Γιάννης Δημητρακάκης, Ρητορική και βία στο Λοιμό
Σημείο εκκίνησης της εργασίας μου αποτελούν οι εξής δύο διαπιστώσεις: πρώτον, ο ευθύς λόγος καταλαμβάνει σημαντική έκταση στον Λοιμό, καθώς τόσο οι κρατούντες όσο και οι κρατούμενοι εκφέρουν διαρκώς λόγο, ενώ οι μεταξύ τους λεκτικές ανταλλαγές είναι πολυάριθμες· δεύτερον, οι λόγοι αυτοί συνηθέστατα αντιμάχονται ο ένας τον άλλο. Με αφετηρία τις προκαταρκτικές αυτές διαπιστώσεις, μπορεί να διατυπωθεί η ακόλουθη υπόθεση: η πρωταρχική λειτουργία του λόγου και του διαλόγου στον Λοιμό δεν έγκειται, σύμφωνα με την παράδοση του αφηγηματικού ρεαλισμού, στην απόδοση χαρακτηρολογικών και ψυχολογικών γνωρισμάτων στα πρόσωπα που τον εκφέρουν, αλλά στη συγκρότηση ενός επικοινωνιακού πλαισίου όπου κυριαρχούν ο ανταγωνισμός, η αντιπαλότητα και η πολεμική. Η σύγκρουση του λόγου κρατούντων και κρατουμένων δεν εκδηλώνεται «με επιχειρήματα και διαφορετικές απόψεις αλλά κυρίως με τη διαφορετική χρήση της γλώσσας»[1]. Η εργασία μου αποσκοπεί στην περιγραφή του διαφορετικού αυτού τρόπου χειρισμού της γλώσσας και στην καταγραφή του γλωσσικού συσχετισμού δυνάμεων που αποκρυσταλλώνεται στο μυθιστόρημα του Αντρέα Φραγκιά.
1. Ο σοβαρός λόγος των κρατούντων
Ο λόγος των κρατούντων δεν είναι ομοιογενής, αλλά παρουσιάζει σημαντικές υφολογικές διαφοροποιήσεις, ανάλογα και με τη βαθμίδα την οποία οι εκάστοτε ομιλούντες καταλαμβάνουν στην ιεραρχία της εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ο λόγος αυτός διακρίνεται για τη σοβαρότητά του: «Όλα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θ’ ανακοινωθεί. Κάθε τι, όμως, εδώ λέγεται πολύ σοβαρά», παρατηρεί ο αφηγητής[2]. Από την καθοριστική αυτή ιδιότητα απορρέουν ορισμένα επιμέρους γνωρίσματά του:
α. Ο λόγος των κρατούντων είναι εν γένει σωστά αρθρωμένος, χωρίς κενά και χάσματα· συνήθως χαρακτηρίζεται από μια ορισμένη ευφράδεια και είναι πομπώδης και μεγαλορρήμων.
β. Η γλώσσα των εκπροσώπων της εξουσίας εμπεριέχει μια διάσταση ρητορική, που γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στις ομιλίες που μεταδίδονται καθημερινά από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου και στους επίσημους λόγους, επιδίωξη των οποίων είναι να πείσουν (ή να μεταπείσουν) τους κρατούμενους να ασπαστούν τα ιδεώδη της εξουσίας· συχνά μάλιστα οι ομιλίες αυτές παίρνουν τη μορφή επιδεικτικού ρητορικού λόγου. Ο επιδεικτικός λόγος εγκωμιάζει ή ψέγει, με σκοπό να διαμορφώσει πρότυπα δημόσιας συμπεριφοράς. Στο παράθεμα που ακολουθεί, η ομιλία ενός "σπουδαίου επισκέπτη" που ήρθε από τον έξω κόσμο αποτελεί παράδειγμα εγκωμιαστικού λόγου:
«"Το μνημείο αυτό είναι η συμβολική γέφυρα που σας επιτρέπει να περάσετε από το σκοτεινό χθες στο ελπιδοφόρο και φωτεινό σήμερα. Την κατασκευάσατε με τα χέρια σας, με τη συνείδησή σας. Είναι η ίδια η συνείδησή σας που γεφύρωσε το ζοφερό χάος… Είναι ένα έργο πολιτισμού, όπως είναι και ολόκληρος τούτος ο τόπος του ηθικού εξαγνισμού και του μεγαλείου…"» (σ. 170).
Περίπτωση στηλιτευτικού λόγου αποτελεί το επόμενο απόσπασμα από ομιλία που εκφωνείται από τα μεγάφωνα:
«"Καιρός να σταματήσει η επιείκεια! Η συνέχιση της μεγαλοψυχίας γίνεται πια ενθάρρυνση του κακού! Υπάρχουν ακόμα μερικοί που μολύνουν την ατμόσφαιρα και μας εκθέτουν. Είμαστε όλοι υπεύθυνοι γι’ αυτή την καθυστέρηση […]"» (σ. 221).
γ. Οι κρατούντες αποβλέπουν, συνεπώς, στην εκφορά ενός λόγου που θα διακρίνεται για την αποτελεσματικότητα και τη δραστικότητά του, στον βαθμό που θα επιφέρει την κάμψη του ηθικού των κρατουμένων, τον φρονηματισμό τους και την πειθήνια στοίχισή τους στα κελεύσματα της εξουσίας. Το ιδεώδες των κρατούντων είναι επομένως μια δραστική χρήση της γλώσσας, κατά την οποία λέγειν και πράττειν συμπίπτουν: ένας λόγος που θα μετασχηματίζει, και μάλιστα ακαριαία, την πραγματικότητα.
Το πρότυπο της δραστικής χρήσης της γλώσσας είναι ο αποκαλούμενος επιτελεστικός λόγος. Έχουμε επιτέλεση όταν η ίδια η εκφορά του λόγου συνιστά πράξη. Είναι η περίπτωση, στον Λοιμό, διατυπώσεων όπως οι ακόλουθες, που αποτελούν καθ’ εαυτές συμβάντα:
«"Σε διατάζω να μου αναφέρεις αμέσως το μήνυμα που μετέδωσες […]"» (σ. 11).
«"Υπόσχομαι ότι δεν θα υποπέσω σε παρόμοιο παράπτωμα…"» (σ. 148).
δ. Ο λόγος της εξουσίας είναι μονοσήμαντος. Δεν επιδέχεται πολλαπλές ή αντικρουόμενες ερμηνείες. Το προς μετάδοση μήνυμα πρέπει να είναι σαφές και κατανοητό από όλους: «Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά για να μην υπάρχει καμμιά αμφιβολία» (σ. 20).
ε. Τέλος, ο λόγος της εξουσίας είναι ανώνυμος, απρόσωπος και αέναα επαναλαμβανόμενος, με αποτέλεσμα να αποκλείει το νέο και το διαφορετικό. Τα γνωρίσματα αυτά προσδιορίζουν κυρίως τους λόγους που μεταδίδονται από τα μεγάφωνα. Συνοψίζονται ωστόσο από τον αφηγητή στην περιγραφή που ο ίδιος δίνει των ομιλιών που εκφωνούν οι μεταμεληθέντες κρατούμενοι. Αν και στην περίπτωση αυτή ο λόγος δεν εκπορεύεται από τους κρατούντες αλλά από τους κρατούμενους, μπορούμε να τον εκλάβουμε ως φωνή της εξουσίας, καθώς, εάν δεν εκφέρεται καθ’ υπαγόρευσίν της, είναι οπωσδήποτε απόλυτα συμμορφωμένος με τις επιταγές της:
«Το απόγευμα γίνεται η τακτική συγκέντρωση ηθικού και ψυχικού φρονηματισμού. Ποτέ δεν θυμάσαι ποιος μίλησε, λες και είναι ο ίδιος, κάποιος ανώνυμος χωρίς πρόσωπο, μια φωνή όμοια και μουρμουριστή, σα να τη φέρνει ο αέρας από μακρυά. Ξαναλέει ό,τι είπαν αμέτρητοι πριν από αυτόν και με την ίδια κρυφή αγωνία, σαν τα κύματα στους βράχους, με το ίδιο μονότονο σούρσιμο, σαν το φύσημα του ανέμου. […] Και μένει πάντα αυτό το σφύριγμα, που δεν σβήνει ποτέ από τ’ αυτιά σου, μια αδιάκοπη μουρμούρα, ένα κλαψούρισμα, μια παραλλαγή του αέναου σκοπού, η επανάληψη του πραγματικού μύθου. […] Στ’ αυτιά τους φτάνει η ακαθόριστη μουρμούρα από το ξετύλιγμα της χιλιομασημένης ιστορίας, κάτι σαν σκόνη που κατακάθεται και τα θάβει όλα» (σ. 89-90).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τέσσερις παρομοιώσεις αυτού του παραθέματος. Σε αυτές, ο α΄ όρος σύγκρισης, ο λόγος δηλαδή των ανανηψάντων, προσλαμβάνεται κάθε φορά μέσα από το πρίσμα που εγκαθιδρύει ο β΄ όρος σύγκρισης, δηλαδή διαδοχικά ο αέρας, τα κύματα στους βράχους, το φύσημα του ανέμου και η σκόνη. Κατά συνέπεια, το σημασιολογικό πεδίο "λόγος της εξουσίας" συναρτάται με μια σειρά από όρους (άνεμος, κύματα και βράχοι, σκόνη) που εντάσσονται στο σημασιολογικό πεδίο "φύση". Έτσι, ιδιότητες όπως η ανωνυμία, η κυκλικότητα και η ατέρμονη επαναληπτικότητα μεταβιβάζονται από την ισοτοπία "φύση" στην ισοτοπία "λόγος της εξουσίας". Η μεταβίβαση αυτή είναι αποκαλυπτική μιας γενικευμένης τάσης διάλυσης και αφομοίωσης του πολιτισμού μέσα στους κόλπους της φύσης. Η συνακόλουθη ακύρωση της δυνατότητας να υπάρξει Ιστορία είναι το εφιαλτικότερο ίσως γνώρισμα του κόσμου του Λοιμού:
«Πέρα από δω δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε πριν, αλλά ούτε και μετά, είναι δυνατόν να υπήρξε ή να γίνει κάτι άλλο που να μην είναι το ίδιο με τούτο. Ο κόσμος που ζούμε είναι αιώνιος και αναλλοίωτος. Και θα υπάρχει εις τον αιώνα» (σ. 70).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι «στην πρώτη του μορφή ο Λοιμός είχε τον τίτλο Τα ζώα και τον υπότιτλο "Σημειώσεις φυσικής ιστορίας"»[3]: η μετατροπή των ανθρώπων σε ζώα και η υποκατάσταση της Ιστορίας από τη "φυσική ιστορία" καταδεικνύουν τη συρρίκνωση του ανθρώπου στα όρια της φυσικής του διάστασης[4].
Ας μου επιτραπεί, στο σημείο αυτό, μια παρέκβαση. Η αναίρεση, στον Λοιμό, του πολιτισμού και της Ιστορίας ως φορέων προόδου θέτει σε κίνηση μια ανάδρομη πορεία που οδηγεί στα βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης ψυχής, εκεί όπου η δικαιοδοσία του ορθού λόγου μοιάζει ελαχιστοποιημένη. Η κατάδυση στο αρχαϊκό στοιχείο φέρνει τον Λοιμό σε επαφή με την πεζογραφία του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Μια σημαντική τάση του λογοτεχνικού μοντερνισμού διαπραγματεύτηκε εκ νέου το αντιθετικό ζεύγος φύση/πολιτισμός και «πριμοδότησε το "άλλο" του δυτικού πολιτισμού, δηλαδή τη φύση και το πρωτόγονο ως το "αυθεντικό"»[5]. Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί μια κεφαλαιώδης διαφορά: ενώ σε πολλά μοντερνιστικά μυθιστορήματα διαφαίνεται η επιθυμία του αλλοτριωμένου υποκειμένου να επιστρέψει σε έναν κόσμο αρχέγονο, ανέγγιχτο από τον πολιτισμό και την Ιστορία, προκειμένου να ανακτήσει τη χαμένη του αυθεντικότητα[6], στον Λοιμό, αντιθέτως, η όψη ενός τέτοιου κόσμου εμφανίζεται αποτρόπαιη. Εάν ο λογοτεχνικός μοντερνισμός αμφισβήτησε ριζικά την υπέρμετρη νοησιαρχία του δυτικού πολιτισμού και απέδωσε αξία σε ποικίλες μορφές του ανορθολογικού στοιχείου, στον Λοιμό αναδεικνύεται η αρχέγονη βία με την οποία συνυφαίνεται η κυριαρχία του ανορθολογισμού. Σε αντιδιαστολή με τους μοντερνιστές συγγραφείς, στο κείμενο του Φραγκιά όχι μόνο δεν ανατιμάται η διάσταση του αρχαϊκού και του πρωτόγονου, αλλά και θεωρείται παράγοντας απανθρωπιάς και βαρβαρότητας[7].
2. Ο λόγος των κρατουμένων:
ανάμεσα στη ρητορική χρήση της γλώσσας και τον βαθμό μηδέν της ρητορικής
Ως εργαλείο κατανόησης και ταξινόμησης ορισμένων ιδιοτήτων του λόγου των κρατουμένων θα χρησιμοποιήσω εκ νέου τον όρο ρητορική, αυτή τη φορά με την έννοια των κανόνων και των τεχνικών που χρησιμοποιεί κάποιος στον λόγο του προκειμένου να πείσει τον ακροατή ή τον αναγνώστη του. Με κριτήριο την ανταπόκρισή του ή μη στην εκδοχή αυτή της ρητορικής, παρατηρούμε ότι ο λόγος των εγκλείστων, προφορικός αλλά και γραπτός, άλλοτε προσδιορίζεται από τη ρητορική χρήση της γλώσσας και άλλοτε, πολύ πιο συχνά, από την αντιρητορικότητά του.
Οι αποσιωπήσεις συνιστούν ένα βασικό ρητορικό σχήμα που μετέρχεται ο λόγος των κρατουμένων:
«"Για κείνο που λέγαμε… Σε παρακαλώ, έχει μεγάλη σημασία για μένα"» (σ. 195).
Πολυάριθμες είναι οι αποσιωπήσεις (και τα αποσιωπητικά) του κειμένου. Η συστηματική αποσιώπηση αυτών που δεν πρέπει να φτάσουν στα αυτιά της εξουσίας καθιστά τον λόγο των κρατουμένων διφορούμενο, υπαινικτικό και αμφίσημο, σε αντίθεση με αυτόν των κρατούντων ο οποίος, όπως ήδη ειπώθηκε, είναι μονοσήμαντος.
Ρητορικό τρόπο αποτελεί επίσης η χρήση της ειρωνείας. Επισημαίνω δύο μορφές ειρωνικής χρήσης της γλώσσας εκ μέρους των κρατουμένων:
α. Μίμηση της γλώσσας της εξουσίας.
«Πάλι το όργανο φώναξε κι’ η προσταγή του αντήχησε σ’ όλη τη χαράδρα:
"Θάψτε τον με τις πέτρες!"
Κανένας, βέβαια, δεν υπάκουσε. Και τότε, ο πρώτος της σειράς πέταξε χάμω την πέτρα του κι’ έσκυψε ν’ ανασηκώσει αυτόν που έπρεπε να θάψουν.
[…]
Ένας ανώτερος επόπτης ρώτησε:
"Γιατί δεν εκτελείτε τις διαταγές;"
Τότε, ο άγνωστος καταστροφέας προχώρησε και είπε σιγά και καθαρά:
"Αυτές οι ωραίες πέτρες κόπηκαν για να γίνουν οι θαυμαστοί κήποι! Δε νομίζω ότι αξίζει να πάνε χαμένες για ένα ασήμαντο μνήμα… Προτείνω να στερήσουμε τον πεσμένο μιας τόσο μεγάλης τιμής… Η τιμωρία που του αξίζει είναι να μεταφερθεί αμέσως στο νοσοκομείο… Έτσι, ο μεταφορέας αυτός δεν θα έχει την ευκαιρία να συμβάλει στην εκτέλεση του λαμπρού έργου!..."» (σ. 140-142).
Για να αποδοκιμάσει την εντολή που έχει δοθεί να ταφεί κάτω από πέτρες ο πεσμένος στο έδαφος και χτυπημένος κρατούμενος, ο "άγνωστος καταστροφέας" δεν είναι αναγκασμένος να προτείνει ένα υποκατάστατο, αντίθετο περιεχόμενο του αντίπαλου λόγου· περιορίζεται στην αναπαραγωγή της γλώσσας της εξουσίας, δίνοντας έμφαση και υπερθεματίζοντας. Ως εκ τούτου τα όργανα της εξουσίας αναγνωρίζουν τόσο την ειρωνική πρόθεση όσο και την προέλευση του λόγου του καταστροφέα: «"Αστείο! Αυτά τα λένε τα μεγάφωνα για σας…" είπε δακρυσμένος από τα χάχανα ένας επόπτης» (σ. 142).
1. Ο σοβαρός λόγος των κρατούντων
Ο λόγος των κρατούντων δεν είναι ομοιογενής, αλλά παρουσιάζει σημαντικές υφολογικές διαφοροποιήσεις, ανάλογα και με τη βαθμίδα την οποία οι εκάστοτε ομιλούντες καταλαμβάνουν στην ιεραρχία της εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ο λόγος αυτός διακρίνεται για τη σοβαρότητά του: «Όλα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θ’ ανακοινωθεί. Κάθε τι, όμως, εδώ λέγεται πολύ σοβαρά», παρατηρεί ο αφηγητής[2]. Από την καθοριστική αυτή ιδιότητα απορρέουν ορισμένα επιμέρους γνωρίσματά του:
α. Ο λόγος των κρατούντων είναι εν γένει σωστά αρθρωμένος, χωρίς κενά και χάσματα· συνήθως χαρακτηρίζεται από μια ορισμένη ευφράδεια και είναι πομπώδης και μεγαλορρήμων.
β. Η γλώσσα των εκπροσώπων της εξουσίας εμπεριέχει μια διάσταση ρητορική, που γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στις ομιλίες που μεταδίδονται καθημερινά από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου και στους επίσημους λόγους, επιδίωξη των οποίων είναι να πείσουν (ή να μεταπείσουν) τους κρατούμενους να ασπαστούν τα ιδεώδη της εξουσίας· συχνά μάλιστα οι ομιλίες αυτές παίρνουν τη μορφή επιδεικτικού ρητορικού λόγου. Ο επιδεικτικός λόγος εγκωμιάζει ή ψέγει, με σκοπό να διαμορφώσει πρότυπα δημόσιας συμπεριφοράς. Στο παράθεμα που ακολουθεί, η ομιλία ενός "σπουδαίου επισκέπτη" που ήρθε από τον έξω κόσμο αποτελεί παράδειγμα εγκωμιαστικού λόγου:
«"Το μνημείο αυτό είναι η συμβολική γέφυρα που σας επιτρέπει να περάσετε από το σκοτεινό χθες στο ελπιδοφόρο και φωτεινό σήμερα. Την κατασκευάσατε με τα χέρια σας, με τη συνείδησή σας. Είναι η ίδια η συνείδησή σας που γεφύρωσε το ζοφερό χάος… Είναι ένα έργο πολιτισμού, όπως είναι και ολόκληρος τούτος ο τόπος του ηθικού εξαγνισμού και του μεγαλείου…"» (σ. 170).
Περίπτωση στηλιτευτικού λόγου αποτελεί το επόμενο απόσπασμα από ομιλία που εκφωνείται από τα μεγάφωνα:
«"Καιρός να σταματήσει η επιείκεια! Η συνέχιση της μεγαλοψυχίας γίνεται πια ενθάρρυνση του κακού! Υπάρχουν ακόμα μερικοί που μολύνουν την ατμόσφαιρα και μας εκθέτουν. Είμαστε όλοι υπεύθυνοι γι’ αυτή την καθυστέρηση […]"» (σ. 221).
γ. Οι κρατούντες αποβλέπουν, συνεπώς, στην εκφορά ενός λόγου που θα διακρίνεται για την αποτελεσματικότητα και τη δραστικότητά του, στον βαθμό που θα επιφέρει την κάμψη του ηθικού των κρατουμένων, τον φρονηματισμό τους και την πειθήνια στοίχισή τους στα κελεύσματα της εξουσίας. Το ιδεώδες των κρατούντων είναι επομένως μια δραστική χρήση της γλώσσας, κατά την οποία λέγειν και πράττειν συμπίπτουν: ένας λόγος που θα μετασχηματίζει, και μάλιστα ακαριαία, την πραγματικότητα.
Το πρότυπο της δραστικής χρήσης της γλώσσας είναι ο αποκαλούμενος επιτελεστικός λόγος. Έχουμε επιτέλεση όταν η ίδια η εκφορά του λόγου συνιστά πράξη. Είναι η περίπτωση, στον Λοιμό, διατυπώσεων όπως οι ακόλουθες, που αποτελούν καθ’ εαυτές συμβάντα:
«"Σε διατάζω να μου αναφέρεις αμέσως το μήνυμα που μετέδωσες […]"» (σ. 11).
«"Υπόσχομαι ότι δεν θα υποπέσω σε παρόμοιο παράπτωμα…"» (σ. 148).
δ. Ο λόγος της εξουσίας είναι μονοσήμαντος. Δεν επιδέχεται πολλαπλές ή αντικρουόμενες ερμηνείες. Το προς μετάδοση μήνυμα πρέπει να είναι σαφές και κατανοητό από όλους: «Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά για να μην υπάρχει καμμιά αμφιβολία» (σ. 20).
ε. Τέλος, ο λόγος της εξουσίας είναι ανώνυμος, απρόσωπος και αέναα επαναλαμβανόμενος, με αποτέλεσμα να αποκλείει το νέο και το διαφορετικό. Τα γνωρίσματα αυτά προσδιορίζουν κυρίως τους λόγους που μεταδίδονται από τα μεγάφωνα. Συνοψίζονται ωστόσο από τον αφηγητή στην περιγραφή που ο ίδιος δίνει των ομιλιών που εκφωνούν οι μεταμεληθέντες κρατούμενοι. Αν και στην περίπτωση αυτή ο λόγος δεν εκπορεύεται από τους κρατούντες αλλά από τους κρατούμενους, μπορούμε να τον εκλάβουμε ως φωνή της εξουσίας, καθώς, εάν δεν εκφέρεται καθ’ υπαγόρευσίν της, είναι οπωσδήποτε απόλυτα συμμορφωμένος με τις επιταγές της:
«Το απόγευμα γίνεται η τακτική συγκέντρωση ηθικού και ψυχικού φρονηματισμού. Ποτέ δεν θυμάσαι ποιος μίλησε, λες και είναι ο ίδιος, κάποιος ανώνυμος χωρίς πρόσωπο, μια φωνή όμοια και μουρμουριστή, σα να τη φέρνει ο αέρας από μακρυά. Ξαναλέει ό,τι είπαν αμέτρητοι πριν από αυτόν και με την ίδια κρυφή αγωνία, σαν τα κύματα στους βράχους, με το ίδιο μονότονο σούρσιμο, σαν το φύσημα του ανέμου. […] Και μένει πάντα αυτό το σφύριγμα, που δεν σβήνει ποτέ από τ’ αυτιά σου, μια αδιάκοπη μουρμούρα, ένα κλαψούρισμα, μια παραλλαγή του αέναου σκοπού, η επανάληψη του πραγματικού μύθου. […] Στ’ αυτιά τους φτάνει η ακαθόριστη μουρμούρα από το ξετύλιγμα της χιλιομασημένης ιστορίας, κάτι σαν σκόνη που κατακάθεται και τα θάβει όλα» (σ. 89-90).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τέσσερις παρομοιώσεις αυτού του παραθέματος. Σε αυτές, ο α΄ όρος σύγκρισης, ο λόγος δηλαδή των ανανηψάντων, προσλαμβάνεται κάθε φορά μέσα από το πρίσμα που εγκαθιδρύει ο β΄ όρος σύγκρισης, δηλαδή διαδοχικά ο αέρας, τα κύματα στους βράχους, το φύσημα του ανέμου και η σκόνη. Κατά συνέπεια, το σημασιολογικό πεδίο "λόγος της εξουσίας" συναρτάται με μια σειρά από όρους (άνεμος, κύματα και βράχοι, σκόνη) που εντάσσονται στο σημασιολογικό πεδίο "φύση". Έτσι, ιδιότητες όπως η ανωνυμία, η κυκλικότητα και η ατέρμονη επαναληπτικότητα μεταβιβάζονται από την ισοτοπία "φύση" στην ισοτοπία "λόγος της εξουσίας". Η μεταβίβαση αυτή είναι αποκαλυπτική μιας γενικευμένης τάσης διάλυσης και αφομοίωσης του πολιτισμού μέσα στους κόλπους της φύσης. Η συνακόλουθη ακύρωση της δυνατότητας να υπάρξει Ιστορία είναι το εφιαλτικότερο ίσως γνώρισμα του κόσμου του Λοιμού:
«Πέρα από δω δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε πριν, αλλά ούτε και μετά, είναι δυνατόν να υπήρξε ή να γίνει κάτι άλλο που να μην είναι το ίδιο με τούτο. Ο κόσμος που ζούμε είναι αιώνιος και αναλλοίωτος. Και θα υπάρχει εις τον αιώνα» (σ. 70).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι «στην πρώτη του μορφή ο Λοιμός είχε τον τίτλο Τα ζώα και τον υπότιτλο "Σημειώσεις φυσικής ιστορίας"»[3]: η μετατροπή των ανθρώπων σε ζώα και η υποκατάσταση της Ιστορίας από τη "φυσική ιστορία" καταδεικνύουν τη συρρίκνωση του ανθρώπου στα όρια της φυσικής του διάστασης[4].
Ας μου επιτραπεί, στο σημείο αυτό, μια παρέκβαση. Η αναίρεση, στον Λοιμό, του πολιτισμού και της Ιστορίας ως φορέων προόδου θέτει σε κίνηση μια ανάδρομη πορεία που οδηγεί στα βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης ψυχής, εκεί όπου η δικαιοδοσία του ορθού λόγου μοιάζει ελαχιστοποιημένη. Η κατάδυση στο αρχαϊκό στοιχείο φέρνει τον Λοιμό σε επαφή με την πεζογραφία του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Μια σημαντική τάση του λογοτεχνικού μοντερνισμού διαπραγματεύτηκε εκ νέου το αντιθετικό ζεύγος φύση/πολιτισμός και «πριμοδότησε το "άλλο" του δυτικού πολιτισμού, δηλαδή τη φύση και το πρωτόγονο ως το "αυθεντικό"»[5]. Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί μια κεφαλαιώδης διαφορά: ενώ σε πολλά μοντερνιστικά μυθιστορήματα διαφαίνεται η επιθυμία του αλλοτριωμένου υποκειμένου να επιστρέψει σε έναν κόσμο αρχέγονο, ανέγγιχτο από τον πολιτισμό και την Ιστορία, προκειμένου να ανακτήσει τη χαμένη του αυθεντικότητα[6], στον Λοιμό, αντιθέτως, η όψη ενός τέτοιου κόσμου εμφανίζεται αποτρόπαιη. Εάν ο λογοτεχνικός μοντερνισμός αμφισβήτησε ριζικά την υπέρμετρη νοησιαρχία του δυτικού πολιτισμού και απέδωσε αξία σε ποικίλες μορφές του ανορθολογικού στοιχείου, στον Λοιμό αναδεικνύεται η αρχέγονη βία με την οποία συνυφαίνεται η κυριαρχία του ανορθολογισμού. Σε αντιδιαστολή με τους μοντερνιστές συγγραφείς, στο κείμενο του Φραγκιά όχι μόνο δεν ανατιμάται η διάσταση του αρχαϊκού και του πρωτόγονου, αλλά και θεωρείται παράγοντας απανθρωπιάς και βαρβαρότητας[7].
2. Ο λόγος των κρατουμένων:
ανάμεσα στη ρητορική χρήση της γλώσσας και τον βαθμό μηδέν της ρητορικής
Ως εργαλείο κατανόησης και ταξινόμησης ορισμένων ιδιοτήτων του λόγου των κρατουμένων θα χρησιμοποιήσω εκ νέου τον όρο ρητορική, αυτή τη φορά με την έννοια των κανόνων και των τεχνικών που χρησιμοποιεί κάποιος στον λόγο του προκειμένου να πείσει τον ακροατή ή τον αναγνώστη του. Με κριτήριο την ανταπόκρισή του ή μη στην εκδοχή αυτή της ρητορικής, παρατηρούμε ότι ο λόγος των εγκλείστων, προφορικός αλλά και γραπτός, άλλοτε προσδιορίζεται από τη ρητορική χρήση της γλώσσας και άλλοτε, πολύ πιο συχνά, από την αντιρητορικότητά του.
Οι αποσιωπήσεις συνιστούν ένα βασικό ρητορικό σχήμα που μετέρχεται ο λόγος των κρατουμένων:
«"Για κείνο που λέγαμε… Σε παρακαλώ, έχει μεγάλη σημασία για μένα"» (σ. 195).
Πολυάριθμες είναι οι αποσιωπήσεις (και τα αποσιωπητικά) του κειμένου. Η συστηματική αποσιώπηση αυτών που δεν πρέπει να φτάσουν στα αυτιά της εξουσίας καθιστά τον λόγο των κρατουμένων διφορούμενο, υπαινικτικό και αμφίσημο, σε αντίθεση με αυτόν των κρατούντων ο οποίος, όπως ήδη ειπώθηκε, είναι μονοσήμαντος.
Ρητορικό τρόπο αποτελεί επίσης η χρήση της ειρωνείας. Επισημαίνω δύο μορφές ειρωνικής χρήσης της γλώσσας εκ μέρους των κρατουμένων:
α. Μίμηση της γλώσσας της εξουσίας.
«Πάλι το όργανο φώναξε κι’ η προσταγή του αντήχησε σ’ όλη τη χαράδρα:
"Θάψτε τον με τις πέτρες!"
Κανένας, βέβαια, δεν υπάκουσε. Και τότε, ο πρώτος της σειράς πέταξε χάμω την πέτρα του κι’ έσκυψε ν’ ανασηκώσει αυτόν που έπρεπε να θάψουν.
[…]
Ένας ανώτερος επόπτης ρώτησε:
"Γιατί δεν εκτελείτε τις διαταγές;"
Τότε, ο άγνωστος καταστροφέας προχώρησε και είπε σιγά και καθαρά:
"Αυτές οι ωραίες πέτρες κόπηκαν για να γίνουν οι θαυμαστοί κήποι! Δε νομίζω ότι αξίζει να πάνε χαμένες για ένα ασήμαντο μνήμα… Προτείνω να στερήσουμε τον πεσμένο μιας τόσο μεγάλης τιμής… Η τιμωρία που του αξίζει είναι να μεταφερθεί αμέσως στο νοσοκομείο… Έτσι, ο μεταφορέας αυτός δεν θα έχει την ευκαιρία να συμβάλει στην εκτέλεση του λαμπρού έργου!..."» (σ. 140-142).
Για να αποδοκιμάσει την εντολή που έχει δοθεί να ταφεί κάτω από πέτρες ο πεσμένος στο έδαφος και χτυπημένος κρατούμενος, ο "άγνωστος καταστροφέας" δεν είναι αναγκασμένος να προτείνει ένα υποκατάστατο, αντίθετο περιεχόμενο του αντίπαλου λόγου· περιορίζεται στην αναπαραγωγή της γλώσσας της εξουσίας, δίνοντας έμφαση και υπερθεματίζοντας. Ως εκ τούτου τα όργανα της εξουσίας αναγνωρίζουν τόσο την ειρωνική πρόθεση όσο και την προέλευση του λόγου του καταστροφέα: «"Αστείο! Αυτά τα λένε τα μεγάφωνα για σας…" είπε δακρυσμένος από τα χάχανα ένας επόπτης» (σ. 142).
[1] Έρη Σταυροπούλου, «Το πραγματικό, το φανταστικό και το παράλογο στον Λοιμό», στο Προτάσεις ανάγνωσης για την πεζογραφία μιας εποχής. Μ. Αλεξανδρόπουλος, Σπ. Πλασκοβίτης, Α. Φραγκιάς, Μ. Χάκκας, Δ. Χατζής, Σοκόλης, Αθήνα 2001, σ. 160.
[2] Αντρέας Φραγκιάς, Λοιμός, Κέδρος, Αθήνα 102001 (α´ έκδ. 1972), σ. 19. Στο εξής ο αριθμός των σελίδων θα δίνεται στο τέλος κάθε παραθέματος.
Για την έννοια και τα χαρακτηριστικά του σοβαρού λόγου (discours sérieux), βλ. την ανάλυση του Philippe Hamon, L’ironie littéraire. Essai sur les formes de l’écriture oblique, Hachette, Παρίσι 1996, σ. 59-64.
[3] Έρη Σταυροπούλου, «Το πραγματικό, το φανταστικό και το παράλογο στον Λοιμό», ό.π., σ. 156.
[4] Για τη θεματική της μεταμόρφωσης των ανθρώπων σε ζώα στον Λοιμό, βλ. στο ίδιο, σ. 155-157.
[5] Βλ. Τζίνα Πολίτη, «Η ιδεολογία της αυθεντικότητας και ο Ζορμπάς του Ν. Καζαντζάκη», στο Η ανεξακρίβωτη σκηνή, Άγρα, Αθήνα 2001, σ. 19-20. Η Πολίτη αναφέρει ενδεικτικά τους Τζ. Κόνραντ, Ντ. Χ. Λώρενς, Ε. Μ. Φόρστερ, Α. Ζιντ, Τόμας Μαν και Ε. Χέμινγουαίη.
[6] Βλ. στο ίδιο.
[7] Χαρακτηριστικός της απόκλισης αυτής του Λοιμού από τη λογοτεχνία του μοντερνισμού είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Φραγκιάς χειρίζεται τα μοτίβα του ήλιου, του φωτός και της θάλασσας. Στα κείμενα του μοντερνισμού, επισημαίνει η Πολίτη, «η επαναδιαπραγμάτευση του αντιθετικού ζεύγους Φύση/Πολιτισμός οδήγησε σε μια επαναξιολόγηση του γεωγραφικού άτλαντα»: οι ορθολογικά οργανωμένες χώρες του Βορρά υποτιμήθηκαν, ενώ οι θερμές χώρες του Νότου, με τον «αδυσώπητο ήλιο» και το «διάφανο, εκτυφλωτικό φως», όπου ο άνθρωπος βρίσκεται σε μυστική αρμονία με τους ρυθμούς της Φύσης, εξυμνήθηκαν (βλ. στο ίδιο). Κατά τρόπο αντίστροφο, στον Λοιμό, ο εκτυφλωτικός ήλιος, το αδυσώπητο φως, η ζέστη και η θάλασσα, μακράν του να συμβάλουν στην ευδαιμονική αναβάπτιση του υποκειμένου στις άδολες πηγές της ζωής, επιδεινώνουν τις συνθήκες βίας και καταναγκασμού που επικρατούν στο νησί. Πβ. την παρατήρηση της Έ. Σταυροπούλου για τη φύση που παρουσιάζεται απόλυτα εχθρική απέναντι στους κρατούμενους. «Η συμβολική λειτουργία του χώρου», στο Προτάσεις ανάγνωσης για την πεζογραφία μιας εποχής, ό.π., σ. 135.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου