ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΜΕ ΣΦΡΑΓΙΣΕ
Στο έργο του Φραγκιά καθρεφτίζεται ο παραλογισμός της τελευταίας 30ετίας
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΞΥΛΟΥΡΗ | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ΤΑ ΝΕΑ 08/08/2012
Στο σχεδόν ξεσχισμένο αντίτυπό μου του πρώτου τόμου του «Πλήθους» έχω γράψει το όνομά μου και την ημερομηνία που το αγόρασα: Ιούλης '04 (πόσο αμήχανα χρονολογείς μέσα στη δεκαετία των μηδενικών). Στο καταταλαιπωρημένο, επίσης, αντίτυπο του δεύτερου τόμου: Αύγουστος 2005 (εκεί πια έχω σταματήσει την προσπάθεια να εξορίσω τη δεκαετία σε δύο ψηφία μόνο). Αργότερα θα μάθαινα για την ύπαρξη ενός τρίτου τόμου που ο Φραγκιάς έκοψε, φοβούμενος ότι το μέγεθος του βιβλίου θα τρόμαζε τους αναγνώστες• ο ίδιος λόγος που το έργο κυκλοφόρησε σε δύο τόμους.
Το «Πλήθος» γράφτηκε πολλά χρόνια νωρίτερα - 1985 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος, 1986 ο δεύτερος. Ηδη όταν τους αγόρασα τα συνομήλικά τους παιδιά είχαν ενηλικιωθεί - εγώ η ίδια δεν ήμουν και πολύ μεγαλύτερή τους -, η δεκαετία στην οποία γράφτηκαν είναι για μένα ένα μπερδεμένο μοντάζ θολών παιδικών αναμνήσεων. Όσο για τον κόσμο εντός του οποίου βρέθηκα να διαβάζω το «Πλήθος», επιφανειακά έμοιαζε πολύ διαφορετικός από τον κόσμο του βιβλίου. Η ΕΟΚ είχε γίνει ΕΕ, η Ελλάδα ήταν μέλος της ευρωζώνης, οι συναλλαγές πλέον γίνονταν σε ευρώ. Η Κατοχή, η Απελευθέρωση, ο Εμφύλιος, η Δικτατορία έμοιαζαν να έχουν εκπέσει σε υλικό αποκλειστικά της πεζογραφίας (υλικό, πια, για αναμάσημα) και όχι της πραγματικότητας.
Οσο για εκείνην την τριακονταετία της χώρας μας, που σύμφωνα με το οπισθόφυλλο συνοψίζει ο Αντρέας Φραγκιάς σε αυτούς τους δύο τόμους, εκ πρώτης όψεως ήταν απίστευτα μακρινή: σχεδόν η τριακονταετία μιας άλλης χώρας• ήταν πολύ δύσκολο να συνδέσεις την ανώνυμη πόλη του βιβλίου με την πόλη στην οποία ζούσες, μια πόλη που είχε φορέσει την καλή της μάσκα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το απειλητικό σαν χρησμός καταληκτικό και όχι μόνον του οπισθόφυλλου («... συνοψίζουν τον παραλογισμό της τελευταίας τριακονταετίας στη χώρα μας. Και όχι μόνον») έμοιαζε καταδικασμένο να πέσει στο κενό στην ισχυρή Ελλάδα του 2004. Αργότερα, στο πρώτο ξέσπασμα της κρίσης, κάποιος θα έβγαινε να αλλάξει το ισχυρή σε θωρακισμένη: οικονομία• με αυτά δεν γελούσε κανείς• αλλά το όχι μόνον - εκείνο το όχι μόνον ήξερε και δεν είχε πει την τελευταία του λέξη.
Κι αυτό ήταν ήδη εμφανές εκείνη την εποχή - αλλά έπρεπε να κοιτάξεις και να ξανακοιτάξεις γύρω σου να το εντοπίσεις - όπως συμβαίνει όμως με κάποιες οπτικές πλάνες και μαγικές εικόνες, άπαξ και το εντόπιζες το έβλεπες, στο εξής, για πάντα. Το «μαγικό» 2004 με το πλήθος όχι τρομοκρατημένο όπως στο βιβλίο του Φραγκιά, αντιθέτως εκστασιασμένο και με τις σημαίες στο χέρι σε πανηγύρια μέχρι πρωίας (οι κυνηγοί στο λούνα παρκ και οι κυνηγημένοι• Πλατεία Κύπρου, 2004, ξημερώματα: διάφοροι ελληναράδες υποχρεώνουν πακιστανούς μετανάστες να γονατίσουν μπροστά στην ελληνική σημαία και να την προσκυνήσουν). Ο Φραγκιάς δεν έδωσε όνομα στην πόλη του και δεν έδωσε όνομα στη χώρα: θα μπορούσες πολύ εύκολα να μιλήσεις για μια άλλη χώρα που υποτίθεται είχαμε αφήσει οριστικά πίσω μας. Πόσο πίσω μας; Καθόλου πίσω μας. Γύρω μας και μέσα μας: το αθηναϊκό προολυμπιακό εργοτάξιο ήταν ήδη εκεί. Τα σπίτια ακόμα αρρώσταιναν. Στις κάμερες που σε παρακολουθούσαν σχεδόν μπορούσες να διακρίνεις τα δυνατά φώτα των προβολέων που κυνηγούν τους ανθρώπους του «Πλήθους». Μια από τις πιο ισχυρές εικόνες του βιβλίου, το τρένο που οι μισοί βρίσκουν παιχνίδι κι οι άλλοι μισοί νομίζουν ότι θα τους οδηγήσει σε μιαν επιτέλους άλλη ζωή, στο πιο σπουδαίο τους ταξίδι• το τρένο που κάποτε ξεμένει από καύσιμα και για να προχωρήσει αντί για κάρβουνο καίει τα προσωπικά αντικείμενα των επιβατών, αρχικά, και τα ίδια του τα βαγόνια στη συνέχεια - αυτό το τρένο εξακολουθεί, για μένα, να είναι μια από τις πιο σημαντικές απεικονίσεις της ελληνικής εμπειρίας.
Σήμερα, ίσως ακόμα περισσότερο από τότε, η πραγματικότητα έχει αρχίσει να κινείται με τον τρόπο ενός δυστοπικού μυθιστορήματος• μοιάζει να προσπαθεί να έρθει στα μέτρα του «Πλήθους», αντί το «Πλήθος» να προσπαθεί να τη φέρει στα μυθιστορηματικά μέτρα.
Στο τέλος της πρώτης, άκαρπης, φετινής εκλογικής διαδικασίας έψαξα παρηγοριά και φακό μεγεθυντικό ταυτόχρονα για να καταλάβω τι συμβαίνει γύρω μου και να βάλω σε τάξη τον θόρυβο (τηλεοπτική υστερία, ανορθόγραφες θεωρίες συνωμοσίας στο Ιντερνετ, φόβος και παράνοια). Εργαλεία: η «Χαμένη Ανοιξη» κι οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Τσίρκα, το «Πλήθος» του Φραγκιά. Εργαλεία για να πειστώ ότι σε αυτές τις συνθήκες πρέπει και αξίζει να συνεχίζει κανείς να γράφει λογοτεχνία, και φυσικά να τη διαβάζει, παρά τις αμφιβολίες του για το αν η λογοτεχνία αλλάζει τον κόσμο, ίσως κι εξαιτίας τους. Εργαλεία για να πειστώ ότι αυτό που μοιάζει βαθιά παράλογο κι ακατανόητο, στην πραγματικότητα έχει λογική και μπορεί να αναλυθεί.
Δεν ξέρω πόση δύναμη χρειάστηκε ο Φραγκιάς για να γράψει αυτό το μεγαλειώδες βιβλίο που όντως, δεν συνοψίζει μόνο εκείνη την τριακονταετία αλλά και την επόμενη (αυτή που ζούμε εμείς). Αλλά του είμαι ευγνώμων που τη βρήκε, κι ευγνώμων που έγραψε το βιβλίο ακριβώς όπως το έγραψε.
Κειμενογράφος με μεταπτυχιακές σπουδές στην ψυχολογία, η Μαρία Ξυλούρη ξεχώρισε στο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών του ΕΚΕΒΙ (2011) και έχει γράψει τα μυθιστορήματα «Rewind» και «Πώς τελειώνει ο κόσμος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου