Λοιμός: Ανδρέας Φραγκιάς
https://artic.gr/loimos-antreas-fragkias/
Γεννημένος στην Αθήνα το 1921, ο Ανδρέας Φραγκιάς σπούδασε οικονομικά και έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου εξορίστηκε δύο φορές, στην Ικαρία και τη Μακρόνησο, όπου υπηρέτησε τη θητεία του ως κρατούμενος. Για την υπόλοιπη ζωή του εργάστηκε ως δημοσιογράφος μέχρι τον θάνατό του, το 2002. Παρά την ισχνή πεζογραφική του παραγωγή, συγκαταλέγεται στους επιφανέστερους μεταπολεμικούς συγγραφείς με μεγαλόπνοες συνθέσεις, στις οποίες κυρίαρχο πρόσωπο είναι το πλήθος, και όχι εξατομικευμένοι χαρακτήρες ως αυθύπαρκτες οντότητες. Οι ήρωες των πρώτων του έργων τείνουν να χάσουν την ατομικότητά τους μέσα σε ένα κοινωνικό-πολιτικό σύστημα κυριαρχούμενο από αλλοτριωτικούς μηχανισμούς παραγωγής, ενώ στα τελευταία του, η αποπροσωποποίηση εντάσσεται σε ένα ευρύτερο παράλογο σύστημα ελέγχου και εξουσίας.
Σύντομη αναφορά στην εργογραφία του
Θα παρουσιαστούν συνοπτικά τα τέσσερα μυθιστορήματά του, ενώ εκτενέστερα θα αναλυθεί ο Λοιμός, καθώς κατά την άποψή μου αποτελεί ένα από τα λιγοστά μεταμοντέρνα μυθιστορήματα της νεοελληνικής πεζογραφίας, θεματοποιώντας αλληγορικά το εξαιρετικά επίκαιρο ζήτημα της «στρατοπεδοποίησης» του ανθρώπινου βίου· ή όπως θα το έθετε ο Agamben παρουσιάζοντας το στρατόπεδο συγκέντρωσης ως το σύγχρονο «βιοπολιτικό παράδειγμα της Δύσης»[1]. Η συγγραφική του διαδρομή μπορεί να αποδοθεί σχηματικά ως μια πορεία από τον ρεαλισμό προς τον συμβολισμό, το φανταστικό και την αλληγορία, δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν στοιχεία μεταφορικά στο πρώιμο έργο του και ρεαλιστικά στο όψιμο. Ας σημειωθεί πως η αλληγορία υπήρξε γι’ αυτόν ο βαθύτερος τρόπος για να συλλαβίσει την πραγματικότητα και όχι μια μέθοδος για να απομακρυνθεί από αυτήν ή για να επικαλύψει τη δεινότητά της. Ακόμη, «Η έλλειψη ενότητας, αιτιότητας και χρονικής ακολουθίας [που εντοπίζεται στα έργα του] δίνει ανάγλυφα την αίσθηση του κατακερματισμού της ζωής και της αδυναμίας των προσώπων να οδηγηθούν σταθερά στην κατάκτηση των στόχων τους».[2]
Τα πρώτα δύο έργα του τοποθετούνται κατ’ αρχήν σε αστικό πλαίσιο και αναπτύσσουν την προβληματική της ανθρώπινης μοναξιάς μέσα στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της μεγαλούπολης, καθώς της οδυνηρής απώλειας του ηρωικού παρελθόντος. Στο Άνθρωποι και σπίτια (1955) αποτυπώνεται η ζωή των απλών ανθρώπων σε μία ανώνυμη αθηναϊκή συνοικία το 1945. Περιγράφεται η οικονομικά κατεστραμμένη μετακατοχική Ελλάδα και οι απογοητευμένοι από τη διάψευση των αγωνιστικών οραμάτων άνθρωποι να κατατρύχονται από το άγχος της επιβίωσης. Το μοτίβο της ανεργίας, της φτώχειας και των καμμένων σπιτιών –συνυποδήλωση της καταστροφής– στοιχειοθετούν μια επαχθή πραγματικότητα, που πλήττει ψυχολογικά και επικοινωνιακά τους χαρακτήρες. Η καγκελόπορτα (1962) διαδραματίζεται ως επί το πλείστον στα δώματα-κατοικίες μιας μικρής αυλής στην Αθήνα του 1954. Καταγράφονται οι αστικές μεταβολές και η προσπάθεια της γενιάς της Αντίστασης να αφήσει πίσω της τόσο το ηρωικό όσο και το επώδυνο παρελθόν του Εμφυλίου και να επιβιώσει με κάθε μέσον μέσα στις αντίξοες οικονομικό-κοινωνικές συνθήκες.Τα δύο επόμενα μυθιστορήματα είναι υπαινικτικότερα, με σαφές προβάδισμα της αλληγορίας έναντι του ρεαλισμού. Το πρώτο τοποθετείται σε ένα φαινομενικά ανοιχτό τόπο, ένα νησί, το οποίο εν τέλει λειτουργεί ως φυλακή, και το δεύτερο σε έναν απροσδιόριστο χώρο που προσιδιάζει σε μεγαλούπολή. Θεματικός πυρήνας και των δύο είναι ο απόλυτα παράλογος μηχανισμός επιτήρησης και καταστολής της ανθρώπινης προσωπικότητας και αντίστασης, καθώς και η απώλεια της ταυτότητας σε έναν αποκεντρωμένο κόσμο. Ο Λοιμός (1972) αποτυπώνει τα φρικώδη βασανιστήρια που υφίστανται οι δεσμώτες από τους αλλοτριωμένους φύλακες σε ένα απομονωμένο νησί, το οποίο, για τους γνώστες των κοινωνικοπολιτικών συμφραζομένων ταυτίζεται με το στρατόπεδο στην Μακρόνησο. Ωστόσο, το βιωματικό υπόβαθρο δεν περιορίζει την αφήγηση· ο συγγραφέας δεν επιλέγει τη ρεαλιστική τεχνική – εξατομίκευση των προσώπων με επωνυμίες, βιογραφικά στοιχεία κτλ– για να μη στερήσει από το έργο τη καθολικότητα και την ολιστική απόδοση του παρανοϊκού και αποτρόπαιου προσώπου της στρατοπεδικής συνθήκης, που εξευτελίζει την ανθρώπινη προσωπικότητα. Το τελευταίο έργο του Α. Φραγκιά, Το πλήθος–δίτομο: 1ος 1985, 2ος 1986– γενικεύει και εφαρμόζει τη δυστοπία του Λοιμού στην αστική καθημερινότητα. Ο πρώτος τόμος περιγράφει την ασυνάρτητη, ασφυκτική καθημερινότητα του ανθρώπου στους χώρους εγκλεισμού της μεγαλούπολης και ο δεύτερος τα ακραία σκηνικά που εκτυλίσσονται μέσα στη σήραγγα, όπου παγιδεύεται ένα τρένο μέχρι τον τελικό απεγκλωβισμό του. Κεντρικό θέμα είναι η αποπροσωποποίηση των μαζών σε έναν διεσπασμένο, παράλογο κόσμο μοναξιάς και εσωστρέφειας, ο καταιγισμός μιντιακών μηνυμάτων και η απουσία διαχωριστικών ορίων μεταξύ αλήθειας και τηλεοπτικής αναπαράστασης. Έχει συχνά επισημανθεί η καφκική ατμοσφαιρά στην απόδοση της άσκησης της αόρατης εξουσίας καθώς και οι οργουελικές αναφορές σε έναν ολοκληρωτικό κόσμο.Ο Λοιμός: μια εφιαλτική δυστοπία[3] |
Έτσι μετριέται η συνείδηση του ανθρώπου;
Με τον πόνο, να του σκίζουν τις σάρκες,
να του τσακίζουν τα κόκκαλα,
να του στύβουν το μυαλό;[4]
Το μυθιστόρημα Λοιμός, μας εισάγει σε έναν περιορισμένο χώρο, στον οποίο οι φυσικοί νόμοι έχουν διασαλευθεί πλήρως. Η φύση δεν είναι, όπως συνήθως, κατευναστική και γαλήνια αλλά άγρια και απειλητική –δυνατός αέρας, μανιασμένη θάλασσα, αφόρητη ζέστη. Η έννοια του χρόνου δεν υφίσταται, «ίσως σε τούτα τα μέρη να μη κυλάει ο χρόνος, να είναι πάντα αυτή η γκρίζα σκοτεινιά» (σ.123), αλλά τα χρονικά επίπεδα συμφύρονται και εκτείνονται στο διηνεκές, «όλα, εδώ και παντού, τώρα και πάντοτε, είναι κουβάλημα πέτρας και κυνηγητό της μύγας» (σ.86).
Στο απομονωμένο νησί λειτουργεί το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Πρόκειται για ένα αυστηρά δομημένοσύστημα σωφρονισμού με διοικητική και αστυνομική ιεράρχηση: διοικητές, ελεγκτές, επόπτες, ζητωκραυγαστές κ.α. Στόχος του είναι η «ηθική αναμόρφωση» διεφθαρμένων και κακοποιών στοιχείων. Αυτό επιτυγχάνεται κατ’ αρχάς μέσα από ένα άτεγκτο μηχανισμό αδιάκοπου έλεγχου των κινήσεων και της δράσης των κρατουμένων, οι οποίοι μάλιστα κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τα παραπτώματά τους. Το «πανεποπτικό βλέμμα» (σ.65) της κρυμμένης μάσκας στον ψηλό εξώστη –μέρος που παρέχει πλήρες πεδίο ορατότητας— δίνει την αίσθηση της διαρκούς επιτήρησης, ασχέτως αν βρίσκεται κάποιος στο εσωτερικό ή όχι. Άλλωστε, τα όργανα της εξουσίας παρακολουθούν και γνωρίζουν τόσο τις συνειδητές πράξεις των δεσμωτών όσο και τις ασυνείδητες (όνειρα, σκέψεις), μολονότι οι τελευταίοι προσπαθούν να το αποφύγουν μένοντας άυπνοι και σιωπηλοί, «τα ξέρουμε όλα, μη προσπαθείς να κρυφτείς» (σ.160).
Βασικό χαρακτηριστικό του συστήματος είναι η ανελαστικότητά του και η υπέρβαση της δικαιοδοσίας των εκτελεστικών οργάνων, τα οποία «εκτελούν τις διαταγές εφαρμόζοντας και το δικό τους νόμο» (σ.37). Οι βάναυσες τιμωρίες είναι μεθοδευμένες, στοχεύουν στο αδύναμο σημείο του καθενός και επιβάλλονται σε περίπτωση διάπραξης κάποιας «αξιόποινης» πράξης ή και μη. Το σύστημα κολασμού και η συστηματική πλύση εγκεφάλου αποδεικνύονται αποτελεσματικότατα, όπως δείχνει η φράση του αφηγητή «στο τέλος θα τα’ αγαπάς τούτα τα μάταια κάστρα, τα τείχη, τη κοκκινωπή πέτρα που σκίζει τα χέρια σα γυαλί και πληγιάζει την πλάτη» (σ.107). Ελάχιστοι, μονάχα οι «εκπληκτικοί άνθρωποι» επιδεικνύουν υπεράνθρωπη αντοχή απέναντι στα απάνθρωπα μαρτύρια και εν τέλει επιβιώνουν, παρά τις αδιάκοπες επιχειρήσεις εξόντωσης, σύμφωνα και με την κατακλείδα του μυθιστορήματος «οι εκπληκτικοί εκείνοι άνθρωποι έζησαν» (σ.252). Ένα ακόμη μέσο κάμψης του ηθικού των κρατουμένων είναι οι νυχτερινές επισκέψεις, με στόχο τον βασανισμό ή τη θανάτωση, από «παράξενα πλάσματα», δηλαδή αποκτηνωμένους, ζωόμορφους ανθρώπους. Η ύπαρξη αυτών, και συνάμα η παρομοίωση των δεσμωτών με ζωώδη, πρωτόγονα όντα υποδηλώνει ευρύτερα την από-ανθρωποποίηση και την παλινδρόμηση του ανθρώπινου σε μία πρωτόγονη κατάσταση ανάλογη της προϊστορικής εποχής –σημειωτέον, ο αρχικός τίτλος του έργου θα ήταν τα Ζώα. [5]
Παρατηρούμε πως η βία συλλειτουργεί με την ιδεολογική κατήχηση με στόχο να γλιτώσουν οι κρατούμενοι από τις «ζωικές και ηθικές μολύνσεις, για τον εξαγνισμό των ψυχών από τις συντριπτικές αμαρτίες» (σ.20). Παράλληλα, η θρησκευτική ρητορική της θυσίας, της αμαρτίας και του στιγματισμού αποσκοπεί στον έλεγχο και την καταστολή. Η «θεοκρατία της βίας», όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας, εδράζεται στον πλήρη παραλογισμό του τιμωρητικού συστήματος· η σοβαρότητα στις ανούσιες ομιλίες νουθεσίας , οι εκδηλώσεις εορτασμού ολοκλήρωσης αχρείαστων έργων, οι επίσημοι λόγοι που επενδύονται με τελετουργική μεγαλοπρέπεια. Όλα αυτά που, κατά τον αφηγητή, «πρέπει να τ’ ακούς σοβαρός και αξιοπρεπής όλο κατανόηση και βλακεία» (σ.235). Το παρανοϊκό πρόσωπο της εξουσίας αισθητοποιείται με την απαγόρευση της αυτοκτονίας, την ανάθεση ανούσιων και μάταιων καταναγκαστικών εργασιών, όπως το κυνήγι της μύγας επί ποινή και των ποντικών ή την κατασκευή άχρηστων τεχνικών έργων. Ειδικότερα, η υποχρεωτική καθημερινή συγκέντρωση ορισμένου αριθμού μυγών αποκαλύπτει τον επικρατούντα παραλογισμό σε όλο του το μεγαλείο. Αποτελεί το μέτρο και τον σκοπό της ζωής των κρατουμένων, σπέρνει ανάμεσά τους τον ανταγωνισμό και τη φιλονικία, τους οδηγεί ακόμη και στη φετιχοποίησή της μύγας! Αντίστοιχα λειτουργεί και η απόπειρα εξόντωσης των μολυσμένων ποντικιών μέσω της καθαριότητας-απολύμανσης, που έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, την αύξηση του αριθμού τους.
Με την αποτύπωση του σωφρονιστικού παράλογου ο συγγραφέας θεματοποιεί την απόλυτη ανθρώπινη εκμηδένιση και εξευτελισμό. Ο τρόμος, το άγχος και η άνευ όρων βία αποκόπτουν το άτομο από τη συνείδηση και την προσωπικότητά του οδηγώντας το είτε στην απόλυτη απάθεια είτε στην παραφροσύνη, «Όλα εδώ είναι επικίνδυνα […]. Παντού υπάρχουν παγίδες, πώς να τις διακρίνεις;» (σ.55). Χαρακτηριστική είναι η απώλεια της μνήμης τους και η ταύτιση της κατάστασης εξαίρεσης του στρατοπέδου με την κανονικότητα, «μα έζησες ποτέ πουθενά αλλού, εκτός από δω;» (σ.85), αναρωτάται ο αφηγητής. Η απώλεια της ταυτότητας των δεσμωτών αποκαλύπτεται και μέσω της αδιάφορης στάσης πολλών απέναντι στην εξουθενωτική εργασία. Αναλαμβάνουν τη σισύφεια ανάβαση της πέτρας στο βουνό «άφωνοι, σα να λείπουν οι ίδιοι κι άφησαν στη θέση τους κάποιο μηχάνημα να εκτελεί το έργο» (σ.108). Ως επιστέγασμα, η επιδημική ασθένεια, ο Λοιμός, ξεσπά μέσα σε αυτή την ησυχία και νάρκη της αποπροσωποποίησης.
Όσον αφορά στους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, αυτοί παραμένουν ανώνυμοι φέροντας ψευδώνυμα ενδεικτικά παροδικών χαρακτηριστικών τους, «ο περιδεής, ο διψασμένος, ο εκκρεμής,» κ.α. Οι ανθρώπινες σχέσεις στο στρατόπεδο –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– ναρκοθετούνται από την καχυποψία, την εσωστρέφεια, την περιφρόνηση και την αποστροφή για τον άλλον. Η μοναξιά ενισχύεται και από την εξουσία που τεχνηέντως καλλιεργεί κλίμα αντιπαλότητας μεταξύ των κρατουμένων και τους ανακατατάσσει διαρκώς, ώστε «να μη ξέρει κανείς ποιος είναι ο διπλανός του» (σ. 228), και να αδιαφορεί. Μάλιστα, η αποπροσωποποίηση ανάγεται εν τέλει σε αυτοσκοπό, διότι εγγυάται την ασφάλεια: «η μεγάλη πείρα σ’ αυτόν τον τόπο είναι να περνάς απαρατήρητος. Να μη σε ξέρει κανείς, να μη σε θυμούνται. Να είσαι ανώνυμος, άμορφος, χωρίς παρόν για τους άλλους».
Η συγγραφική του Φραγκιά εδράζεται στον λιτό, μικροπερίοδο και κοφτό λόγο, διακριτικά φορτισμένο, χωρίς λεπτομερειακές περιγραφές. Ο αφηγητής εντάσσεται στους κρατουμένους και επιλέγει το τρίτοαφηγηματικό πρόσωπο για να αποστασιοποιηθεί· αρκετά συχνά το δεύτερο πρόσωπο –είτε εκφέροντας γενικά σχόλια είτε απευθυνόμενος εις εαυτόν ή σε κάποιο άλλο πρόσωπο· το πρώτο πληθυντικό, σπανιότερα, εντασσόμενος στο σύνολο των δεσμωτών και το πρώτο ενικό μόνο μία, διότι συνεπάγεται την ανεπιθύμητη συναισθηματική εμπλοκή. Ακόμη, γίνεται διακριτική χρήση της ειρωνείας, για να στηλιτεύσει την παράνοια της εξουσίας και την ανθρώπινη υποβάθμιση. Έτσι, παραθέτει με επίσημο ύφος τις «επιστημονικές» προσεγγίσεις των δεσμωτών για την βέλτιστη τεχνική αιχμαλωσίας μυγών (αναλύει την τροχιά, το ύψος, την ταχύτητα πτήσης), ενώ συχνά υιοθετεί λέξεις και χαρακτηρισμούς της εξουσίας με τόνο σαρκαστικό, «όλα πρέπει να είναι ωραία […]να μη μένει με τη λαθεμένη εντύπωση ότι τάχα δεν αξίζει η ζωή» (σ.66). Ταυτόχρονα, αποδίδει τον λόγο των οργάνων της εξουσίας στην επίσημη και τυποποιημένη καθαρεύουσα, ενώ αυτά εκφράζουν ασυναρτησίες. Τέλος, χρησιμοποιεί λέξεις με διαφορετικό νόημα από αυτό που επιθυμεί να εκφράσει, υποδηλώνοντας, έτσι, ότι στον κόσμο αυτόν ακόμη κι οι λέξεις μεταβάλλουν το νόημά τους.
Ακολουθώντας την σκέψη του Agamben, θα υποστηρίζαμε πως οι κρατούμενοι στον Λοιμό εμφανίζονται ως homines sacri (ιεροί άνθρωποι), πρόσωπα δηλαδή εκτός του ανθρωπίνου δικαίου, άρα φονεύσιμα δίχως κυρώσεις. Το ίδιο το στρατόπεδο συγκέντρωσης απότελεί μια κατάσταση εξαίρεσης από την κανονική έννομη τάξη, συνεπώς η λήψη ακραίων μέτρων και η άσκηση βίας από τον κυρίαρχο νομιμοποιείται. Η επιλογή του συγγραφέα να παρουσίασει αποσπασματικά διαφορετικούς χαρακτήρές ανά κεφάλαιο επιτυγχάνει την ολιστική απόδοση της στρατοπεδικής κατάστασης. Δίχως να απομακρύνεται από τα πραγματικά γεγονότα, το έργο αποδίδει ευρύτερα την αλλοίωση της ανθρώπινης συνείδησης και αξιοπρέπειας και την παράνοια της στρατοπεδικής συνθήκης, χαρακτηριστικά που, σύμφωνα με δηλώσεις του συγγραφέα, εγγράφονται και στον «κανονικό κόσμο».
|
Αποτιμώντας το έργο του
Ο σύγχρονος αναγνώστης, είτε ενήμερος για το παρελθόν της Αντίστασης και του Εμφυλίου είτε όχι, μπορεί να αναγνώσει τον Ανδρέα Φραγκιά με πλεονάζουσα ευχαρίστηση και ενδιαφέρον, αφού ο προβληματισμός του υπερβαίνει την ιστορικότητα. Στην πρώτη περίπτωση θα μεταφράσει το έργο του ως ένα ιστορικό σχόλιο-μαρτυρία, ενώ στη δεύτερη θα το αντιληφθεί ως μια απεικόνιση του αυταρχικού μηχανισμού της σύγχρονης κοινωνίας. Ο λόγος του, παρ’ ότι ιδεολογικά σεσημασμένος, αποφεύγει με προσεκτικούς ελιγμούς τη στράτευση και αποκτά στοχαστικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο –εντονότερα με τις όψιμες κατακερματισμένες, αλληγορικές συνθέσεις του. Εξάλλου, το έργο του αποδεικνύεται ιδιαίτερα επίκαιρο σήμερα, που η αύξηση της –κάθε είδους– βίας και της καταστολής με αποτέλεσμα την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αποπροσωποποίηση και απουσία επικοινωνίας πλήττουν θανάσιμα τον σύγχρονο πολιτισμό.
[1] Giorgio Agamben, Homo sacer – Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, Αθήνα: Scripta 2005, σ. 276.
[2] Έρη Σταυροπούλου, «Αντρέας Φραγκιάς, Τα όρια του ρεαλισμού στην Πεζογραφία του» στο Προτάσεις ανάγνωσης για την πεζογραφία μιας εποχής , Αθήνα : Σοκόλης 2001, σ. 36.
[3] Η δυστοπία –το αντίθετο της ου-τοπίας– ορίζεται ως ένας φανταστικός κόσμος απόλυτης δυστυχίας. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε συχνά για να περιγράψει ένα αρνητικά θεωρούμενο κοινωνικό ή πολιτικό σύστημα· πχ. ο Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος του Άλντους Χάξλεϊ ή το 1984 του Τζορτζ Όργουελ. Ωστόσο, στην περίπτωση του Φραγκιά, όπως παρατηρεί η Ε. Σταυροπούλου, έχουμε την υποστασιοποίηση –βάσει του βιωμένου παρελθόντος— μιας προσωπικής εμπειρίας του γράφοντος, με σαφείς μάλιστα νύξεις στην ιστορική κατάσταση της εποχής, και όχι με μία υποθετική κατάσταση που απειλεί την φυσιολογική ζωή του συγγραφέως και του ανθρώπινου γένους κατ’ επέκταση. Βλ. Ερη Σταυροπούλου, ό.π., σ. 153.
[4] Τα παραθέματα αντλούνται από την έκδοση Αντρέας Φραγκιάς, Λοιμός, Αθήνα: Κέδρος, 112002.
[5] Ε. Σταυροπούλου, ό.π., σ. 156.
* Χρησιμοποιήθηκαν ακόμη συνεντεύξεις του συγγραφέα στα περιοδικά Το Δέντρο και Ελί-τροχος όπως και το άρθρο του «Αυτή η δύστροπη πραγματικότητα» στο περ. Επίλογος.
* Ευχαριστώ τον φίλο και συνάδελφο Θεμιστοκλή Παγούδη για τη μεταπτυχιακή του εργασία, την οποία συμβουλεύτηκα για τη σύνταξη του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου