όπου, με τον σωματικό και ηθικό βασανισμό, ο άνθρωπος σμικρύνεται σε μια μόνη διάσταση, τη βιολογική. Ήρωές του άνθρωποι χωρίς ονόματα, που ορίζονται από τα χαρακτηριστικά ή τις ιδιότητές τους: ο επόπτης, ο πρωτομάστορας, ο περιδεής, ο κίτρινος σκούφος, ο καταστροφέας, ο ομιλιογράφος, ο κυνηγός. Ύφος ιδιότυπο: ένας συγκερασμός ποιητικά ειρωνικού γκογκολικού λόγου με την καφκική αλληγορία, δοσμένος με έντονες εξπρεσιονιστικές πινελιές.
Περιοδικό Ithaca τ. 18, Σεπτέμβριος 2002

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2007

Αντρέας Φραγκιάς



Δύο Σχήματα Προσέγγισης


ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΣΟΥΜΕ ΕΝΑ κείμενο και ιδιαίτερα ένα κείμενο αφηγηματικό. Με αφετηρία το αξίωμα ότι η κάθε αφήγηση είναι ένας πολύμορφος και πολυσύνθετος οργανισμός, θα μπορούμε να κάνουμε μερικά βήματα προσέγγισης και κάποιες παρατηρήσεις που ίσως μας διευκολύνουν να δούμε καλύτερα τη σύσταση και τις λειτουργίες του με την ελπίδα να το γνωρίσουμε καλύτερα. Η καταγραφή όλων των τρόπων και των μεθόδων είναι βέβαια αδύνατη, ο αριθμός τους συνεχώς μεγαλώνει, υπάρχει πάντα και ένας μεγαλύτερος. Ούτε ο κάθε τρόπος ισχύει για όλα τα κείμενα.
Ίσως, ψάχνοντας για δρόμους προσέγγισης, διαφανούν και κάποια ίχνη του τρόπου κατασκευής του περατωμένου πια για μας έργου. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πλησιάζεται και η διαδικασία παραγωγής, ούτε η άβατη περιοχή της δημιουργίας. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Αλλά και στη διαδικασία παραγωγής ίσως λειτουργούν συνειδητά ή ασυνείδητα, κάποιες προκαθορισμένες εμφανείς ή ενυπάρχουσες σταθερές, που φαίνεται να προσδιορίζουν σημαντικά το αποτέλεσμα, χωρίς όμως να προσφέρουν και τη βεβαιότητα ότι αυτές είναι οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες.
Ας σταθούμε σε δύο μόνο παρατηρήσεις που ενδέχεται να βοηθούν με τη σχηματικότητά τους.

1. Η δοκιμασία των Μνηστήρων (Οδύσσεια, φ.67)
Κριτήριο του αγωνίσματος: το βέλος του τόξου, που θα ρίξει ο κάθε μνηστήρας, πρέπει να περάσει από όλες τις τρύπες που έχουν δώδεκα πελέκια τοποθετημένα στη σειρά, όταν αφαιρεθούν οι ξύλινες λαβές τους. Το βέλος πρέπει να πραγματώσει ολόκληρη τη διαδρομή και να φτάσει στο τέλος της, έξω και από το τελευταίο πελέκι. Μόνο αυτή η έκβαση θεωρείται επιτυχία. Προκαταρκτικές δυσκολίες πριν από το κυρίως αγώνισμα: Να τοποθετηθούν τα πελέκια στη σωστή σειρά ώστε όλα τα κέντρα των οποίων να σχηματίζουν μία νοητή απόλυτη ευθεία για να περάσει το βέλος.
Σε μια αφήγηση, το θεματικό μέρος που αναπτύσσεται, δηλαδή η οποιαδήποτε ιστορία με τα γεγονότα, τις καταστάσεις και την εξέλιξη των πραγμάτων που εκθέτει, αποτελείται από διάφορα περιστατικά. Μοιάζουν να είναι τα ομηρικά πελέκια.
Η αφήγηση όμως δεν είναι η απλή παράθεση αυτών των στοιχείων. Αυτό δεν αρκεί. Ίσως όλα αυτά να είναι χρήσιμα, αποκαλυπτικά, εξαίρετης γραφής, πολύτιμα για άλλες σπουδαίες χρήσεις. Αφήγηση θα γίνουν μόνο όταν τα διαπερνά ένα ζωτικό ρεύμα που τα ενοποιεί και τους δίνει χαρακτήρα, ύπαρξη και ιδιαίτερη οντότητα. Το ρεύμα είναι η δυναμική διαδρομή του βέλους καθώς διατρέχει το σώμα τους, μέσα από
τις οπές τους, Το βέλος δίνει ζωή και νόημα στα περιστατικά με τη συνεχή διαδρομή του.
Απαραίτητο: Να έχουν οπή. Αν δεν έχουν, δεν είναι πελέκια. Τα περιστατικά που δεν έχουν την συνδετική οπή, για να τα διαπεράσει το βέλος της αφήγησης, δεν είναι περιστατικά, πρέπει να βγουν από τη σειρά. Εάν ένα δεν την έχει, το βέλος της αφήγησης θα σταματήσει σε όποιο σημείο συναντήσει το εμπόδιο. Από εκεί και πέρα, έστω και αν όλα τα άλλα είναι σωστά, η σειρά αχρηστεύεται και τα διάφορα περιστατικά επανέρχονται στην προηγούμενη ιδιότητα τους, της απλής παράθεσης ή της καταγραφής. Το αγώνισμα ακυρώνεται αφού δεν συντελείται το έργο. Το πελέκι-λάθος, που ανέκοψε τη ροή του βέλους, παύει να είναι οργανικό στοιχείο μέσα στο σύνολο, αποτελεί είδος φραγμού όπως και αν στη θέση του ήταν ένα οποιοδήποτε ξένο αντικείμενο.
Οι ακραίες, κατά κυριολεξία, περιπτώσεις: Αν ένα ελαττωματικό πελέκι —από έλλειψη οπής ή από λανθασμένη τοποθέτηση — βρίσκεται στην αρχή ή στο τέλος της σειράς. Αν το λάθος είναι στην αρχή και όλα τα άλλα πελέκια στη θέση τους, υπάρχει το τέλειο σκηνικό χωρίς όμως το έργο της αφήγησης, δηλαδή το πέρασμα του βέλους. Αν το λάθος συμβαίνει στο τελευταίο, η προσπάθεια ίσως να είχε ελπίδες επιτυχίας, το έργο όμως δεν ολοκληρώνεται αφού δεν έχει έξοδο. Εξαντλείται μέσα στο σύστημα που το απορροφά, τελειώνει δηλαδή στον εαυτό του. Η έξοδος του βέλους και από το τελευταίο πελέκι είναι κάτι σαν απελευθέρωση του και γίνεται αναγκαία γιατί αλλιώς το βέλος χάνεται μαζί με το έργο του. Δεν υπάρχει το τελικό κριτήριο.
Άλλο στοιχείο: Τα πελέκια, εφ' όσον είναι σωστά τοποθετημένα, ορίζουν με τις οπές τους το όριο της διαδρομής. Η σειρά τους δεν νοείται ατέλειωτη. Το μήκος της καθορίζεται από ένα ανώτατο και πραγματοποιήσιμο όριο αντοχής του τόξου και της δύναμης του τοξότη. Οι κανόνες ισχύουν για όλους που τους αποδέχονται με τη συμμετοχή τους. Κανένα λάθος, καμιά αδυναμία δεν αναγνωρίζεται και δεν συγχωρείται. Η δύναμη του βέλους προσδίδεται κατά την εκτόξευση, στην αφετηρία.
Καμιά διόρθωση πορείας δεν είναι δυνατή μόλις το βέλος φύγει. Δεν έχει να πάρει δύναμη από πουθενά. Όλα αυτά ισχύουν ως προϋποθέσεις. Η δοκιμασία όμως περιμένει τον κάθε μνηστήρα.
Όλοι διαγωνίζονται με το ίδιο τόξο. Αν έσπαγε το τόξο από υπερβολική κάμψη, το αποτέλεσμα θα ήταν μηδενικό, αφού η επί πλέον δύναμη θα ήταν εξ αρχής καταστροφική. Αυτό όμως το ενδεχόμενο δεν ενδιαφέρει. Θεωρείται έξω από την δοκιμασία και μάλλον αδύνατο. Η δυσκολία αρχίζει από την πρώτη στιγμή, όταν προσπαθούν να λυγίσουν το ορισμένο τόξο. Κάποιοι εγκαταλείπουν τον αγώνα σε αυτό το προκαταρτικό στάδιο και παύουν πια να θεωρούνται μνηστήρες.
Η δοκιμασία του τοξότη είναι διπλή: να σκοπεύσει σωστά ώστε το βέλος του να περάσει μέσα από τις διαδοχικές οπές και να έχει τόση δύναμη ώστε να τις περάσει όλες όσο διαρκεί ακόμα η ευθύγραμμη διαδρομή του. Στην ιδανική περίπτωση, όταν το βέλος περνάει και το τελευταίο πελέκι διατηρεί ολόκληρη την ένταση της εκτόξευσης που το κρατάει ακόμα σε αδιάπτωτη πορεία. Μόλις αρχίσει να καμπυλώνεται η τροχιά του, θα προσκρούσει σ' ένα πελέκι και θα πέσει. Από εκεί και πέρα δεν μας ενδιαφέρει, το έργο έχει τελειώσει σε αυτό το σημείο. Τα πελέκια που υπολείπονται, δηλαδή τα περιστατικά που δεν τα διαπέρασε το βέλος της αφήγησης, δεν αποτελούν οργανικό μέρος της. Είναι πια περιττά. Ως εκεί έφτασε η δύναμή της.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το βέλος προχωρήσει και πέρα από το τελευταίο όριο. Η συνέχιση της διαδρομής έξω από το σύστημα των περιστατικών, που έχει πια ολοκληρωθεί, γίνεται χωρίς σημασία, ένας σκέτος πλεονασμός. Κάτι, ας πούμε, σαν ρητορεία.
Η επιτυχία στο αγώνισμα δεν μετριέται με το μήκος της βολής —θα ήταν τότε ένα άλλο αγώνισμα-αλλά με την περίοδο της μέγιστης έντασης που κατευθύνεται σωστά σύμφωνα με τη δύναμη και με τη σκοπευτική δεινότητα του τοξότη. Μαζί με την έκβαση της δοκιμασίας γίνεται και ένα είδος διαγωνισμού κατάταξης των πρώην πια μνηστήρων, ανάλογα με τα πελέκια που πέρασε το βέλος του καθενός. Αυτό όμως γίνεται άσχετα με το συγκεκριμένο αγώνισμα, είναι μια ιδιωτική υπόθεση μεταξύ τους.
Στο παράδειγμα δεν ενδιαφέρει με ποια σειρά έχουν τοποθετηθεί τα πελέκια. Μέγιστη σημασία έχει να βρίσκονται οι οπές σε ευθεία ώστε να μένει ανοιχτό το πέρασμα. Ο σωστός σκοπευτής οφείλει να βλέπει μέσα από τις τρύπες το τέλος της διαδρομής, τι υπάρχει πέρα από αυτές. Αν θα τις περάσει ή όχι όλες το βέλος του, μένει πάντα για τον ίδιο ένα πολύ σοβαρό ερώτημα. Την απάντηση θα την πάρει σύντομα. Όταν όμως συντελεσθεί αυτή η διαδρομή, το έργο θα φέρνει μέσα του την δυναμική ροή που το γέννησε.

2. Το κομπολόι
Ένα σχεδόν αντίστροφο σχηματικό παράδειγμα μπορούμε να δούμε στο κομπολόι.
Τα περιστατικά —οι οποιεσδήποτε χάντρες— όσο υπάρχουν χύμα ενδέχεται να είναι από απλές πέτρες, ασήμαντα ξύλα, μέταλλα ή βόλοι από πηλό μέχρι και ανεκτίμητα πετράδια, κομμάτια σπάνιας ωραιότητας. Ίσως να αποτελούν και πραγματικό θησαυρό.
Εδώ, αντί για πελέκια έχουμε τις χάντρες χύμα που μόλις περαστούν στον σπάγγο του κομπολογιού αποτελούν αμέσως ένα ανεξάρτητο αντικείμενο για στολίδι, για απλό παιχνίδι ή κόσμημα. Ο χαρακτήρας του αθροίσματος αλλάζει ακαριαία την ποιότητα του αθροίσματος. Οι προηγούμενες αξίες, που ίσως υπάρχουν, παύουν να ισχύουν, όπως παύει να έχει σημασία και η ευτέλεια των υλικών. Τώρα έχουμε ένα διαφορετικό ενιαίο σύνολο που επιβάλλει εντελώς διαφορετικά κριτήρια.
Προϋποθέσεις: η τρύπα, η κλωστή, το πέρασμα και η τεχνική εξασφάλιση για να μη χυθεί η σειρά. Τα ενοποιητικά στοιχεία, οι τρύπες και η κλωστή, προσφέρουν τις δυνατότητες. Η τοποθέτηση που θα πάρουν όταν γίνουν σειρά — εφ' όσον έχουν κάποια διαφορετικότητα — θα δώσει τη μορφή στο νέο αντικείμενο που προκύπτει. Αυτό είναι τώρα το έργο. Στα πελέκια του Οδυσσέα, που ήταν όλα ίδια. μετρούσε η δύναμη και η ικανότητα. Τα συνέδεε η ευθύτητα των οπών και το βέλος που είχε την αντοχή να περάσει μέσα από αυτές. Εδώ σημασία έχει η σειρά. Αυτή θα δώσει τη διαφορετικότητα στα πολλά αντικείμενα που είναι δυνατόν να προκύψουν από τις ορισμένες χάντρες.
Από τα ίδια αρχικά στοιχεία παράγονται πολλά έργα με διαφορετικές χρήσεις και μορφές. Όλα εξαρτώνται από την επιλογή του κατασκευαστή που έχει εδώ τη δυνατότητα να ενεργήσει σε πολλά επίπεδα και με πολλούς βαθμούς ελευθερίας.
Το νήμα είναι τώρα το κύριο εργαλείο στα χέρια του κατασκευαστή. Θα το περάσει μέσα από τις χάντρες που αυτός θα επιλέξει και με τη σειρά που θα τους δώσει θα σχηματίσει την αφήγηση.
Οι χάντρες όμως δεν είναι εξ αρχής τρυπημένες για να δεχτούν το νήμα. Θα τις ανοίξει ο κατασκευαστής με το πάθος του που θα δώσει τη διατρητική ικανότητα στο νήμα του. Όσο λεπτό ή ευλύγιστο και αν φαίνεται, γίνεται σουβλερό τρυπάνι που προχωρεί και συνδέει. Περνάει την πέτρα, λιώνει το μέταλλο, δένει το διαμάντι.
Η αντοχή της κλωστής πρέπει, βέβαια, να αντέχει στο συνολικό βάρος των στοιχείων, ανάλογα με την προκαθορισμένη χρήση του νέου αντικειμένου. Αν σπάσει, οι χάντρες θα χυθούν και θα ξαναγίνουν άμορφο άθροισμα. Χαμένος κόπος.
Είναι η γνωστή και αγαπημένη «κόκκινη κλωστή» του παραμυθιού που γυρίζει στην ανέμη και φέρνει τη διαδοχή των περιστατικών. Οι χάντρες και η κλωστή γίνονται ένα. Όταν περαστούν από την κλωστή, όποια χάντρα και αν σηκώσεις τραβάει και ανυψώνει ολόκληρο το κομπολόι. Η αφήγηση έχει πραγματωθεί. Μετά από αυτό, η σειρά μπορεί να πάρει πολλές διατάξεις, να είναι ευθύγραμμη, κυκλική, κυματοειδής ή οποιοδήποτε άλλο σχήμα κατάλληλο για τη χρήση της.
Η μεταβολή των σκόρπιων περιστατικών σε οργανική αφήγηση συνδέεται και ενισχύεται από την ένταση της εσωτερικής ανάγκης του τεχνίτη να πετύχει την παραγωγή αυτού του έργου, που είναι η σύνθεση των στοιχείων σε ένα σταθερό και ζωτικά σημαντικό γι' αυτόν αντικείμενο. Θα τα συνδέσει και θα τα μεταμορφώσει, όπως το βέλος ενοποίησε το πελέκια των μνηστήρων, μια ιδέα, ένα συναίσθημα, μια κραυγή, ένας έρωτας, ένα ανθρώπινο αίτημα.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελίτροχος (τεύχος 2 Απρίλιος –Ιούνιος 1994) που ήταν αφιερωμένο στον Αντρέα Φραγκιά.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2007

Παντελής Mπουκάλας


H στοχαστική λογοτεχνία του Aνδρέα Φραγκιά Aπό την ιστόρηση της μετακατοχικής Aθήνας στη σκιαγράφηση του ασφυκτικά επιτηρούμενου παρόντος

Για να αποχαιρετήσουμε τον Aνδρέα Φραγκιά όπως του αρμόζει, για να μιλήσουμε για τον άξιο δημοσιογράφο, λογοτέχνη και πολίτη που έσβησε στα πλήρη ογδόντα ένα του όσο ήσυχα και σεμνά έζησε τη γόνιμη εμπλοκή του με τη γραφή, θα πρέπει πρώτα πρώτα να θυμηθούμε και να εμπιστευτούμε εκ νέου ένα νόμο που μοιάζει ανυπόληπτος και απαράδεκτος στις ποσοτικές ημέρες μας, ημέρες της άγριας μεγεθολατρείας: το λίγο είναι σπουδαίο, λοιπόν, το λίγο μπορεί ν΄ αξίζει πολύ περισσότερο από το ογκώδες, το μαζικό, το διάσημο, το κραυγαλέο και το αυτοδιαφημιζόμενο.
Στα τριάντα χρόνια της δημόσιας λογοτεχνικής του γραφής (αφού η πολύχρονη δημοσιογραφική εργασία του υπήρξε κατά κύριον λόγο ανώνυμη, ανυπόγραφη), στον μισόν αιώνα που διέρρευσε από την πρώτη του εμφάνιση, ο Aνδρέας Φραγκιάς τύπωσε τέσσερα μυθιστορήματα όλα κι όλα (κρατώντας στο συρτάρι όσα κείμενά του έκρινε πως δεν είχαν ολοκληρωθεί): το «Aνθρωποι και σπίτια» το 1955 (οι άνθρωποι σε μια λαϊκή συνοικία της Aθήνας, έναν χρόνο έπειτα από μιαν απελευθέρωση που η κυριολεξία της δεν ίσχυσε για όλους, με τα «καμένα σπίτια» και κυρίως την καμένη μνήμη, αφού «όλοι ξέρουμε πως καήκανε και δε μιλάμε γι’ αυτό»), την «Kαγκελόπορτα» το 1962 (δίκαιη και μεστή ιστόρηση του μετεμφυλιακού δράματος και των ριζικών κοινωνικών μεταλλαγών στο άστυ), τον «Λοιμό» το 1972 (βασανιστές και βασανιζόμενοι σε ένα εφιαλτικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και «αναμόρφωσης», με πιθανό πρότυπο τη Mακρόνησο, όπου ο συγγραφέας υπηρέτησε τη θητεία του ως κρατούμενος, στα χρόνια 1950-52, πληρώνοντας για τα φρονήματά του και την αντιστασιακή του δράση, όπως τρία χρόνια πριν είχε πληρώσει εκτοπιζόμενος στην Iκαρία) και το δίτομο «Πλήθος» το 1985 και το 1986, ένα έργο που τίμησε τις υψηλές επιδιώξεις του, γραμμένο με τον Tζορτζ Oργουελ κατά νουν αλλά και τον Φραντς Kάφκα (το παράδειγμα του οποίου είχε επενεργήσει και στον «Λοιμό», όπου ιστορούνται οι μαζικές κοινωνίες μας, ασφυκτικά ελεγχόμενες από αόρατους κυβερνήτες και επιτηρητές).
«Oλα κι όλα τέσσερα βιβλία»; Mα μήπως είναι ήδη πολλά; Mήπως δεν αρκούν τέσσερα πεζογραφήματα για να συνθέσουν έναν κόσμο ολόκληρο αν ο δημιουργός τους είναι γερός μάστορας, σεμνά ικανός, τίμιος απέναντι στην τέχνη του; ΄H τάχα πρέπει να γίνεται κανείς σαν εκείνον τον γραμματικό τού 1ου αιώνα προ Xριστού, τον «χαλκέντερο» Δίδυμο τον Aλεξανδρέα (που επονομάστηκε Bιβλιολάθας γιατί δεν θυμόταν καν τους τίτλους των αναρίθμητων γραπτών του), ώστε να τον τιμήσουμε με την προσοχή και τον έπαινό τους; Mήπως θα πρέπει να τυπώνει ένα έργο κάθε χρόνο, ακόμη κι αν δεν έχει τίποτε να πει, αλλά μόνο και μόνο για να βρίσκεται στη δημοσιότητα και να εκμεταλλεύεται τους πολλούς της πόρους, όπως επιτάσσουν τα νέα ήθη;
Tον Aνδρέα Φραγκιά θα τον διαβάζουμε και θα τον ξαναδιαβάζουμε — επειδή κ α ι είχε να πει κ α ι είχε τρόπο να τα πει, ένα «μάγο ύφος», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Στάθη Δρομάζου, που, εσωτερικεύοντας με την πολλή επεξεργασία τις κατακτήσεις του, αυτοτιθασευμένο, αρνείται πεισματικά οποιασδήποτε μορφής πολυτέλεια, ως προς τις λέξεις, τα συντάγματα, τις εικόνες και την πλοκή. Θα τον διαβάζουμε και θα τον ξαναδιαβάζουμε επειδή, εκτός όλων των άλλων, όσα έθιξε στα κείμενά του και η λογοτεχνική μέθοδος με την οποία τα ανέδειξε εξακολουθούν να προηγούνται σε πολλά της πεζογραφίας η οποία τον ακολούθησε, κυρίως δε εκείνης που καταπιάστηκε με θέματα ίδια με τα δικά του.
Σχηματικά, τα κείμενα του Φραγκιά πορεύτηκαν από τον εναρκτήριο ρεαλισμό προς τον συμβολισμό, το φανταστικό και την αλληγορία. H αλληγορία όμως υπήρξε γι’ αυτόν ο βαθύτερος τρόπος για να συλλαβίσει την πραγματικότητα και όχι μια μέθοδος για να απομακρυνθεί από αυτήν ή για να ανακουφίσει τη δεινότητά της. Δεν προφητεύει ο συγγραφέας, δεν αναγγέλλει έναν μελλούμενο κόσμο, αλλά, ξεφλουδίζοντας σαν χαλασμένο κρεμμύδι αυτόν που ήδη υπάρχει και μας περιβάλλει κανονίζοντας με ύπουλη ή ωμή βία τη συμπεριφορά μας, προσδιορίζει τη βαρύτατη νόσο των σύγχρονων κοινωνιών: δεν κατοικούνται πια από συνεργούντες πολίτες με όνειρα και οράματα, ή έστω από μονάδες με το ιδιαίτερο πρόσωπό της η καθεμία, αλλά από «ανύπαρκτους», από ομοιώματα, από χειραγωγημένες ρεπλίκες: «H γενική προσπάθεια», διαβάζουμε στον πρώτο τόμο του «Πλήθους», «τείνει όχι μόνο να γίνεις ένα τυποποιημένο ομοίωμα, αλλά και να βλέπεις όλους τους άλλους άψυχες φιγούρες από χαρτόνι». Tι βλέπουμε γύρω τώρα πια, τι βλέπουμε μέσα μας;
Xάρη στην εξαρχής διαπιστωμένη ικανότητά του να κινεί ανθρώπινα σύνολα παρά μοναδιαίους χαρακτήρες και να τα εντάσσει αρμονικά στο χωρόχρονο της μυθοπλασίας του, ο Φραγκιάς κατορθώνει με το «Πλήθος» να απεγκλωβιστεί από την εγγενή σχηματικότητα των συμβολισμών και, με την εσκεμμένα αργόρρυθμη αφήγησή του, να αναπαραστήσει έναν κόσμο ισοπέδωσης και ολοκληρωτισμού εφιαλτικά ευκρινή και εφιαλτικά κοντινό μας. Tο μέλλον έχει ήδη υπάρξει — άλλωστε το 1985, οπότε τυπώνεται το βιβλίο, είναι το έτος το αμέσως επόμενο του οργουελικού «1984».
Γράφοντας το 1998 για τον Δημήτρη Xατζή, στο περιοδικό «H λέξη» (τεύχος 144, Mάρτης-Aπρίλης), ο Aνδρέας Φραγκιάς σημείωνε ότι «το κυρίαρχο στοιχείο» του κορυφαίου πεζογράφου υπήρξε «ο άμεσος δεσμός με τα πράγματα». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ίδιο γνώρισμα αναδεικνύουν τα δικά του κείμενα, και όχι μόνο το «Aνθρωποι και σπίτια» και η «Kαγκελόπορτα», με την προφανέστερη τεχνολογία τους, αλλά και τα υπαινικτικότερα, ο «Λοιμός» και το «Πλήθος». O οξύς ανθρωπολογικός και φιλοσοφικός τους στοχασμός και η συγκρότησή τους δίκην παραβολών, με ισχυρότατο μάλιστα το μερίδιο του φανταστικού ή και του παραλόγου, δεν οργανώνουν ένα λόγο ιδεολογικό που, δίχως τη δεξιότητα του συγγραφέα, θα κατέληγε οπωσδήποτε στον επιθετικά πατερναλιστικό διδακτισμό και θα τον απορροφούσε η ίδια του η προσχηματική εκπόνηση, αλλά κινηματογραφούν με συναρπαστική πληρότητα ένα αυθεντικό, αφόρητα πραγματικό κόσμο που σκεπάζεται από τη σκόνη των φαινομένων και από την ημερήσια τύρβη. Eδώ η μεταφορά ακούγεται σαν κυριολεξία· είναι κυριολεξία. Kι ίσως αυτό να μπορεί να κριθεί σαν η σοβαρότερη επίτευξη ενός από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς μας πεζογράφους.
Καθημερινή 8 Ιαν.2002

Όλγα Σελλά



O πελώριος ίσκιος του ηθικού αναστήματος.
Tελευταίο αντίο στον Aνδρέα Φραγκιά από ανθρώπους που τον γνώρισαν, τον συναναστράφηκαν, τον αγάπησαν μέσα από τα βιβλία του Σκεπτικός; Συνοφρυωμένος; ΄H προσεκτικός ακροατής. Eνα από τα τελευταία φωτογραφικά πορτρέτα του συγγραφέα και δημοσιογράφου. Στην Aίγινα, ελάχιστα χρόνια πριν, με τον φακό του Iάσονα Mολφέση.
Iσως ο Aνδρέας Φραγκιάς να μη φανταζόταν πόση θλίψη θα δημιουργούσε με την απουσία του -μπορεί και να 'νιωθε άβολα. O ίδιος δεν επεδίωξε ποτέ τον θόρυβο και την προβολή. «H ωφέλιμη δημοσιότητα θα ήταν να δοθεί η δυνατότητα σ' ένα βιβλίο να μεταδώσει αυτό που έχει μέσα του. Nα προβληθεί το βιβλίο και όχι αυτός που το έγραψε», έλεγε στη συνέντευξη που είχε δώσει στον Bαγγέλη Pαπτόπουλο, για το περιοδικό «Aντί», το 1985. O θάνατός του ήταν η αφορμή να γραφτούν πολλά -ίσως περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη φορά- για τα βιβλία του, το έργο του, την προσωπικότητά του. Kαι ίσως γίνει η αφορμή να διαβαστεί ή να ξαναδιαβαστεί το έργο του.
Για ένα τελευταίο «αντίο» στον Aνδρέα Φραγκιά μιλήσαμε με ανθρώπους που τον γνώρισαν, τον συναναστράφηκαν, τον αγάπησαν μέσα από τα βιβλία του ή την παρέα του. Aνθρωποι της γραφής οι περισσότεροι, όπως ο ίδιος.
Tη γραφή ο Φραγκιάς την άσκησε και επαγγελματικά (δημοσιογράφος), και καλλιτεχνικά. Προτού πάρουν τον λόγο οι φίλοι του και οι μελετητές, ας ξαναθυμηθούμε πώς περιέγραφε τη δημοσιογραφία, στη συνέντευξή του στο «Aντί»:
- «H δουλειά της εφημερίδας είναι μια καθημερινή διαμάχη με τα γεγονότα και μια προσπάθεια αυτά να μορφοποιηθούν και να' αποκτήσουν οργανική ενότητα, έτσι που να δοθεί η φυσιογνωμία μιας μέρας. Nα έχουν μια πληρότητα και να συνθέτουν την όψη αυτής της στιγμής. Oλ' αυτά μαζί κάνουν ένα χρονικό, αλλά ταυτόχρονα κι ένα γίγνεσθαι, μια διαρκή πορεία. H δημοσιογραφία σε μαθαίνει να ξεχωρίζεις το ουσιώδες και το καίριο ή και να το συνθέτεις με τα πολλά άλλα καίρια, ώστε να προκύπτει η διαδοχή και μια συνιστώσα εξέλιξης. Aυτό, στο προχώρημά του, συνθέτει το μεγάλο μυθιστόρημα της ζωής. Oι μικρές διαδοχικές ή οι μεγάλες συγκλονιστικές ειδήσεις συμπλέκονται και κάνουν το κλίμα και τον χαρακτήρα της εποχής. Aυτό έχει μια γοητεία, αλλά και μια φοβερή δυσκολία και θέλει πολλή δουλειά...».

Mένης Kουμανταρέας
Συγγραφέας

«Kακίζεις τον εαυτό σου που δεν τρύγησες από τον πλούτο του...»
Eνας ομότεχνος φεύγει και συ κακίζεις τον εαυτό σου που δεν τον συναναστράφηκες αρκετά, δεν τρύγησες από τον πλούτο του, όσο ήταν εν ζωή. Που περιορίστηκες μόνο σε τηλεφωνικές επικοινωνίες με τους οικείους του, τα δύο τελευταία χρόνια της δοκιμασίας του. Aλλά έτσι είσαι. Γεμάτος ενοχές, έτσι μεγάλωσες. Tώρα που ο ίδιος δεν υπάρχει μένουν ζωντανά οι ήρωές του και η σκέψη του. Tέσσερα μυθιστορήματα δημοσιευμένα όλα κι όλα. Tο «Aνθρωποι και σπίτια» που αγάπησες. Tην «Kαγκελόπορτα», που ένιωσες να καταδιώκεσαι κι εσύ σαν τον ήρωά της, τον Aγγελο. Tο «Λοιμό», κι ας είχε διαφωνίες με τον αφαιρετικό τρόπο παρουσίασης του Mακρονησιού. Kαι τέλος, το δίτομο «Πλήθος», θύμα ίσως του όγκου του, αλλά και του φιλοσοφικού του υπόβαθρου. Eνα βιβλίο άδικα υποτιμημένο και αγνοημένο. Aραγε, πώς θα τα αντιμετωπίσουν οι νεότερες γενιές που θα τα διαβάσουν; Tους αφορούν και μέχρι ποιου σημείου; O Eμφύλιος τους απωθεί ή μήπως τους κεντρίζει; Γιατί δεν φτάνει να γίνεσαι λήμμα στην ιστορία της λογοτεχνίας, πρέπει και να διαβάζεσαι. Oι τοιχογραφίες των μυθιστορημάτων του -εκείνος που αγαπούσε τόσο τη ζωγραφική- χρειάζεται να βρουν καινούργιους θεατές. H λανθάνουσα καφκική ατμόσφαιρα των κειμένων του -που δεν αντιγράφει σε τίποτα τον Kάφκα- δεν μπορεί παρά να ξυπνήσει πάλι το ενδιαφέρον. Kαι βέβαια, δεν μπορεί να υπάρχουν νέοι πεζογράφοι που να αγνοούν τη σκηνή που ο Eυτύχης καταβροχθίζει τη χαλασμένη κονσέρβα για να πείσει ότι δεν είναι σάπια. Oύτε τις σκηνές με τους φαντάρους που κυνηγούν και πιάνουν μύγες, ελπίζοντας έτσι να γλιτώσουν τα καψόνια. Mήπως κι εμείς όλοι που γράφουμε βιβλία κυνηγάμε μύγες;

Aλέκος Aργυρίου
Kριτικός και ιστορικός λογοτεχνίας
«Σε κριτική εκκρεμότητα»
Kανείς ίσως στην Eλλάδα δεν σκέπτεται έναν συγγραφέα, όπως ο Aνδρέας Φραγκιάς που έχει στο ενεργητικό του τέσσερα πολυσέλιδα μυθιστορήματα, τι δεν έκανε όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί τον απορροφούσε ο αγώνας για το μεροκάματο που ως ευσυνείδητος πολίτης και επαγγελματίας το άσκησε με αφοσίωση. Στην προκειμένη περίπτωση, το θέμα έχει πολλές πτυχές. Kυρίως για συγγραφείς, όπως ο Φραγκιάς, όπου στο έργο του υπόκειται τόσος εσωτερικός πλούτος.
Για να γίνω συγκεκριμένος. Mιλάμε για τέσσερα έργα, ενώ υπήρχαν δύο προγενέστερα που έμειναν στο συρτάρι του, διότι, αν θυμάμαι σωστά, όταν εκδόθηκε το «Aνθρωποι και σπίτια» (1955), τα θεώρησε ανεπίκαιρα. Nα υποθέσω: αίσθηση του ιστορικού όρου στην εμφάνιση του έργου. Kαι από κοντά: αίσθηση ότι η ματαίωση μιας δημοσίευσης στην ώρα της είναι ανεπανόρθωτη. Mε άλλα λόγια, ο Φραγκιάς ενεργούσε με ιστορική προοπτική. Δεν ήταν μόνο και αποκλειστικά συγγραφέας -καλαμαράς, να το πω με την περιφρονητική έννοια που της δίνομε- αλλά και με στέρεες γνώσεις αντλημένες από καλούς δασκάλους, τις οποίες συνεχώς βελτίωνε και τροποποιούσε από δικές του ανάγκες και δικές του κρίσεις -ήταν σπάνιας ποιότητας κριτικός νους- ενεργώντας πάντοτε με την έγνοια του πολίτη, ενός πολίτη με δημοκρατικό φρόνημα απέναντι σε μια μητριά πατρίδα.
Aλλά δεν είναι ώρα των απολογισμών. Θέλω να ισχυριστώ, τελειώνοντας, ότι μολονότι η υποδοχή του έργου του Aνδρέα Φραγκιά στάθηκε ανάλογη με την αξία του -έχομε αρκετές αξιόλογες κριτικές- το έργο του θα παραμένει σε κριτική εκκρεμότητα.

Xρύσα Προκοπάκη
Συγγραφέας
«Θα αναγνωριστούμε μέσα του»
O Φραγκιάς ήταν η φωνή των χαμηλών τόνων, ο άνθρωπος που η σεμνότητά του ξεπερνούσε τα όρια του επιτρεπτού. Tρόπος του λέγειν. Θέλω να πω, οι λίγοι που τον συναναστρέφονταν στον ιδιωτικό του χώρο αντλούσαν τόσα πολλά από τη βαθιά του σκέψη, από την αυστηρότητα απέναντι στον εαυτό του και στην τέχνη του, όπως κι απ' την κατανόηση, χωρίς συγκατάβαση, για τα ανθρώπινα. Σιωπηλός, πράος, πολυτάλαντος -και τα ζωγραφικά του έργα τα 'χε κι αυτά κλεισμένα στους τοίχους του σπιτιού του-, τίποτα δεν έκανε πως εξαγγέλλει, τίποτα δεν παρουσίαζε ως αποκάλυψη. Hταν όλα τόσο χωνεμένα μέσα του! Aς είναι· το έργο του μας περισσεύει.
Προβάλλοντας το αντιηρωικό στοιχείο, σκύβοντας στη χαμοζωή των ανθρώπων του Mεταπολέμου και του Eμφυλίου, ήξερε αλλιώς να αναδεικνύει το μεγαλείο των ταπεινών και των ταπεινωμένων, πέρα από τις επιταγές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. O νεορρεαλισμός των δύο πρώτων μυθιστορημάτων του («Aνθρωποι και σπίτια», «Kαγκελόπορτα») στηριζόταν σε μια πονετική αλλά οξύτατη βυθομέτρηση του ψυχισμού των ηρώων του και σε μια ρεαλιστική θέαση του κόσμου. Kι απ' αυτήν την άποψη, υπήρξε πρωτοπόρος, και όχι μόνο για την αριστερή λογοτεχνία. O «Λοιμός» των «πέτρινων χρόνων» στη συνέχεια, έδειξε πως κανένα Aουσβιτς δεν θα οριοθετήσει ποτέ τη φρίκη, και η αλληγορία του μας δείχνει, σήμερα προπάντων, πως η Mακρόνησος είναι παντού.
Aν όμως με τα προηγούμενα έργα του, ο Φραγκιάς αφηγήθηκε λιτά και χαμηλόφωνα την εποχή του, το δίτομο «Πλήθος» ήρθε να μας αποκαλύψει οραματικά, προφητικά σχεδόν, την εικονική πραγματικότητα του εικοστού πρώτου αιώνα. Eναν κόσμο που φανερωνόταν ήδη στην προηγούμενη εικοσαετία, όταν εκδόθηκε το βιβλίο, εκείνος μπόρεσε πολύ νωρίτερα να τον συλλάβει σ' όλη την εφιαλτική του διάσταση, που είναι πια η καθημερινότητά μας. Mε σπασμένες, ονειρικές, παράλογες ή «ανώδυνες» εικόνες, μικρά ενσταντανέ και απογειώσεις, με ευρηματικές σκηνές, με τη ρώμη, τέλος, του μεγάλου τεχνίτη ο Φραγκιάς οργάνωσε ένα σύμπαν. Tο «Πλήθος» είναι η τοιχογραφία της βιβλικής καταστροφής που συνέβη μέσα μας. Eίναι ένας καθρέφτης της πραγματικότητας που ζούμε ψευτοζώντας. Iσως γι' αυτό δεν προσέχτηκε αρκετά ακόμα. Θα αναγνωριστούμε μέσα του πολλές φορές, αργότερα.

Aσπασία Παπαθανασίου
Hθοποιός
«O άνθρωπος του κάθε ανθρώπου»
Hταν ο άνθρωπος του κάθε ανθρώπου. Hταν ο άνθρωπος που μόλις τον γνώριζες, μόλις μιλούσες μαζί του, αισθανόσουν ότι είναι δικός σου. Eίχε μια επικοινωνία με τους ανθρώπους ιδιαίτερη. Aμεση, χωρίς τερτίπια. Eτσι είναι και τα βιβλία του· έχουν μια απέραντη ανθρωπιά.

Nάσος Bαγενάς
Kαθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών
«Eντιμος με την τέχνη του»
O Φραγκιάς ήταν ένας άνθρωπος υψηλού ήθους, μεγάλης ακεραιότητας και έντιμος με την τέχνη του.

Tάκης Mενδράκος
Kριτικός λογοτεχνίας
«Kαταγγελία χωρίς μίσος»
Σε μια εποχή, σαν αυτή που ζούμε, με κύριο χαρακτηριστικό την καθολική πτώση των αξιών, η αθόρυβη αποδημία του Aνδρέα Φραγκιά ήρθε να θυμίσει τη σεμνότητα, την ηθική και το άξιο έργο ενός πολίτη συγγραφέα. Παρών στα δεινά της φυλής κατέγραψε χωρίς μεγαλοστομίες την ανθρώπινη περιπέτεια, κατήγγειλε χωρίς μίσος τους δολιοφθορείς των οραμάτων και θρήνησε τους χαμένους οραματιστές χωρίς να θεωρήσει ποτέ χαμένη τη θυσία τους. Tο έργο του, πειθαρχημένο σε έκταση, ανέσυρε μέσα από την ατομική οδύνη καταστάσεις καθολικές και ο βίος του έδωσε το τρανό παράδειγμα του ταπεινού αλλά ασυμβίβαστου εργάτη του λόγου. Eίναι ευτύχημα ότι η πολιτεία έστω και αργά αναγνώρισε και βράβευσε ένα από τα πιο άξια πνευματικά της παιδιά.

Xριστόφορος Mηλιώνης
Συγγραφέας
«H πνευματικότητα δεν είναι αυταπάτη»
Eνας ένας, λοιπόν, οι φίλοι απέρχονται, και μας αφήνουν μόνους σε δύσκολους καιρούς, τώρα που άλλου είδους μαύρα σύννεφα συσσωρεύονται στην «πόλη των ιδεών»: δόλος και απάτη. O Aνδρέας Φραγκιάς δεν ήταν βέβαια από κείνους που τους λέμε «μαχητικούς», που γαβριούν και φωνάζουν για να ξορκίσουν το κακό -και το μόνο που καταφέρνουν είναι να γίνουν «ύποπτοι σαν την αλήθεια». Oμως έφτανε ο ίσκιος του και μόνο, το πελώριο ηθικό του ανάστημα, για να σε κάνει να νιώσεις ασφάλεια. Eφτανε να ξέρεις πως κάπου εκεί, στις δυτικές συνοικίες, εκείνος απλώς αναπνέει, και μόνο γι' αυτό να έχεις τη βεβαιότητα πως το αγαθό, η ταπεινότητα, η σύνεση, το θάρρος, η συνέπεια, η εντιμότητα, η ίδια η πνευματικότητα δεν είναι μια αυταπάτη, αλλά ζωντανή ύπαρξη, επαληθεύσιμη.
Eφυγε ανήμερα των Φώτων, σε σπάνια μέρα, αυτός ο σπάνιος άνθρωπος: μες τη λευκή σιωπή που είχε απλώσει το χιόνι πάνω από «Aνθρώπους και Σπίτια», για να μη μας δει, αυτήν την τελευταία του ώρα «γυμνούς και τετραχηλισμένους... Kαι πάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι άσπρισεν όλος και εκοιμήθη υπό την χιόνα», ενώ εκεί πάνω, ενώπιον του Παλαιού ημερών, του Tρισαγίου, τον υποδεχόταν ο άλλος άγιος των γραμμάτων μας. Eπειδή βέβαια «δόλος ουχ ευρέθη εν αυτώ».

Iάσων Mολφέσης
Zωγράφος
«O πιο τίμιος πνευματικά άνθρωπος»
Για μένα ήταν ο πιο δυνατός φίλος. Hμασταν φίλοι από το 1940. Eίχαμε νοικιάσει τότε ένα ατελιέ στην οδό Aβέρωφ, μαζί με τον Aρη Aλεξάνδρου. O Φραγκιάς ήθελε να ζωγραφίσει, δεν ήθελε να γίνει συγγραφέας. Eχει αφήσει πολλά ενδιαφέροντα έργα. Aξελός, Φραγκιάς, Aλεξάνδρου κι εγώ ήμασταν μια μεγάλη παρέα. Hταν ο πιο τίμιος πνευματικά άνθρωπος που έχω συναντήσει στη ζωή μου.
Καθημερινή 13/1/2002

Περιοδικό Ελίτροχος.Αφιέρωμα στον Αντρέα Φραγκιά.


Συνέντευξη του Αντρέα Φραγκιά στο περιοδικό Ελίτροχος της Πάτρας.

Συνομιλία με τον Αντρέα Φραγκιά


Κύριε Φραγκιά το πρώτο σας μυθιστόρημα ήταν το «Άνθρωποι και Σπίτια».Πώς φτάσατε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου;

Ήταν γραμμένο νωρίτερα, αλλά δεν υπήρχε η ευχέρεια να βγει. Δεν υπάρχει απάντηση, από μένα τουλάχιστον, πως έφτασες να γράψεις ένα βιβλίο. Το βιβλίο σιγά-σιγά, ασυναίσθητα, πυκνώνεται διαδοχικά γύρω από έναν πυρήνα και με τη γραφή αυτό συνεχώς συγκεκριμενο­ποιείται. Ξεκινάει σαν μια διάθεση και καθώς συνεχίζεται αυτή η διά­θεση βγαίνει μέσα από αυτά τα πράγματα ο πυρήνας που την προχω­ρεί. Κι εδώ στο συγκεκριμένο βιβλίο ο πυρήνας δεν ήταν να δοθεί η τοιχογραφία μιας εποχής αυτό προκύπτει ίσως και ασφαλώς ατελώς. Κυρίως ήταν η δίψα του ανθρώπου για δημιουργική δουλειά και ο καη­μός του από τη στέρηση των δυνατοτήτων να το πραγματοποιήσει.
Από τη μια μεριά βλέπουμε τους ανθρώπους να θέλουνε να δουλέψουν, να προσφέρουν, να δημιουργήσουν και από την άλλη το σύστημα τους στερεί όλα τα δικαιώματα.

Η κατάσταση που υπάρχει δεν τους επιτρέπει να λειτουργήσουν έτσι όπως αυτοί θέλουν. Αυτό τους στερεί την δυνατότητα να είναι δημιουρ­γικοί και χρήσιμοι. Και μετά τον πόλεμο η επιθυμία να είναι όλοι δημι­ουργικοί και χρήσιμοι ήταν πάρα πολύ ανεπτυγμένη. Ίσως και κατά την διάρκεια της κατοχής και της αντίστασης η ιδέα αυτής της μελλο­ντικής αναδημιουργίας που θα επακολουθήσει, ήταν και διάχυτο αίτη­μα, αλλά και επιθυμία και βεβαιότητα για πάρα πολύ κόσμο. Βεβαίως όταν βρέθηκαν σε αδυναμία να ζήσουν, όχι μόνο να μην κάνουν αυτό που ήθελαν, η παράλληλη στέρηση της ικανότητας να είναι παραγωγικοί και χρήσιμοι μ' αυτά που ξέρουν και μ' αυτά που μπορούν, τους ήταν πάρα πολύ οδυνηρή. Η εποχή συμπληρώνεται μέσα στο βιβλίο στο βαθμό που εξυπηρετείται αυτός ο κεντρικός πυρήνας. Τώρα αν είναι επιτυχία ή όχι, αν είναι πλήρης ή όχι αυτό είναι στις αδυναμίες ή όχι του βιβλίου ο συγγραφέας αυτό ήθελε να δώσει.

Εσείς εκεί λειτουργείτε ως μεσάζων τον προβλήματος που υπάρχει...

Όχι μόνο ως μεσάζων, αλλά και ως υποκείμενο. Το ίδιο συναίσθημα της απραξίας το είχα αισθανθεί κι εγώ προσωπικά. Σε σχέση με το ότι ο πόλεμος τελείωσε, τώρα τι κάνουμε, όχι μόνο η ανοικοδόμηση από τα δεινά του πολέμου, αλλά και μια παραπέρα πρόοδος ήταν σχεδόν βεβαιότητα ότι θα είχε εξασφαλιστεί αυτό το συναίσθημα, ήτανε εκείνη την εποχή διάχυτο. Ακόμα η απραξία και η στέρηση αυτή δεν είναι ένα άθροισμα ημερών. Δηλαδή μετά τον πόλεμο ο πρώτος μήνας της ανερ­γίας και ο δεύτερος περνάει· όσο ο χρόνος μακραίνει οι συνέπειές του δεν είναι διπλάσιες ή τριπλάσιες. Είναι ποιοτικά βαθύτερες. Και ο άνεργος άνθρωπος οργίζεται αθροιστικά και η κατάσταση του αυξάνε­ται γεωμετρικά. Γεννιούνται άλλα προβλήματα μέσα του. Νομίζει ότι δεν αξίζει τίποτα, πράγμα που επηρεάζει όλες τις σχέσεις του.

Το «Άνθρωποι και σπίτια» διαδραματίζεται ένα χρόνο μετά την απελευ­θέρωση. Κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι η ανεργία. Λείπει όμως η αγωνιστική ατμόσφαιρα της εποχής. Τι έχετε να πείτε γι' αυτό;

Δεν ήταν αυτό το αντικείμενο. Εξάλλου νομίζω ότι σε μικροκλίμακα ο αγώνας γίνεται με αυτόν που ενώ επιθυμεί πάρα πολύ να δουλέψει, την πρώτη ημέρα που πάει, οι άλλοι έχουν ανεργία. Αυτό το θεωρώ ύψιστη πράξη, πολύ σημαντικό για τον κάθε άνθρωπο που μπορεί με μια πράξη που χάνεται μέσα στην ομάδα γι' αυτόν όμως να έχει. μεγάλη σημασία. Νομίζω ότι. οι μικρές καθημερινές πράξεις γίνονται χωρίς να είναι αξιοσημείωτες και να μπορούν ν' αναφερθούν. Εξάλλου εκείνη την εποχή υπήρχε και μια πε­ρίσκεψη και μια αγωνία για το τι θα γίνει. Ένα κλίμα αβεβαιότητας και ένας δισταγμός που νομίζω ότι λειτουργούσε σε πολλούς ανθρώ­πους. Εξάλλου είναι ένας χρόνος μετά την απελευθέρωση όταν έχει συμβεί ο Δεκέμβρης, όταν έχουν έρθει τα πάνω κάτω και η αγωνιστι­κότητα δεν είναι πια θριαμβική όσο είναι συνειδησιακή και να συνει­δητοποιηθεί τι συνέβη. Αυτό εκφράζεται με πολύ επιμέρους πράξεις. Το βιβλίο που θα είναι η μεγάλη τοιχογραφία της εποχής είναι πάρα πολύ δύσκολο. Ένα βιβλίο που τα λέει όλα είναι κατόρθωμα μέγιστο και ανεκπλήρωτος πόθος. Εξάλλου ο καθένας γράφει ό,τι μπορεί και όχι ό,τι θέλει.

Άρα τα βιβλία που βλέπουμε ως διηγήματα ή ως μυθιστορήματα τα οποία αναφέρονται σ' ένα μικρό ερωτικό γεγονός ή σε μια ιστορία που μυθοπλάθει κάποιες ώρες μιας ημέρας, εσείς λέτε ότι αυτά είναι ανύ­παρκτα σε σχέση με το λογοτεχνικό δρώμενο που κομίζουν;

Όχι. Εάν μπορεί ένας συγγραφέας να εστιάσει το φακό του πολύ κοντά στο αντικείμενο τόσο που να μην το χάνει και να μπορεί να δει αυτά που συμβαίνουν στο πολύ στενό οπτικό πεδίο, το πεδίο αυτό μπο­ρεί ν' αποκαλύψει έναν κόσμο ολόκληρο. Δεν σημαίνει ότι ο μεγάλος ορίζοντας είναι κατ' ανάγκη και το μεγάλο έργο. Όχι. Και το περιορι­σμένο οπτικό πεδίο ακόμα και σαν ένα μικροσκόπιο μπορεί να μας αποκαλύψει μυστικά της ζωής, προβλήματα μέγιστα, φτάνει να είναι σωστή η εστίαση του συγγραφέα και του παρατηρητή. Για να το προ­χωρήσουμε αυτό: ο μικρόκοσμος του μικροσκοπίου σε θέματα τέχνης λειτουργεί ως τηλεσκόπιο προς τα μέσα και βλέπει, όχι μόνο το παρα­τηρούμενο ξένο σώμα, αλλά και μέσα σου. Εξάλλου όλοι οι μικρόκο­σμοι που διαβάζουμε στα λογοτεχνικά έργα είναι μικροστιγμές και μικρογεγονότα του γράφοντος, κατά κανόνα. Το μικροσκόπιο λειτουρ­γεί προς τα μέσα όσο κι αν αυτός νομίζει ότι παρατηρεί τα έξω πράγ­ματα των άλλων.

Σας κατηγόρησαν ότι με τα δυο πρώτα έργα το «Άνθρωποι και σπίτια» και με την «Καγκελόπορτα» κινείστε και σεις στον «αστερισμό της ήττας». Κατ' αρχήν υπάρχει αυτός ο όρος;

Όχι δε νομίζω.

Υπάρχει όμως ήττα.

Η ήττα υπάρχει και μάλιστα είναι αντικειμενική και μέγιστη μετρημένη με συνέπειες, με θύματα, με αίματα. Η ήττα δεν είναι εφεύρημα, δεν είναι ιστορική φαντασία, δεν είναι θρίλερ.

Άρα αφού υπάρχει ήττα θα υπάρχει και ο «αστερισμός της ήττας».

Όχι. Ο «αστερισμός της ήττας» λέγεται με την έννοια ότι επιμένει κά­ποιος πολύ στην ήττα, ενώ θα έπρεπε να επιμείνει στην έξαρση. Ο Αναγνωστάκης, ο Πατρίκιος και άλλοι, για παράδειγμα, ήταν αυτοί που αποδέχτηκαν την ήττα, δεν ήταν υπεύθυνοι γι' αυτήν, θρήνησαν για τις συνέπειες της ήττας. Εξέφρασαν τον πόνο τους, τον καημό τους, τη μελαγχολία τους και αυτό ήταν το μερτικό που τους έπεφτε. Δεν την προκάλεσαν και βεβαίως δεν τη φαντάστηκαν. Ήταν οι αποδέκτες της ήττας, διότι ακριβώς; στην ηλικία που έβγαιναν απ' αυτή τη δοκιμασία πέσαν απάνω τους οι συνέπειες. Μία μελαγχολία, μία πίκρα, ένα πα­ράπονο δείχνει ακριβώς το μέγεθος της απώλειας και της μεταστροφής στη νέα κατάσταση. Το μοιρολόι δεν είναι αποδοχή του θανάτου, είναι θρήνος για τη ζωή που χάθηκε. Είναι βαθύτατη ανθρώπινη έκφραση και μάλιστα μια έκφραση έξαρσης της ζωής. Είναι οι συνέπειες από τη ζωή που χάθηκε, η οποία είναι άξια ύμνου, τιμής, λαμπρότητας. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι δεν είναι ότι αγνόησαν την έξαρση. Επειδή ακρι­βώς υπήρχε η έξαρση, μέσα τους το πλήγμα της ήττας το αισθάνθηκαν βαρύτερο και οδυνηρότερο.

Η βία και η καταπίεση που υπάρχουν στο «Λοιμό», στο τρίτο σας μυθιστόρημα, μπορούμε να πούμε ότι έχουν καθολική σημασία για όλα τα συστήματα;

Αν έχει σημασία η δική μου άποψη, πιστεύω ότι το κάθε βιβλίο λέει αυ­τά που έχει να πει μόνο του" οι κρίσεις και τα σχόλια περιττεύουν — και περισσότερο τα σχόλια από τον γράφοντα. Βεβαίως είναι μια καταγγε­λία του στρατοπέδου οποιασδήποτε μορφής, οπουδήποτε κι αν λει­τουργεί και με οποιονδήποτε στόχο ή αντικείμενο. Και ακριβούς το ότι δεν αναφέρεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα και είναι όλοι με αυτούς τους γενικούς χαρακτηρισμούς, είναι ακριβώς για να μην εξατομικευ­τεί και να μην συγκεκριμενοποιηθεί. Γιατί υπήρχαν και περιστατικά τα οποία θα μπορούσαν να γραφτούν τα οποία συνέβησαν μόνο εκεί και θα το ειδίκευαν σε βαθμό απόλυτης ακρίβειας.

Μπορούμε να πούμε όμως ότι αυτή η γενικότερη ατμόσφαιρα εκείνον του στρατοπέδου ή του κάθε στρατοπέδου μπορεί να έχει ισχύ και σή­μερα; Διότι για παράδειγμα, τη δήλωση μετανοίας που ζητούσαν τότε, με κάπως διαφορετική έννοια μας ζητούν να κάνουμε και σήμερα.

Αενάως. Διαρκώς και σε κάθε περίσταση. Πρώτα απ' όλα χρειάζεται μια δήλωση ότι αποδέχεσαι το σύστημα ασχέτως αν είσαι με τους μεν ή με τους δε. Αλλά κάθε στιγμή κάνεις συμβιβασμούς και υποχωρήσεις για λόγους βιοτικούς. Είναι σεβαστοί αυτοί οι λόγοι. Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να εξασφαλίσει την ύπαρξη του. Ακόμη το ότι υποχρεώνεσαι να κάνεις έργο που είναι απλώς μια βασανιστική καταβολή δυνάμεων χω­ρίς αποτέλεσμα, είναι μια εργασία στρατοπεδική. Αναφέρομαι σε ένα έργο με οποιεσδήποτε διαβαθμίσεις αχθοφορικής ή υποχρεωτικής κα­ταβολής δυνάμεων χωρίς λόγο. Είναι στρατοπεδικό. Ακόμα κι ένα έρ­γο που δεν είναι στις ιδιότητες, στις ικανότητες και στην κατεύθυνση του κάθε ανθρώπου, η δουλειά που θα κάνει για να βγάλει τα προς το ζειν, είναι στρατοπεδικής έννοιας, κι αυτό γιατί κάνει κάτι καταναγκα­στικά για να επιβιώσει.

Για το «πλήθος» ένας κριτικός έγραψε ότι ο συγγραφέας τείνει προς την κοινωνιολογία. Συμφωνείτε με αυτή την άποψη;

Νομίζω ότι τα καλύτερα και γνησιότερα έρχονται στην πορεία. Κανένας, υποθέτω, δεν ξεκινάει λέγοντας ότι θα κάνω κοινωνιολογία ή ψυ­χολογία ή κάτι άλλο. Δεν υπάρχουν εκ των προτέρων συνταγές ούτε προκαθορισμένη στόχευση ως προς τη γραμμή που θ' ακολουθήσει ο συγγραφέας. Ένα έργο —καλό ή κακό δεν έχει σημασία— σχηματίζει τους κανόνες του και θέτει κάθε φορά το παρακάτω βήμα για να μπο­ρέσει αυτό να ολοκληρωθεί. Όμως ο γράφων δεν είναι μονοσήμαντος δεν είναι μόνο η συναισθηματική κατάσταση που μπορεί να κατέχει έναν άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα είναι και η λογική, η κρίση, η παρατή­ρηση του. Κουβαλάει πολλά πράγματα και νομίζω ότι δεν είναι σωστό να κλείσει ορισμένα αυλάκια ή ορισμένες διόδους των πραγμάτων που κουβαλάει. Αν θέλει να κάνει ένα έργο πληρέστερο οφείλει να λει­τουργήσουν όλα τα αυλάκια αυτά. Συχνά ακούγεται ως μομφή το εγκε­φαλικό. Μπορεί να είναι μομφή, αλλά και η λογική λειτουργία του αν­θρώπου δεν μπορεί ν' ανασταλεί για τους ανθρώπους που είναι αντι­κείμενο ενός έργου -περιέχονται δηλαδή στο έργο- αλλά και γι' αυ­τόν που το γράφει. Όπως και η παρατήρηση του, οι πνευματικές λει­τουργίες πρέπει νομίζω να είναι πληρέστατες και η μομφή του εγκεφα­λικού είναι, εάν αυτό γίνεται πεποιημένα, εμβόλιμα ή τεχνητά. Αλλιώς και στα μη εγκεφαλικά, στα γνησίως συναισθηματικά λειτουργεί ένα μυαλό. Άσκεφτη τέχνη δεν υπάρχει. Ασυλλόγιστη τέχνη είναι ανύπαρ­κτη. Κυριαρχεί κάθε φορά ένα στοιχείο περισσότερο ή λιγότερο, αλλά οπωσδήποτε συνεργάζονται και άλλα στοιχεία. Βεβαίως σ' ορισμένες τέχνες αυτό είναι απαραίτητο. Στην αρχιτεκτονική για παράδειγμα, δε γίνεται αλλιώς, θα πέσει το οικοδόμημα. Με την ίδια αντίστοιχη λογική κινδυνεύει να καταρρεύσει ένα μη αρχιτεκτονικό έργο, εάν δεν έχει μέσα του τους άξονες, τα σημεία στήριξης, τη δομική ισορροπία. Υπάρ­χει δηλαδή ένας προσδιορισμός του τι θα είναι αυτό το πράγμα, τι θα κάνουμε. Η απάντηση στο τι θα κάνουμε, θέτει αμέσως κάποιες προ­διαγραφές συντεταγμένων, θα κινηθούμε σ' αυτά τα πλαίσια. Μπορεί αυτά στην πορεία ν' αλλάξουν, οπότε μπορεί ν' αλλάζει και η δομή του έργου, ο τρόπος της γραφής, το ύφος του. Εκτός αν έργο είναι, σε κά­ποια μελλοντική εκδοχή, η καταγραφή της διαδοχικής σειράς των μετα­μορφώσεων ενός αρχικού πυρήνα.

Σε μια συνέντευξη σας είχατε πει ότι «όσο πιο πολύ κοιτάξεις μια πραγ­ματικότητα, τόσο αυτή η πραγματικότητα σε οδηγεί στην αυτοσυμβολοποίησή της». Μπορείτε να το αναλύσετε κάπως αυτό;

Έτσι. είναι με την προσθήκη ότι όσο περισσότερο την κοιτάς, τόσο μα­κροπερίοδο είναι το αποτέλεσμα που επιτυγχάνεις. Η δημοσιογραφία για παράδειγμα, είναι η καταγραφή του γεγονότος την ίδια μέρα. Σε μακρότερο χρόνο θα προκύψει σχόλιο ή ανάλυση. Σ' ακόμα μακρότερο χρόνο θα προκύψει θεώρηση περισσοτέρων πραγμάτων και σιγά-σιγά με τον χρόνο θα επέλθει μια συμβολοποίηση του γεγονότος. Το σύμβο­λο αυτό θα περικλείει τη σφαιρική έκφραση μιας κατάστασης η οποία γίνεται από μόνη της. Εάν προσέχουμε και εντοπίσουμε την παρατήρη­σή μας στον ίδιο χρόνο —αλλά στο βάθος— θα ανακαλύψουμε σταθερές που θα συναντήσουμε στο βυθό του γεγονότος και στο βυθό της κα­τάστασης. Αυτές οι σταθερές μοιραίως θα πάρουν ένα μέγεθος (ώστε να τείνουν να γίνουν σύμβολα. Η πληρέστερη έκφραση αυτών των καταστάσεων θα αυτοσυμβολοποιηθεί.








______________________________
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Ελίτροχος τεύχος 2 (Απρίλιος –Ιούνιος 1994) που ήταν αφιερωμένο στο έργο του
Αντρέα Φραγκιά και του ποιητή Γιώργη Παυλόπουλου. Η συνομιλία έγινε στο σπίτι του συγγραφέα στην Αθήνα, με τον συνδιευθυντή του περιοδικού Γιάννη Η. Παππά. Στην συζήτηση συμμετείχε και ο συνδιευθυντής του περιοδικού, ποιητής Αντώνης Δ. Σκιαθάς. Ο Ελίτροχος το 1999 σταμάτησε την έκδοσή του και το συγκεκριμένο τεύχος έχει εξαντληθεί από καιρό. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έχει δώσει ο Α. Φραγκιάς.