Ανδρέας Φραγκιάς – Άνθρωποι και Σπίτια
http://www.katiousa.gr/logotechnia/pezografia/andreas-fragkias-anthropoi-kai-spitia/
Ένα από τα
πρώτα μυθιστορήματα που αναφέρεται στην εργατική τάξη και στην διαμορφούμενη
ταξική συνείδηση, σε μια εποχή μετά το τέλος της κατοχής και πριν τον εμφύλιο.
Ο Ανδρέας Φραγκιάς έφυγε από τη ζωή στις 6 του Γενάρη 2002. Σεμνός συγγραφέας
με μικρό σε ποσότητα συγγραφικό έργο αλλά μέγιστο σε ποιότητα.
Ο Ανδρέας
Φραγκιάς έφυγε από τη ζωή στις 6 του Γενάρη 2002. Σεμνός συγγραφέας με μικρό σε
ποσότητα συγγραφικό έργο αλλά μέγιστο σε ποιότητα.
Από τα
μυθιστορήματά του επιλέγουμε ένα απόσπασμα από το Άνθρωποι και Σπίτια. Η γραφή
του έχει χαρακτηριστεί συγκλονιστική συνάμα και ποιητική, με έντονο το
ψυχογραφικό και το λυρικό στοιχείο, σ’ ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα που
αναφέρεται στην εργατική τάξη και στην διαμορφούμενη ταξική συνείδηση σε μια
εποχή μετά το τέλος της κατοχής και πριν τον εμφύλιο.
Ο Ανδρέας
Φραγκιάς άρχισε να το γράφει το 1947 αλλά η σύλληψη και η εξορία του στον Άγιο
Κήρυκο της Ικαρίας καθυστέρησε την έκδοσή του. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε τελικά
το 1955.
Η ιστορία
εκτυλίσσεται στην μετακατοχική Αθήνα, ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση. Οι
άνθρωποι μιας λαϊκής συνοικίας της Αθήνας παλεύουν με τη φτώχεια και την
ανεργία. Από τη μια μεριά τα καμένα από τους Γερμανούς σπίτια και από την άλλοι
οι άνθρωποι – άντρες και γυναίκες – της φτωχολογιάς, ανάμεσά σε δυο
εργοστάσια, ένα εγκαταλειμμένο και ένα υπό κατασκευή, σε έναν εξοντωτικό αγώνα
επιβίωσης.
Στο
απόσπασμα ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος, ο Αργύρης, κατορθώνει να βρει
δουλειά σε ένα εργοστάσιο μετά από μακρύ διάστημα ανεργίας. Τι συμβαίνει όμως
την πρώτη μέρα που αρχίζει να δουλεύει;
***
– Εσύ είσαι για την καινούργια μηχανή;
– Έτσι μου είπανε, περιμένω.
– Ο άλλος, χτες, κουλάθηκε.
– Το ξέρω. Τι ώρα έρχεται ο μηχανικός;
Αυτός
έφυγε. Πήγε πιο κάτω και μίλησε με τους άλλους. Στρίψανε όλοι και είδανε περίεργα
τον Αργύρη.
Όταν μπήκε
ο μηχανικός, ο Αργύρης πλησίασε και του είπε τ’ όνομά του.
– Για την καινούργια μηχανή;
– Ναι.
– Έλα πάνω.
Ανεβήκανε
γρήγορα τις σκάλες. Λες νάναι τόσο εύκολο να πιάσει δουλειά; Ο μηχανικός έκανε
σα να τον περίμενε. Περάσανε ένα μακρύ διάδρομο, βγήκανε σε μια μεγάλη αίθουσα
με πολλούς εργάτες, γεμάτη με τόρνους και πλάνες. Άλλος διάδρομος, άλλη αίθουσα
με πάγκους κι’ άλλες μηχανές παράξενες. Απ’ όπου περάσανε όλου γυρίζανε και τον
είδανε πάλι περίεργα κι’ ο Αργύρης φοβήθηκε.
– Πώς είναι τ’ όνομά σου;
Ο Αργύρης
τούπε κι’ αυτός το σημείωσε.
– Πού αλλού έχεις δουλέψει;
Ο Αργύρης
τού είπε πως έχει τελειώσει το νυχτερινό τεχνικό σχολείο και πως δούλεψε από
κει κι’ ύστερα στη μεγάλη φάμπρικα της γειτονιάς του. Τάγραψε όλ’ αυτά. Και το
δρόμο που είναι στο σπίτι τους και πόσων χρονών είναι κι’ ένα σωρό άλλα
πράματα. Ύστερα προχωρήσανε σ’ ένα άλλο διάδρομο που κλείνει με κάγκελα. Πάρα
μέσα άλλα, πούναι σαν πόρτα, στο χώρο της μηχανής.
Αυτή είναι!
Ο Αργύρης τη γνώρισε σα να την ήξερε χρόνια. Ίδια, όπως στο σχέδιο του Θανάση.
Πήγε αμέσως κοντά και εξέτασε τα διάφορα κλειδιά και τις ρόδες της.
Φαίνεται
πως θα τη σκουπίσανε, γι’ αυτό δεν είδε λεκέδες από το αίμα του Θανάση.
– Να προσέχεις, είπε ο μηχανικός.
– Θα προσέχω.
Έβαλε τους
ιμάντες στις ρόδες και τράβηξε το μοχλό του ρεύματος. Κι’ ο Αργύρης έκλεισε τα
μάτια του ν’ ακούσει το πρώτο τραγούδι της. Τη ρεγουλάρισε όπως πρέπει κι’ όλα
γυρίζανε στρωτά, όπως στη μουσική. Ο Αργύρης χούφτιασε το κλειδί που ρυθμίζει
την κίνηση κι’ άνοιξε τα μάτια του, το στόμα, φουσκώσανε τα ρουθούνια του κι’
οι φλέβες του μούτρου του χοντρύνανε, όλο αίμα. Τα γυαλιστερά λαδωμένα σίδερα
δένονται σφιχτά στις συνδέσεις και τους αρμούς τους. Φτιάχνουν δουλειά,
παραγωγή, έργο.
– Έχεις ξαναδουλέψει σε τέτοια; Σα να την ξέρεις από
πριν.
– Ναι, του λέει, την ξέρω από πριν.
– Παράξενο!.. Δεν υπάρχει άλλη…
είναι το πρώτο μοντέλο πούρχεται…
Ο μηχανικός
έβαλε τον Αργύρη να κάνει διάφορα τεχνικά πράματα για να δει αν ξέρει τα
μυστικά της. Τον ρώτησε για τη λειτουργία, τις φάσεις, τα απότομα σταματήματα,
τα όργανα μετρήσεως, πότε τη βάζουμε αργά και πότε γρήγορα, πώς είναι η
συνδεσμολογία των δυνάμεων, δουλειά στο δέκατο του χιλιοστού, κι’ ο Αργύρης
απάντησε μαστόρικα σ’ όλη την εξέταση, πιάνοντας το ένα κλειδί με τ’ άλλο, στο
φαρτσάρισμα, στο σιγανό, στα λάδια. Το κολάι της είναι ώσπου να ταιριάσεις την
αναπνοή σου στο γύρισμά της, γιατί όλα σου τα νεύρα πρέπει να είναι συνδεμένα
με κάποια βίδα της. Έχει δει κι’ άλλες μηχανές, μα στο τραγούδι αυτηνής δεν
πιάνουνε μπάζα όλα τα μεγάφωνα της πλατείας. Την έχεις του χεριού σου όπως
ξεκλειδώνεις την πόρτα της κάμαρης. «Πού είσαι Γεωργία να με δεις…»
– Εν τάξει, είπε ο μηχανικός, έναν σαν και σένα θέλαμε.
– Και τώρα να δουλεύω; ρώτησε ο Αργύρης.
– Και το ρωτάς; Εγώ θα τα κανονίσω στο προσωπικό και
στο λογιστήριο…
Έφυγε
βιαστικός κι’ ο Αργύρης έμεινε μόνος απέναντι στη μηχανή.
Τώρα
δουλεύει ταχτικά όλο το εργοστάσιο. Στις διπλανές αίθουσες και στο διάδρομο
πολύς κόσμος. Από δω όμως δεν περνάει κανείς. Είναι, βλέπεις, αυτά τα κάγκελα.
Κοιτάζεις πώς πηγαινοέρχονται τ’ αστραφτερά ατσάλια, οι ρόδες και τα έμβολα, οι
κοχλίες, τα γρανάζια κι’ έπαψες να είσαι μάστορης. Έγινες κάτι απ’ το μηχάνημα.
Από τούτη τη σύνθετη μηχανή με τη μεγάλη παραγωγή, τις αυτόματες εναλλαγές, που
μουγγρίζει σα θεριό και σε ρουφάει. Σε μια μεγάλη ησυχία, όλο ευτυχία και
κίνηση. Την έβαλε να δουλέψει όσο παίρνει πιο γρήγορα και ζεστάθηκε
προσπαθώντας να προλάβει στο φορτσάρισμα όλα της τα σκέρτσα, την απόδοση και
την παραγωγή. Και λιγώθηκε.
Η Γεωργία
κάθισε στην καρέκλα του μαγέρικου να ξεκουραστεί. Όταν άκουσε τη φούρια της
δουλειάς να γεμίζει το δρόμο, κατάλαβε όλη την κούραση να πέφτει πάνω της σα
βαρύ φορτίο. Στ’ αυτιά της έπηξε η βουή του εργοστασίου κι’ όλος τούτος ο
μεγάλος όγκος με τα παράθυρα, τα σφυρίγματα, τα κουλουριάσματα του αέρα, τους
καπνούς, τα ξεφυσήματα, τις λάμψεις του οξυγόνου, τα ρυθμικά χτυπήματα των
μηχανών, την κάνανε να θαρρεί πως αρμενίζει σ’ αφρισμένη θάλασσα. Είναι η
αϋπνία, η αγωνία κι’ η νύστα κι’ ο καημός. Η λαχτάρα μας να δουλέψουμε είναι
κάτι πιο δυνατό από μας. Να μπορούσες να κοιμηθείς σε τούτη την καρέκλα ν’
απλώσεις τα πόδια στο πεζοδρόμιο και να σκουντάφτουν στα παπούτσια σου οι
περαστικοί. Το παιδί του μαγαζιού τη ρώτησε αν θέλει τίποτα.
– Όχι, θα φύγω σε λίγο.
Κι’ επειδή
το πρωί δεν έχει δουλειά το μαγέρικο κι’ όλες οι καρέκλες μένουν άδειες κι’ ο
μάγειρας παστρεύει χόρτα, δεν της ξαναμίλησε. Πρέπει να γυρίσει να μαγειρέψει
και να συγυρίσει το σπίτι. Σήμερα είναι σα νάχουμε γιορτή. Ο Αργύρης θαρθεί
πεινασμένος και πρέπει να νιώσει πως γυρίζει σε σπίτι. Η φασαρία και το ρυθμικό
γύρισμα της βουής είναι σα γλυκό νανούρισμα. Εδώ κοντά που δουλεύει ο Αργύρης.
Θυμάσαι; Ναι, τα θυμάμαι όλα. Δε θα πεις τίποτα για τα χτεσινά. Θα του ζητήσεις
παρακαλεστά να τα ξεχάσει. Όσα γίνανε πριν από σήμερα είτανε «χτες». Είταν η
νύχτα, ο πόλεμος, η ανεργία που μας φαρμάκωσε τη ζωή κι’ έκανε στυφό το σάλιο
στο στόμα μας.
Σου παίρνει
το μυαλό τούτο το τραγούδι. Ξελογιάζεσαι και λες πως όταν δουλεύεις σ’ ένα
τέτοιο καλό πράμα φχαριστιέσαι κατάκαρδα. Δεν είναι μόνο αυτό. Τα χέρια σου
θυμηθήκανε να φτιάχνουνε κάτι, χαίρονται που τρίβωνται με τα σίδερα , γλιστράνε
στις επιφάνειες, κανονίζουνε με το μάτι σίγουρα χωρίς να χάνουν ούτε χιλιοστό.
Ξέρουνε το σίδερο, το μέγεθος και το χρόνο, σα να μετράνε μόνα τους, πόσο
χρειάζεται η παλίνδρομη κίνηση, να γυρίσουνε το κλειδί και να τραβήξουνε το
μοχλό για να γυρίσει το σύστημα στον ατέρμονα, για να σκαφτεί το σίδερο. Θάρθει
και το Σαββατόβραδο με το μεροκάματο. Το σπίτι μας άλλαξε μονομιάς το πρωί που
γέλασε η Γεωργία. Κι’ έχουνε τόση ανάγκη όλα τα πράματα να δουλεύονται με τα
δάχτυλα, τα χνώτα, το φως της μέρας. Κι’ είναι άλλο πράμα να γελάει η Γεωργία.
Ως τώρα όλα τάχαμε αναβάλει γι’ αργότερα. Κι’ η Γεωργία θα πάψει νάναι σκυμμένη
στην μονόχρωμη επιφάνεια του πανιού. Η ζάρα πούγινε στη μέση των φρυδιών της,
απ’ τα πέρσι, έμεινε κει χαράκι κι’ όλο ισκιώνουνε τα μάτια της. Πρέπει να
ξεκουράζεται για να κρεατώσει λίγο το κορμί της, να γεμίσουνε κάπως τα μάγουλα.
Είτανε ο πόλεμος κι’ η πείνα. Πρέπει ακόμα και να πάψει να ράβει μπλούζες με τη
δωδεκάδα. Θαρθούνε κυρίες και κορίτσια που θέλουνε φορέματα με πιέτες,
ζακετάκια, σούρες, νάχουνε εφαρμογή, χάρη κι’ η Γεωργία ήξερε πάντα να τα
φτιάχνει με το γούστο της καθεμιάς. Ο Αργύρης ιδρωκοπάει στη μηχανή. Αν πρόσεχε
ο Θανάσης, δε θα πάθαινε τέτοια ζημιά. Τι θα τόκανε άραγε το απόκομα του χεριού
του; Τούτη η μηχανή κάνει δουλειά για πολλές. Ούτε είκοσι μαστόροι δεν παραβγαίνουνε
μαζί της, με τις άλλες τις απλές. Θέλει πολλά μάτια να την κοιτάζουνε και το
μυστικό της είναι να ενώσεις μαζί της την αναπνοή σου. Μήπως κι’ όλες οι
δουλειές δε ζητάνε το ίδιο; Η κάμαρά μας θα γίνει ξανά σπίτι. Σκέφτηκες πολλές
ώρες τούτη τη δουλειά. Όταν έφυγε ο Θανάσης το βράδυ πούβρεχε, έκλεισες τα
μάτια σου και τη συλλογιζόσουνα. Κ’ είταν απ’ τα πιο γλυκά όνειρα. Ποια νάναι
τάχα η κοπέλλα του Κοσμά που θάρθει μαζί μας το Σαββατόβραδο; Θυμάσαι, τότε με
τη Γεωργία; Με τη Γεωργία σμίξαμε σα να μη μπορούσε να γίνει αλλιώς, σα νάτανε
απ’ τα πράματα που γίνονται οπωσδήποτε. Όπως το «έργο» που κάνει η μηχανή
με την ορισμένη σύνδεση. Κρίμα, όμως, που δε μπορέσαμε να κάνουμε κάτι κι’
ύστερα. Τι να κάνουμε; Να, λίγη χαρά στο σπίτι θα είναι το πιο σπουδαίο πράμα
που θα γινόταν. Και το πιο απλό.
Στη διπλανή
αίθουσα γίνεται μεγάλη κίνηση. Σα να μαζευτήκανε πολλοί. Μα δεν μπορεί να
στρίψει να δει, θέλει προσοχή. Γιατί έχουνε τα κάγκελα κι’ είναι έτσι
ξεμοναχιασμένος σ’ αυτό το κλουβί; Διψάς;
Τώρα που θα
φτιάξει ο καιρός πρέπει ν’ ασπρίσουμε την κάμαρη και να φυτέψουμε κάνα λουλούδι
στην αυλή μας. Έστω μολόχες. Νάναι σα σπίτι που κάθονται άνθρωποι. Θα
δουλεύουμε κι’ οι δυό. Ο πόλεμος τέλειωσε απ’ τα πέρσι. Άμα θάχουμε λεφτά θα
βάψουμε και τα παράθυρα. Ας μην είναι δικό μας το σπίτι. Όταν τα παράθυρα είναι
βαμένα μπαίνει περισσότερος ήλιος. Κάτι γίνεται στη διπλανή αίθουσα. «Τι με
νοιάζει εμένα». Με το δεύτερο βδομαδιάτικο θ’ αγοράσει η Γεωργία φουστάνι. Θα
μπει άνοιξη και δε μπορεί νάναι με το τσόχινο παλτό. Κι’ ο Θανάσης μπορεί να
πάρει κάνα επίδομα. Τώρα με τους πολέμους έχουνε τελειοποιηθεί τα ξύλινα χέρια.
Υπάρχουνε τώρα εξαρτήματα για τραυματίες, όχι με πέτσινο γάντι για φιγούρα,
αλλά με κάτι γερούς γάτζους ατσαλένιους για να πιάνουνε κάτι. Τα δένουνε με
τιράντες απ’ τους ώμους και δεν ξέρω πόσες οκάδες σηκώνουν. Κι’ άμα του μιλήσει
κανείς θα μπορεί να τον ξεσκίσει με το γάτζο. «Τι να σου κάνω κύριε, το δικό
μου μού τόφαγε η μηχανή που πήγα να τη δουλέψω για να κρατήσουνε τη γυναίκα μου
στο νοσοκομείο και για ν’ αποχτήσω μεροκάματο. Λίγο τόχεις.» Κι’ όμως είναι
πολύ φυσικό πράμα να δουλεύεις και δε θάπρεπε να βάζεις ενέχειρο ολόκληρο χέρι.
Τώρα ο πόλεμος τέλειωσε και λέγαμε πως θ’ ανοίξουνε οι δουλειές. Λέγαμε ακόμα
πως θάναι ντροπή να πεινάει έστω κι’ ένας άνθρωπος σ’ όλο τον κόσμο. Δε μπορείς
να γυρίσεις. Κάτι γίνεται εδώ δίπλα. Κι’ η μηχανή πάει κι’ έρχεται μ’ όλο το
σύστημά της πάνω στους κοχλίες. Καλά. Μπορεί να ήρθανε δω δίπλα για να
βοηθήσουνε σε καμιά δύσκολη δουλειά, να τραβήξουνε κάτι που δεν το τραβάει η
τροχαλία, να πάρουνε λεφτά. Ο Αργύρης ρεγουλάρισε τη μηχανή του όπως
περιποιείται ένα παιδί. Κανόνισε τα λάδια και τα γρασαρίσματα, γιατί τούτες οι
πολύστροφες θέλουνε να τις ταΐζεις συνέχεια με λίπος, είναι βλέπεις, οι τριβές
και τα κουζινέτα ανάβουνε. Με την άκρη του ματιού του είδε τους μαζεμένους
ανθρώπους έξω απ’ τα κάγκελα. Κάτι λένε, μα τούτη δω δεν τον αφήνει ν’ ακούσει.
Του ζητάει νάχει όλη την προσοχή του. Κάποιος ήρθε απ’ το διάδρομο. Ο μηχανικός.
– Δουλεύεις;
– Συνέχεια. Πάει ρολόι.
– Μπράβο. Πήγα στο λογιστήριο και κανόνισα το μισθό σου…
– Τι είπες;
– Κανόνισα να πληρωθείς.
– Τι;
– Θα πάρεις ένα βδομαδιάτικο προκαταβολή.
– Σήμερα;
– Μήπως έχεις ανάγκη περισσότερα;
– Δε σ’ ακούω τι λες.
– Καλά, καλά, δούλευε συνέχεια.
– Αυτό κάνω.
– Στο τέλος, να περάσεις απ’ τον ταμία να τα
πάρεις.
Τι θέλει
και τούτος εδώ; Είπε κάτι για λεφτά. Όταν θα γυρίσεις στο σπίτι θα τ’
ακουμπήσεις στο τραπέζι και θάναι σα ν’ αρχίζουμε απ’ την αρχή τη ζωή μας. Κι΄
η Γεωργία; Τώρα το σπίτι μας είναι παρατημένο σα να λείπουμε από καιρό. Λες να
μη το πίστεψε η Γεωργία και να ράβει ακόμα τις μπλούζες επειδή νομίζει πως πήγα
στους υπόνομους; Θα βάλουμε κι’ ένα γλόμπο στο κορδόνι του ταβανιού γιατί από
τότε που κάηκε δεν αξιωθήκαμε να τον αλλάξουμε. Δε χρειαζόταν κιόλας γιατί
αυτός πούναι κοντά στη μηχανή της Γεωργίας μάς φτάνει. Είναι βλέπεις όλα τόσο
πρόχειρα…Θα καρφώσουμε το πατζούρι και θα το στερεώσουμε με
μεντεσέδες για να μη γέρνει. Κι’ η πόρτα θέλει κάρφωμα. Ένα βάψιμο στα σίδερα
του κρεββατιού και να πάρουμε ένα μικρό καθρέφτη. Αυτός έσπασε κι’ έχει ένα
παράταιρο σχέδιο που δεν κρεμιέται πουθενά. Θα φυτέψουμε οπωσδήποτε κάτι στο
μπροστινό μέρος και μ’ ένα ντενεκέ του πετρελαίου ή μ’ ένα μπιτόνι θα φτιάξουμε
βρυσούλα στην αυλή για να μη βουτάς κείνο το κουτί της κονσέρβας στον κουβά και
μουσκεύεσαι ολόκληρος για να πλήνεις τα χέρια σου. Απ’ όταν σμίξαμε δεν κάναμε
τίποτα για να ομορφήνουμε τη ζωή μας. Ο Αργύρης νόμιζε πως φτάνει ν’ αγαπάει
πολύ τη Γεωργία και πως όλα τα πράματα θα γίνουν όταν τελειώσει ο πόλεμος και
θάναι τότε για όλους βολικά. Κι’ όταν η Γεωργία θα γελάει, όπως σήμερα το πρωί,
θάναι πολύ εύκολο νάχουμε ένα παιδί. Ό,τι λείπει για να γίνουμε άνθρωποι. Να
φτιάξουμε, να γεννηθεί από μας ένας ολόκληρος άνθρωπος!
Η Γεωργία
κάθεται ακόμα στην καρέκλα του καφενείου. Είδε πώς αλλάζουνε με τις ώρες οι
όψεις του δρόμου και κατάλαβε πως πρέπει να γυρίσει στο σπίτι. Έχει και τόσες
δουλειές. «Φαίνεται πως ο Αργύρης ταχτοποιήθηκε στο εργοστάσιο κι’ αυτό
σημαίνει πως σήμερα τέλειωσε ο πόλεμος για μας». Τώρα αγαπάς τούτο το βουερό
καπνισμένο χτίριο πούχει στους τοίχους του δαχτυλιές από γράσσο, ξεφτίσματα απ’
τα σκουντήματα των αυτοκινήτων και μια μουντζούρα, σ’ όλο το μάκρος του τοίχου
ως ένα μπόι, όπως τρίβονται ακουμπώντας με τις λαδωμένες φόρμες οι εργάτες στα
διαλείμματα.
Θα πάρει
πάλι το δρόμο και τώρα θα της φανεί λίγος. Το βράδυ θα κοιμηθούνε μονοκόμματα
την πιο ήσυχη νύχτα, σίγουροι πως τέλειωσε πια ο πόλεμος, γιατί ο Αργύρης θάναι
κουρασμένος απ’ τη δουλειά και θα μιλήσουνε ξαπλωμένοι για τόσα πράματα π’
αφήσανε στη μέση και γι’ άλλα που ούτε τ’ αρχίσανε. Είταν όλα παρατημένα και
πικρά στο σπιτικό μας. Πώς μπορούσε να γίνει σπίτι αυτή η κάμαρη, αφού δεν
είχαμε το πιο απαραίτητο για να συνεχίσουμε τη ζωή μας; Η Γεωργία σηκώθηκε να
φύγει. Πρέπει να μαγειρέψει για να βρει φαΐ, να στείλει στα παιδιά του Θανάση,
να συμμαζέψει το σπίτι. Απ’ όλη αυτή την πηχτή φασαρία που κάνανε οι μηχανές
κάποια είναι και του Αργύρη. Προσπάθησε να την ξεχωρίσει, μα βγαίνει τόσο
συμπαγής ο θόρυβος απ’ την ένταση της κίνησης, που λες πως αυτή όλη η βουή
είναι κάτι απ’ την αναπνοή του. Κι’ απ’ τη χαρά του. Η Γεωργία γέλασε κρυφά και
ευχαριστημένη. «Επί τέλους θα γίνουμε και μεις σαν όλο τον άλλο κόσμο».
Η μεγάλη
σιδερένια πόρτα σηκώθηκε. Η Γεωργία στάθηκε. Θέλεις να δεις ό,τι έχει σχέση με
τούτο το εργοστάσιο, να το γνωρίσεις κι’ αν μπορείς να πας στο μέρος που
δουλεύει, ο Αργύρης. Η σιδερένια πόρτα ανεβαίνει αργά και δείχνει από μέσα την
είσοδο και πιο πέρα την αυλή. Απέναντι απ’ τ’ άνοιγμα είναι άλλο χτίριο πιο
μουντζουρωμένο. Τρεις άνθρωποι της φάμπρικας κουβεντιάζουν στην είσοδο. Κι’
ύστερα κατεβήκανε άλλοι δυό. Ένα μικρό γυαλιστερό αυτοκίνητο που στάθηκε στην
πόρτα έφερε έναν κύριο που μόλις είδε τους εργάτες σα να τους μάλλωσε που είναι
έξω. Κι’ ανέβηκε. Αυτοί είναι ανήσυχοι και γελάσανε νευριασμένα. Θάναι τ’
αφεντικό σκέφτηκε η Γεωργία.
Αν τόξερε
πιο πριν θα τον σταμάταγε να του πει πως σήμερα έπιασε δουλειά ένας καινούργιος
μάστορης και να τον προσέξει. Απ’ τους πολλούς μήνες πούμεινε άνεργος ίσως να
μη μπορεί ν’ αποδώσει αμέσως γιατί νομίζει πως τα ξέχασε όλα.
Κάποια
παράξενη κίνηση στην είσοδο. Κατεβήκανε κι’ άλλοι κι’ ένας με κατακόκκινα μάτια
σκουπίζει τα χέρια του απ’ τα λάδια. Η Γεωργία στάθηκε να δει. Όσο ανήσυχα κι
αν μιλούνε τούτοι εδώ το εργοστάσιο δουλεύει.
Κι’ ο
Αργύρης δουλεύει με κέφι. «Τώρα που τέλειωσε και για μας ο πόλεμος, Γεωργία, να
δεις. Έτσι είταν, σαν μια περιπέτεια όλη αυτή η ιστορία, κάτι απ’ τον πόλεμο.
Εμείς δεν είμαστε ένα αντρόγυνο σαν τ’ άλλα. Θαρρώ πως ζήσαμε μαζί όλα μας τα
χρόνια και δεν έγινε τίποτα που μας έφερε κοντά, γιατί βρισκόμαστε πάντα. Κι’ ο
Αργύρης θυμάται πως πολλές φορές στην απέραντη σιωπή της ανεργίας το σκεφτότανε
σα σκοπό: Για να γελάσει η Γεωργία. Για να φχαριστηθεί επί τέλους». Δε θάναι
και πολύ δύσκολο να γίνει έτσι. Θα ξεκινάει το πρωί – πρωί
καθαρός, ήσυχος και χαρούμενος, με τη Γεωργία γελαστή στο κατώφλι να του λέει
στο καλό και το απόγεμα να πλένεται στην αυλή προσεχτικά για να βγούνε μαζί μια
βόλτα, για ναρθεί κανένας άνθρωπος να περάσουνε το βράδυ. Κι’ η Γεωργία δε θα
ρωτάει πια «τι θα κάνεις τώρα;» γιατί θα κάνει ό,τι μπορεί να γίνει. Θάναι και
το παιδί. Το κορμί της Γεωργίας στέγνωσε παράκαιρα απ’ τη στεναχώρια κι’ οι
ώμοι της γέρνους όταν ράβει. Δε θάναι πια έτσι. Τώρα π’ ανοίγουνε οι δουλειές η
γειτονιά μας θα πάψει νάναι σκονισμένη κι’ αδιάφορη. Τα τηγάνια θα μοσχοβολάνε
στις αυλές με τα γιασεμιά και τα παιδιά θα τρέχουνε τραγουδώντας. Κάπου ανάμεσά
τους μπορεί νάναι και το δικό μας, με γδαρμένα γόνατα ξεθεωμένο απ’ το
παιχνίδι, με μια μεγάλη φέτα ψωμί δαγκωμένη ολοστρόγγυλα. Θα γυρίζει χορτάτο
και χαρούμενο για να το πλύνει η μάνα του και να του μάθει την αλφαβήτα.
Θάτανε δέκα
η ώρα όταν σταμάτησε η δουλειά στη διπλανή μεγάλη αίθουσα. Μερικοί σταθήκανε
στα κάγκελα που χωρίζουν το μέρος της μηχανής απ’ την άλλη φάμπρικα. Είπανε
κάτι του Αργύρη, μα τούτο το βουερό μηχάνημα δεν τον αφήνει ν’ ακούσει. Ούτε να
στρίψει. Διψάει και δεν ξέρει πώς θα πιει νερό. Ένας απ’ αυτούς έπιασε τα
κάγκελα θυμωμένος. Δεν πολυσκέφτεσαι, γιατί τούτο το πράμα, δε σ’ αφήνει να
συλλογίζεσαι όταν θες. Έτσι την έπαθε ο Θανάσης. Ποιος ξέρει τι θάχε στο
νου του. Δεν μπορείς ούτε να στραβοκοιτάξεις. Με την άκρη του ματιού είδε
πολλούς στριμωγμένους στα σίδερα. «Τι με νοιάζει. Μπορεί νάρθανε να δούνε τη
μηχανή». Ακόμα δεν έμαθες τις συνήθειες τούτης της φάμπρικας, και λες πως
μπορεί νάχει διάλειμμα. Εσένα δε σου είπε κανείς πότε να σταματήσεις. Πρέπει
ναρθεί πάλι ο μηχανικός. Και φωτιά να πιάσει το εργοστάσιο εσύ δεν θα το
κουνήσεις από δω. Γυρίζει, δουλεύει, βουΐζει, φτιάχνει. Τι λέγαμε; Ο κόσμος θα
δουλεύει και θα χαίρεται, ναι, κάπως έτσι θα γίνει. Κι’ όχι απ’ τη μια μέρα
στην άλλη. Χρειάζεται πολλή δουλειά ώσπου να φτιαχτούν όλα τα γκρεμισμένα.
«Γεωργία πρέπει να βοηθήσεις και συ. Και η δουλειά που πέφτει στο μερτικό σου
είναι να γελάς. Για τα άλλα μη σε νοιάζει. Είμαι άξιος να τα κάνω όλα φτάνει
νάμαι μπροστά σε μια μηχανή. Δε θα μου ξεφύγει ποτέ ούτε χιλιοστό, ούτε δέκατο
στο κοπίδι πάνω στο σίδερο. Κι΄ούτε ποτέ θάχω τίποτ’ άλλο στο νου μου, έξω απ’
τα μάτια σου, απ’ αυτό που θέλουμε, απ’ το πώς θα μπορέσουμε να γίνουμε
άνθρωποι. Θα γίνουμε, νάσαι σίγουρη γιατί σ’ αγαπάω πολύ κι’ εσύ δεν πρέπει να
σκας ποτέ και για τίποτα. Έτσι που έχω φορτσάρει τη μηχανή ιδρώνει κι’ αυτή
μαζί μου». Μπορεί και τη μαλάζει στα χέρια του και τα σιδερικά υποτάσσονται
χωρίς θέληση, όπως τα θέλει.
Το κάγκελο
άνοιξε κι’ ήρθε κάποιος. Μόλις που πρόφτασε να τον δει. Ένας κύριος με κοστούμι
και χωρίστρα. Τον κοιτάει με χαμόγελο. «Μπορεί να καμαρώνει το μηχάνημα, είπε ο
Αργύρης, δε μοιάζει όμως νάναι εργάτης. Τι με νοιάζει, άστον να χαζεύει».
Ξαφνιάστηκες γιατί ο κύριος σε χτύπησε στον ώμο και σου προσφέρει τσιγάρο.
Θάναι ευχαριστημένος άνθρωπος για να γελάει έτσι, και μόνος του. Ο Αργύρης
έβαλε το τσιγάρο στο αυτί. Δε μπορεί ούτε να τον κοιτάξει τον καινούργιο του
φίλο. Έχει το νου του σε χίλιες μεριές, μη ξεπεράσουν, στην κίνησή τους, οι
μηχανές την προσοχή του, γιατί χάθηκε. Ο κύριος δείχνει τα δόντια του μ’ ένα
χαμόγελο και τρίβει τα χέρια του σα να μη του καίγεται καρφί.
– Έμαθα πως είσαι καλός τεχνίτης, τούπε.
– Λοιπόν; Και τι μ’ αυτό;
– Άμα θέλεις θα προκόψεις.
– Φαίνεσαι πως έχεις κέφι για κουβέντα.
– Η μηχανή αυτή είναι δύσκολη, πού δούλευες πρώτα;
– Δε μπορώ να σ’ απαντήσω, πρέπει να προσέχω…Διψάω
και δεν έχω νερό.
Ο κύριος
έτρεξε να του φέρει. Ο Αργύρης είδε πως η διπλανή αίθουσα είναι άδεια.
Σταματημένες οι μηχανές, βγαλμένα τα λουριά και σιωπή. Τούτος ο παράξενος φίλος
έφερε ένα μαστραπά νερό κι’ ο Αργύρης το ρούφηξε. Δεν μπόρεσε να του πει
ευχαριστώ, τούδωσε μόνο το άδειο κύπελλο κι’ αυτός το πήρε.
– Τώρα δεν έχουμε κανέναν ανάγκη, άστους να κάνουν ό,τι
θέλουν.
– Δηλαδή;
– Μη σε νοιάζει…Δούλευε.
– Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Αργύρης, απ’ το πρωί όλοι μου
λένε να δουλεύω, λες κι’ εγώ κάθουμαι. Τόσο καιρό που τους ζήταγα εγώ…κανείς.
– Δούλευε, μπράβο, έτσι γρήγορα, έκανε ο ευχαριστημένος
άνθρωπος.
– Δεν καταλαβαίνω, ξανάπε ο Αργύρης.
– Δε χρειάζεται…Τώρα είναι η μηχανή.
Τι λέει
τούτος; Τ’ αυτιά σου γεμίσανε βουή, το μάτι σου παίζει στις διάφορες ρόδες, στα
ρολόγια, στα κλειδιά. Ούτε γύρισε να τον κοιτάξει. Ο Αργύρης τού φώναξε όσο
μπορούσε πιο δυνατά.
– Ποιος είσαι συ;
Κι’ ο άλλος
φώναξε:
– Εγώ είμαι ο Διευθυντής.
-Τι!
– Ο ιδιοκτήτης, ο εργοστασιάρχης.
– Χαίρουμαι, είπε ο Αργύρης, δεν τόξερα. Ναι η μηχανή
είναι πολύ καλή, πολύ ωραία μηχανή, πολύ καλή…
– Τώρα δεν τους έχω ανάγκη, θα τους ξαναγυρίσω πίσω.
– Ποιους;
– Τους άλλους, κι’ έδειξε την αυλή.
– Δηλαδή;
– Μη σε νοιάζει, εγώ είμαι για σένα, δεν τους έχουμε
ανάγκη, δούλευε…
Πάλι δεν
κατάλαβε τίποτα. Θέλει να μάθει γιατί παρατήσανε τις μηχανές δίπλα κι’ άδειασε
όλος ο τόπος. Τούτος δω είναι αληθινά ο εργοστασιάρχης; Ποτέ δεν είδε από
τόσο κοντά έναν άνθρωπο πούχει καταδικό του ένα εργοστάσιο σαν αυτό. Σε κέρασε
και τσιγάρο. Σαν κάτι να γυρεύει εδώ. «Μπορεί να θέλει να δει πώς δουλεύω,
συλλογίστηκε ο Αργύρης, καλά τούπα να μ’ αφήσει ήσυχο». Ο διευθυντής στάθηκε
στο παράθυρο. Κι’ άνοιξε το τζάμι.
Ακουστήκανε
φωνές μια πολύφωνη βουή, σα νάναι άλλη μια μηχανή στην αυλή. Ο Αργύρης τα
παράτησε για λίγο κι’ έρριξε μια ματιά! Τους είδε όλους μαζεμένους, μια στρώση
κεφάλια που κοιτάνε το παράθυρό του. Φωνάζουνε δυνατά, όλοι μαζί κι’ ο Αργύρης
πάγωσε μόλις τους άκουσε.
– Τι γίνεται; ρώτησε τον κύριο.
– Τίποτα. Μη σε νοιάζει εσένα γι’ αυτό. Δούλευε και…
– Τι και;
– Θα σε ικανοποιήσω.
Ξαναπήγε
στο παράθυρο και κοίταξε σα να θέλει να καταλάβει τούτο το παράξενο πράμα που
γίνεται στην αυλή. Κι’ η διπλανή αίθουσα έρημη με σταματημένη τη δουλειά. Μόνο
η δική του μηχανή γυρίζει μέσα στο άδειο εργοστάσιο.
– Δούλευε, δούλευε κι’ εγώ είμαι για σένα.
Ο Αργύρης
κατάλαβε. Από κάτω φωνάζουν ρυθμικά σαν κάτι να ζητάνε. Όλη η αυλή έχει κεφάλια
μ’ ολάνοιχτα μάτια. Κι’ η μηχανή έχει γυαλιστερές βίδες, γρήγορες κινήσεις και
φασαρία. Πέρα, στη γειτονιά, είναι το σπίτι τους με τη Γεωργία σκυμμένη πάνω
στον χασέ «Τι θα κάνεις τώρα;»
– Δούλευε, δούλευε…
Ο Αργύρης
γύρισε χωρίς κόπο κάποιο κλειδί κι’ η βουή της μηχανής άρχισε να πέφτει, όπως
μια λάμπα που της σώθηκε το πετρέλαιο. Σα να γίνεται κάποιο κακό ο διευθυντής
φώναξε:
– Τρελάθηκες! Μήπως έχασες το λογικό σου;
– Εγώ, όχι.
– Τότε γιατί τη σταματάς;
– Μα αφού…έκανε ο Αργύρης κι΄ έδειξε το
παράθυρο.
– Δούλευε, βάλε μπρος, θα σου δίνω το πρώτο μεροκάματο…
– Μα…
– Θα σε πάρω αρχιτεχνίτη, δούλεψε μόνο για σήμερα και
σου δίνω όσα θες…
Ο Αργύρης
την κράτησε πριν ξεψυχήσει και με τους μοχλούς πούχει μπροστά του της ξανάδωσε
πάλι κίνηση. Πήρανε ξανά δρόμο οι ρόδες κι’ η βουή γέμισε πάλι πηχτά όλο το
χώρο. «Σήμερα έτυχε αυτή η αναποδιά!» σκέφτηκε ο Αργύρης μούσκεμα στον ιδρώτα.
«Τι θα κάνεις τώρα Αργύρη;»
Όσο δυνάμωνε
η μηχανή οι φωνές ακούγονται πιο καθαρά. Περνάνε τους διαδρόμους και
μπερδεύονται με τους ήχους της μηχανής. Το σίδηρο κόβεται σαν τυρί και δείχνει
την αστραφτερή του σάρκα γυμνή. Και συ που το βλέπεις τρελαίνεσαι απ’ τη χαρά
της δουλειάς. Οι φωνές όμως σε πολιορκούνε και σε σφίγγουνε. Γύρισε πάλι το
μοχλό ρυθμίσεως κι’ άρχισε να καταπέφτει. Τα σίδερα είναι βαριά κι’ άμα λείψει
η δύναμη που τα σαλεύει, αρχίζουνε να γίνονται ακίνητα. Σε λίγο θα σταματήσει.
– Όχι, όχι, μη το κάνεις αυτό, μόνο για σήμερα.
– Μα σήμερα…
– Για τέτοιες μέρες τη θέλω τη μηχανή…Σε
πληρώνω όσα θες…
– Μόνο αυτό;
– Και σου υπογράφω σε χαρτί πως σε παίρνω μόνιμο
αρχιτεχνίτη, για πάντα, στο εργοστάσιο. Είσαι καλός, δε θα φοβάσαι ποτέ πια την
ανεργία…
– Είναι κι’ η ανεργία…
– Με το διπλάσιο μεροκάματο…μη
σταματάς, θα σε σκολάσω αμέσως…
Κι’ ο
Αργύρης δε μπόρεσε να μη γυρίσει πάλι το κλειδί για να ανέβει η κίνηση, να
φορτσάρει. Ποτέ δε βρέθηκε έτσι δύσκολα. Η μηχανή δαιμονίστηκε και τα μάτια του
Αργύρη πάνε να πεταχτούνε, όλο αίμα. Ο ιδρώτας στάζει. Και τα δόντια πολύ
σφιχτά. Αν σταματήσεις θα λιώσεις στη σκόνη της ανεργίας, θα χάσεις πάλι το φως
απ’ τα μάτια σου, ποιος ξέρει για πόσο. Από κάτω φωνάζουνε πολύ δυνατά.
Καταλαβαίνει μόνο τους παλμούς στον αέρα χωρίς ν’ ακούει τίποτα. Τώρα βρίσκεται
σε μια απόλυτη σιωπή και σα να σταθήκανε όλα. Κι’ ο ιδρώτας στάζει πάνω στα
σίδερα που ούτε προφταίνει να τα δει απ’ την κίνηση που κάνουν μπροστά του.
– Μπράβο, μπράβο, είσαι σπουδαίος.
– Άσε, με.
– Καλά πολύ καλά, θα ξανάρθουν όλοι…δούλευε.
Ο Αργύρης
δεν ακούει τίποτα απ’ όσα του λέει. Σα να θέλει να μπει στα σπλάχνα της μηχανής
και να τον αλέσουν τα γρανάζια. Φτάνει να δουλεύει. Να δουλεύει, με τη λαχτάρα
του παιδιού που βυζαίνει.
Μονομιάς
κάτι άστραψε μπροστά του. Γύρισε συνέχεια όλους τους μοχλούς και τα κλειδιά,
όπως όταν γίνεται δυστύχημα κι’ η μηχανή καθηλώθηκε ακίνητη στη στιγμιαία
της κίνηση, κοκκαλωμένη απότομα. Τα δουλεμένα ατσάλια συγκρούστηκαν ζεστά κι’
ακίνητα. Στάσις.
– Δε μπορώ, τούπε στεγνά.
Πήρε μια
άκρη στουπί απ’ το κουτί και την τράβηξε να σκουπίσει τα χέρια του, χωρίς να
γυρίσει να δει πια τη μηχανή. Πήγε να βγει, μα ο κύριος, πούναι τώρα μια φούσκα
αίμα, έκλεισε τα κάγκελα να τον κρατήσει στο κλουβί. Η μηχανή είναι κι’ όλας
πεθαμένη. Ο Αργύρης έσπρωξε με δύναμη, τον έκανε πέρα και βγήκε.
– Σου είπα πως δεν μπορώ.
– Μόνο για σήμερα.
– Δεν μπορώ.
– Για κάτι τέτοιες μέρες έδωσα τόσα λεφτά και την
έφερα, για να κάνω τη δουλειά μου.
– Μα γι’ αυτό δεν μπορώ.
Αυτός σα να
τσάκισε, τον έπιασε απ’ το μπράτσο και τούπε:
– Κάνε μου τη χάρη. Βάλε την να δουλεύει και φύγε. Ν’
ακούσουνε μόνο πως δεν σταμάτησε, να δουλεύει μόνη της, χωρίς να κάνει τίποτα,
μόνο φασαρία…αυτό μόνο θέλω. Πόσο θες γι’ αυτό το λίγο;
– Ούτε αυτό. Δε μπορώ να κάνω τίποτα.
Ο Αργύρης
πέρασε ήσυχα τη μεγάλη άδεια αίθουσα με τις πολλές μηχανές και βγήκε στο
διάδρομο. Από πού να πάει τώρα; Όπως ανέβηκε το πρωί βιαστικός δεν έβαζε
σημάδια για να βρει πάλι την πόρτα. Από πίσω σου έρχεται ο διευθυντής με
γρήγορα βήματα.
– Βάλε μπρος και φύγε…Πόσα θέλεις γι’ αυτή τη δουλειά;
– Δεν κάνω τέτοιες δουλειές εγώ, του είπε ο Αργύρης
χωρίς να γυρίσει.
Και φώναξε
από πίσω του:
– Για δες ένας άνθρωπος που δεν ξέρει το συμφέρο του…
Κι’ ύστερα;
– Ίδιοι είσαστε όλοι, να μη ξαναπατήσεις. Σε απολύω,
φύγε.
Ο Αργύρης
σήκωσε τους ώμους του.
Ο διάδρομος
είναι μακρύς κι’ έρημος. Σα να σμίξανε οι άφωνοι τοίχοι και μαζί τους
ζουλήχτηκε κι΄ο αέρας. Βιάζεσαι να κατέβεις στην αυλή να πάρεις ανάσα γιατί θα
σκάσεις. Από πού είναι η σκάλα; «Θέλω να βρω λίγο αέρα». Σούρθε να χωθείς σε
μια σκοτεινή γωνιά, να βάλεις το κεφάλι σου στην κόχη και να κλαις. Στα
μηλίγγια σου χτυπάνε σφυριά και θέλεις νερό, αέρα και κάθισμα. Προχώρησες μα ο
διάδρομος τελειώνει. Σκουντούφλησες σε κλειστή πόρτα και γύρισες. Δοκιμάζεις
τις πόρτες να δεις. Όχι δεν είτανε από δω. Πήγες πάλι στην αρχή. Χάμω ξεχώρισες
αραδιαστούς λεκέδες. Τους ακολούθησες, και σε βγάλανε στο τσιμέντο της σκάλας.
Από δω πρέπει να είναι η έξοδος. Ερημιά. Κι’ όπως κατεβαίνεις σκαλί σκαλί προς
τα κάτω, με το στουπί στο χέρι είναι σα να σιμώνεις κάτι ζεστό κι’ άγνωστο,
κάτι που θα σου δώσει αναπνοή. Ύψωσες το κεφάλι και συνέχισες περήφανα το
κατέβασμα σ’ αυτή τη μοναξιά. Δε φοβάσαι πια. Στο βάθος της σκάλας ακούγεται
φασαρία από κουβέντες. Κι’ είδες το τέλος της. Κανείς. Και στο τελευταίο σκαλί.
Έξω λιακάδα και ζάρωσες αμέσως τα μάτια. Η πόρτα, η είσοδος. Κι εδώ όλοι μαζί
σμιχτά – σμιχτά. Πήρες βαθιά αναπνοή και ξαφνιάστηκες όταν
είδες τόσα μάτια να σε κοιτάνε σα να περιμένανε. Δε μπόρεσες να ξεχωρίσεις
τίποτα.
Κάποιος
άνθρωπος ξεχώρησε απ’ την αυλή κι’ έπεσε απάνω σου με ζεστά φιλιά.
– Αργύρη μου!
Η Γεωργία!
Η Γεωργία
ολόκληρη με τα χέρια της στο λαιμό του τον φιλάει ακόμα. Κι’ όλος ο κόσμος την
κοιτάει παράξενα. Κι’ όλο το εργοστάσιο πίσω βαρύ υψώνεται κατακόρυφο δουλεμένο
και θολό. Τα τόσα μάτια τον περνάνε καφτερά. Κι’ έχει μια απλόχωρη στρώση ήλιο
το απέναντι σπίτι, ήλιο που τον θάμπωσε. Σαν κάτι να ξεφτερούγισε μέσα του. Κι’
έκλεισε τα μάτια ακουμπώντας πάνω στο μούτρο της Γεωργίας.
– Άργησες να σταματήσεις κι’ ανησύχησα.
Η Γεωργία
τον κοιτάζει στα μάτια. Δυό μεγάλα κατάμαυρα μάτια όλο λαχτάρα. Οι άλλοι μιλάνε
δυνατά σα να λύθηκε η αγωνία τους. Ευχαριστημένοι. Ο Αργύρης δεν μπορούσε να
κουνηθεί από κει πούναι στηλωμένος. Τον πήρε με το χέρι της περασμένο στη μέση
του να περάσουνε μέσα απ’ τους άλλους. Στο κούτελό του έχει χοντρούς κόμπους
ιδρώτα. Βρεθήκανε στο τέλος, πίσω από πολλές πλάτες κι ύστερα στο δρόμο. Εδώ ο
Αργύρης ακούμπησε στον τοίχο κι’ έπιασε το κεφάλι του να μη σπάσει. Η Γεωργία
τού άρπαξε το κεφάλι και τον ξαναφίλησε, εδώ στο δρόμο, ενώ τους κοιτάζανε
ακόμα. Το εργοστάσιο ακίνητο, στέρεο στη σιωπή του. Του χάιδεψε τα μαλλιά απ’
τον ιδρώτα και τις μουτζούρες. Η φόρμα του είναι ακόμα ατσαλάκωτη.
– Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς Γεωργία…Σα να
μου κοπήκανε τα χέρια, της είπε σα νάθελε να δικαιολογηθεί.
– Τόξερα πως θα κάνεις έτσι. Σε περίμενα να κατέβεις…
Τον πήρε
πάλι απ’ το χέρι και τον έφερε στο καφενεδάκι. Ζήτησε αμέσως νερό απ’ το παιδί.
Μήπως θέλεις γλυκό, ούζο;
– Νερό.
Κι’ όπως ο
Αργύρης έπεσε στην καρέκλα αποκαμωμένος, η Γεωργία τού σκούπιζε τα μούτρα απ’
τα λάδια, με προσοχή, μη τον ταράξει γιατί τα μάτια του Αργύρη είναι ακίνητα
κι’ ο νους του θάναι ακόμα ανακατεμμένος.
– Μη βγάζεις όλες τις μουτζούρες απ’ τα μούτρα μου,
ποιος ξέρει πότε θα ξαναδουλέψω…
– Θα δουλέψεις Αργύρη, θα δουλέψεις…
Μπροστά
στην πόρτα της φάμπρικας είναι μαζεμένοι όλοι και κουβεντιάζουνε με πολλές
φωνές. Συζητάνε δυνατά και σε λίγο φύγανε όλοι μαζί. Περάσανε μπροστά απ’ τον
Αργύρη με χιλιάδες βήματα και θυμωμένα λόγια. Κι’ αυτός δεν ξέρει κανέναν απ’
όλους αυτούς τους ανθρώπους που μιλάνε για τα ζητήματα της δουλειάς τους. Σα να
θυμήθηκε ξαφνικά πού βρίσκεται και τη ρώτησε παραξενεμένος.
– Και πώς βρέθηκες εσύ εδώ Γεωργία; Ήθελα νάσουνα
απάνω, να μου πεις τι να κάνω…
– Τι άλλο να κάνεις απ’ αυτό;
– Μου είπε να μη ξαναπατήσω πια…Δεν
είσαι θυμωμένη μαζί μου;
Και τον
ξαναφίλησε. «Σου το χρωστάω απ’ το πρωί».
Ο δρόμος
κι’ η αυλή του εργοστασίου άδειασε. Ο Αργύρης κάθεται ακόμη στο τραπεζάκι κι’ ο
μάγερας μουρμουρίζει πούχασε σήμερα τη δουλειά. Άδικα πάστρευε τα ραδίκια και
ζύμωσε τους κεφτέδες με μπόλικη ρίγανη. Θα βρωμήσουν τα κομμμένα κρεμύδια. Και
ποιος ξέρει πόσες μέρες θα κρατήσει…
Ο Αργύρης
τής έδειξε με το δάχτυλο.
– Σ’ αυτό το παράθυρο, το τρίτο απ’ τη γωνία. Εκεί
είναι…
Η μεγάλη
πόρτα έμεινε ορθάνοιχτη, έφυγε κι’ ο πορτιέρης απ’ το γυάλινο καμαράκι του. Το
βαρέλι με το χυμένο κατράμι, το σιδεροπρίονο στη μέση της κοψιάς στη σωλήνα.
Κι’ ο Αργύρης κοιτάζει παραξενεμένος επειδή δεν μπορεί να καταλάβει γιατί δε
θύμωσε ακόμα η Γεωργία.
– Γιατί γελάς Γεωργία; Σου είπα πως δεν μπορούσα να
συνεχίσω, σα να μου κοπήκανε τα χέρια…
Είδε πως
φύγανε όλοι μαζί. Ο Αργύρης βρίσκει πως θάφευγε κι’ αυτός πολύ ευχαριστημενος
αν είτανε στο μπουλούκι του κόσμου. Αυτοί θα ξαναγυρίσουν στις δουλειές τους.
– Ενώ εμείς…Τι θα κάνουμε τώρα Γεωργία;
Ο Αργύρης
έκανε να σηκωθεί κι’ η Γεωργία τον έπιασε απ’ το μπράτσο σα νάθελε να τον
βοηθήσει. Ύστερα ακούμπησε ολόκληρη σφιχτά πάνω του και τον κράτησε πολύ κοντά
της. Θέλει νάναι μαζί, να πάρουνε αντάμα, τώρα που ο Αργύρης περπατάει γερά και
σίγουρα, το δρόμο πούχουνε ακόμα ως το σπίτι.
Αντρέας
Φραγκιάς, Άνθρωποι και Σπίτια, εκδ. Κέδρος(8η), Αθήνα 1986
***
Ανδρέας
Φραγκιάς (1921-2002)
Ο Α.
Φραγκιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1921 κι έφυγε από τη ζωή στις 6 του Γενάρη
2002. Το 1939 εισήχθη στην Ανωτάτη Εμπορική. Για την ΕΑΜική του δράση και τις
ιδέες του εξορίστηκε στην Ικαρία (Μάρτης – Οκτώβρης 1947) και τη Μακρόνησο
(1950-’52).
Η δημοσιογραφική
του σταδιοδρομία άρχισε το 1945, από την εφημερίδα όργανο του ΕΑΜ «Ελεύθερη
Ελλάδα». Μέχρι την αποχώρησή του από την ενεργό δημοσιογραφία, εργάστηκε στις
εφημερίδες «Εμπρός», «Αυγή», «Αλλαγή», «Ανεξάρτητος Τύπος», «Ωρα», «Ελεύθερος
Τύπος» (του Χρ. Καβαφάκη), «Καθημερινή», «Μεσημβρινή», «Χρήμα», κ.ά. Παράλληλα
με την απασχόλησή του στον ημερήσιο Τύπο, συνεργάστηκε σε διάφορα περιοδικά
ποικίλης ύλης (λ.χ «Εικόνες»), σε άλλα έντυπα.
Ο Ανδρέας
Φραγκιάς τιμήθηκε το 2000 για το σύνολο του συγγραφικού έργου του με το Κρατικό
Βραβείο Λογοτεχνίας. Την επόμενη χρονιά (22/1/2001), το Μορφωτικό Ιδρυμα της
ΕΣΗΕΑ με εκδήλωσή του τίμησε τη συνολική προσφορά του στη λογοτεχνία και στη
δημοσιογραφία, ενώ το ΥΠΠΟ τον συμπεριλάμβανε μεταξύ των 55 τιμώμενων
συγγραφέων στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Φρανκφούρτης.
Αξίζει να
σημειωθεί ότι είχε αρνηθεί το βραβείο του Ιδρύματος «Φορντ», ενώ είχε
αποχωρήσει από την «Καθημερινή» την περίοδο Κοσκωτά.
Στη
λογοτεχνία ο Α. Φραγκιάς εμφανίστηκε το 1955, με το μυθιστόρημα «Ανθρωποι και
σπίτια». Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα: «Καγκελόπορτα» (1962), «Λοιμός» (1967
πρώτη έκδοση, δεύτερη το 1972) και το δίτομο «Το πλήθος» (1985 α’ τόμος) και το
1986 ο β’ τόμος απέσπασε το Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). Τα βιβλία του
μεταφράστηκαν στις ρωσική, γερμανική, αγγλική, γαλλική και σε άλλες ευρωπαϊκές
γλώσσες. (Βιογραφικό από το Ριζοσπάστη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου