Δώρα Μέντη
Η επιστροφή στην Αθήνα. Το θέμα του κυνηγημένου της μεταπολεμικής εποχής, από την Καγκελόπορτα (1962) του Αντρέα Φραγκιά ως τον Γενναίο Τηλέμαχο (1972) του Αλέξανδρου Κοτζιά.
Το θεματικό μοτίβο του επιζώντος που συνεχίζει το βίο και επιστρέφει στην κοινωνική ζωή, βγαίνοντας μέσα από μια σειρά δοκιμασίες και παγίδες θανάτου, αναγνωρίζεται σε μεγάλο μέρος της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης, έχοντας ως βασικό υποκείμενό του το πρόσωπο ή τα προσωπεία του αφηγητή. Παρά τις κοινές συντεταγμένες της μεταπολεμικότητας, το πρόσωπο του επιζώντος ποιητή που καταφέρνει να αποτινάξει το αίσθημα του κυνηγημένου και να επιβιώσει μέσα στο πραγματικό και το συμβολικό τοπίο θανάτου, είναι φορέας ενός ατομικού δράματος και μιας ξεχωριστής υπαρξιακής οδύνης. Ο αυτοαναφορικός επιζών του Αναγνωστάκη επιστρέφει σαν ξένος μέσα στη μεταμορφωμένη πολιτεία, όρθιος και μόνος μέσα στην ερημία του πλήθους, ενώ ο μάρτυρας-επιζών του Σινόπουλου ενσωματώνει το βιωματικό υλικό της κατάθεσής του αρχικά ως μυθικό θέμα και στη συνέχεια ως θραυσματική μνήμη. Από τη μια μεριά η αίσθηση του χρέους απέναντι σε αυτούς που χάθηκαν και από την άλλη η επιθυμία για τη διαφύλαξη της μνήμης, σφυρηλάτησαν εκ νέου τους δεσμούς μιας συντροφικής ποιητικής κοινότητας, η οποία προέκυψε μέσα από τις δοκιμασίες των πολιτικών διώξεων, των φυλακίσεων και των εκτοπισμών. Έτσι το δώρο της ζωής που κέρδισαν όσοι επέζησαν και επέστρεψαν, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Άρης Αλεξάνδρου, συναρτήθηκε στενά με τη συνέχεια, την υποχρέωση να ιστορήσουν τους νεκρούς, που άλλοτε στοίχειωναν τον ύπνο τους με τον ηρωισμό ή με τη ματαιότητα της θυσίας και άλλοτε έμοιαζαν να τους συμπαραστέκονται σε κρίσιμες καμπές της ζωής τους.[1]
Αντίστοιχη ποιητική κοινότητα και συνακόλουθο χρέος από την πλευρά του επιζώντος δεν θα συναντήσουμε ανάμεσα στους μεταπολεμικούς πεζογράφους. Μολονότι το πρόσωπο του επιζώντα που επιστρέφει στον τόπο και στη γειτονιά του παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με το ποιητικό θεματικό μοτίβο, πολύ αισθητή είναι η ποιοτική διαφοροποίηση της επιστροφής στη μεταπολεμική πεζογραφία. Οι αλλαγμένοι δρόμοι και η κοινωνική αλλοτρίωση που προβληματίζουν τα ενεργά ποιητικά πρόσωπα δεν συναντιούνται με τις υπόγειες διαδρομές αυτών που επιστρέφουν ως κυνηγημένοι, μετά τη λήξη της πολιτικοστρατιωτικής τους δράσης, για να αναζητήσουν καταφύγιο στο λαβύρινθο και στην ανωνυμία της πόλης, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν πια οι πληγές του παγκόσμιου πολέμου είναι νωπή ανάμνηση και η έκβαση της εγχώριας διαμάχης έχει οριστικά κριθεί. Η ζωή στην Αθήνα μετασχηματίζεται με αργούς ρυθμούς ακολουθώντας τις ανάγκες της καθημερινής οικονομικής επιβίωσης, πολλά από τα ανθρώπινα θύματα όμως του πολέμου δεν έχουν καταφέρει ακόμα να ορθοποδήσουν και να αναζητήσουν το νόημα της χαμένης τους ζωής, βαθιά διχασμένα ανάμεσα στον παλιό ηρωικό-νεανικό και τον επιζώντα-γερασμένο και ξένο τους εαυτό.[2] Το ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν δημιουργεί μια τραγική αίσθηση απώλειας ταυτότητας τόσο στα αυτοαναφορικά-ποιητικά όσο και στα ετεροφωτισμένα, με αμυδρές αυτοβιογραφικές αντιστοιχίες, μυθιστορηματικά πρόσωπα.
Και τώρα εδώ πώς ξαναρχίζεις;
Σ’ αυτή την άπλα που σε πνίγει
εδώ μέσα στο πλήθος που βασιλεύει η μοναξιά
που οι χειρονομίες είναι απεριόριστες
και δεν υπάρχει παραλήπτης,
άοπλος, αβοήθητος, χωρίς το σώμα
έστω και του νεκρού συντρόφου σου που σε προφύλαγε
μες στις ατέλειωτες επιθυμίες
και τους πολύπλοκους κοινωνικούς μηχανισμούς.
Εδώ, στην πόλη αυτή, πώς συνηθίζεις;
Σύμφωνα με το παραπάνω αυτοαναφορικό παράδειγμα από το ποίημα «Επιστροφή ενός εξόριστου» του Τίτου Πατρίκιου,[3] το δραματικό ποιητικό πρόσωπο αντιμετωπίζει εξαρχής τα υπαρξιακά αδιέξοδα που τον πνίγουν μες στη μεταβαλλόμενη ζωή της πόλης. Οι βίοι των περισσότερων άλλωστε μεταπολεμικών συγγραφέων μας δίνουν μια σειρά από αντιπροσωπευτικές εκδοχές σχετικά με τον χαρακτήρα που έλαβαν η επιστροφή και η συνέχεια. Εμφανές παράδειγμα αυτόχθονης συνέχειας αποτελεί το ποιητικό υποκείμενο του Αναγνωστάκη, το οποίο, αν και δεν εμπλέκεται στην πρότερη πολιτική δοκιμασία του (διαγραφή από το ΚΚΕ το 1946, σύλληψη και δίκη από έκτακτο στρατοδικείο ως μέλος της Ε.Π.Ο.Ν. το 1948), ταυτίζεται με το αίσθημα του μελλοθάνατου στα ποιήματα από τις Παρενθέσεις και τις Εποχές 3 (1951) που γράφτηκαν στη φυλακή (Επταπύργιο 1948-1951), ενώ μόλις ξεπερνά τη δοκιμασία εμφανίζεται έτοιμο να συνεχίσει τη ζωή. Αφανές παράδειγμα ετερόχθονης συνέχειας, χωρίς αυτοαναφορικότητα στο πεζογραφικό του έργο,[4] είναι ο Δημήτρης Χατζής, ο βίος του οποίου καθορίστηκε από τις εντεινόμενες πολιτικές διώξεις που τον οδήγησαν σε μακρόχρονο εκπατρισμό, καθώς όχι μόνο είχε θεωρηθεί λιποτάκτης αλλά και του είχε επιβληθεί ερήμην η ποινή του θανάτου από το Διαρκές Στρατοδικείο Ιωαννίνων. Έτσι το 1952, την εποχή που ο Αναγνωστάκης ξανακυκλοφούσε στους «αλλαγμένους δρόμους» της επιστροφής, ο Χατζής αναζητούσε το νήμα της συνέχειας στις ανατολικές χώρες μακριά από τους νικημένους και τους νικητές της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Μακριά από την αυτοβιογραφική περιπέτεια των προσώπων, την υπαρκτή απειλή κατά της ζωής και της ατομικής ελευθερίας που ένιωσαν αμέσως ή εμμέσως οι ίδιοι οι μεταπολεμικοί συγγραφείς,[5] έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε κάτω από ποιες μυλόπετρες συνθλίφτηκαν πολλά από τα μυθιστορηματικά τους πρόσωπα. Η πιο χαρακτηριστική υπόθεση απόβλητου επιζώντος, ζωντανού νεκρού, εκτυλίσσεται στην Καγκελόπορτα (1962) του Αντρέα Φραγκιά, που τοποθετείται στην Αθήνα του 1954. Ο πόλεμος δεν έχει λήξει ακόμη για τον Άγγελο «που σέρνει πίσω του μια θανατική καταδίκη κι επτά χρόνια τώρα ζει χαμένος από προσώπου γης σαν πανικόβλητο αγρίμι», σύμφωνα με την κριτική διατύπωση του ομότεχνου Αλέξανδρου Κοτζιά.[6] Ο Άγγελος είναι τώρα ξεχασμένος λαϊκός ήρωας από την εποχή του αντάρτικου, όμως τόσο αυτός όσο και η μικροαστική, και ιδεολογικά αμέτοχη, οικογένειά του αναγνωρίζουν στον εαυτό τους περισσότερο το ρόλο του θύματος μέσα στη δίνη της μεταπολεμικής εποχής. Ο συνταξιούχος δικαστής πατέρας του είναι αφιερωμένος στη δονκιχωτική του προσπάθεια να απονείμει δικαιοσύνη, εξαλείφοντας την άδικη και εκπρόθεσμη πλέον καταδίκη˙ μάχεται να πείσει τον παρακρατικό Θόδωρο να άρει ως ανυπόστατη την επιβαρυντική κατάθεσή του, υπενθυμίζοντάς του ότι και ο ίδιος είχε σωθεί χάρη στην ανεκτικότητα του Άγγελου. Όλα αυτά τα χρόνια που ο πατέρας αγωνιζόταν να επαναφέρει το γιο του στην κοινωνική ζωή, πασχίζοντας να αφυπνίσει την πωρωμένη συνείδηση του Θόδωρου, ο Άγγελος κρυβόταν ολοένα και πιο βαθιά στις διαδοχικές κρύπτες του, κι η πιο ασφυκτική έφτασε να είναι το διπλανό δωμάτιο του Στάθη, μέσα στην αυλή του σπιτιού του. Έχουν περάσει πια τα χρόνια του αγώνα, όταν οι αντιμαχόμενες παρατάξεις συγκρούονταν φανερά και η μάχη κρινόταν απευθείας, σύμφωνα με την εκδοχή της Μέλπως Αξιώτη στο διήγημά της «Γιός και πατέρας». Σε αυτό ο γιος Λεωνίδας επέστρεφε αιχμάλωτος στην Αθήνα, στη γειτονιά του, αλλά προτιμούσε να γυρίσει περήφανος στην εξορία του, περιφρουρώντας την εσωτερική ελευθερία και τις ιδέες του, πράγμα που δεν είχε πράξει ο ανανήψας πατέρας του:
Εδώ στης Πλάκας τα στενά, τι σύμπτωση διαβολική, πάνω στον ίδιο δρόμο ακριβώς του υπουργού, είναι από χτες κι ο Λεωνίδας. Τον φέρανε.
Πόσα χρόνια είχε να ’ρθει σ’ αυτήν την πόλη…Πέντε χρόνια. Κι όμως είναι το μέρος όπου σ’ αυτό γεννήθηκε, μεγάλωσε, πήγε σκολειό και κόντευε να γίνει άντρας. Κι απάνω που γινόταν άντρας, μια μέρα τον πήρανε κι έφυγε. Κι έζησε πέντε χρόνια αλλού. Όπου εκεί αποτέλειωσε το κορμί του να ψηλώνει.
Κι επάνω στα πέντε χρόνια που τον είχαν εκεί, τον πήραν πάλι οι ίδιοι που τον είχαν φευγατίσει και τον ξανάφεραν εδώ. Στην πόλη όπου γεννήθηκε. Όπου είναι το σπίτι του. Οι φίλοι του. Οι γνωστοί του. Οι δρόμοι που γνωρίζει απόξω. Οι γωνιές όπου είχε παίξει. Τον πήραν και τον φέρανε, μα δε μπορεί να δει τίποτα απ’ όσα ως τώρα ήξερε. Γιατί τον φέρανε με χειροπέδες.[7]
Η ανατομία της ψυχής του κυνηγημένου είναι τώρα, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50, εξαιρετικά περίπλοκη, σχεδόν ανεξιχνίαστη για τις βουλές του συγγραφέα, ο οποίος από τη μια μεριά προσπαθεί να προσδιορίσει ρεαλιστικά τη συναισθηματική κατάσταση αυτού του αβέβαιου επιζώντος ενώ από την άλλη αδυνατεί να δώσει διακριτικά γνωρίσματα στην κοινωνική ανωνυμία που βιώνει μέσα στην πόλη του, την Αθήνα:
Νιώθει σαν το άρρωστο παιδί που λαχταράει να περπατήσει και στη διπλανή κάμαρη. Εκεί απλώνεται ο κόσμος ολόκληρος, θαρρείς πως με τα βήματα αυτά θα εξαντλήσεις όλες τις αποστάσεις πάνω στη γη, πως δεν υπάρχει πιο μακρυνό σημείο απ’ την εξώπορτα. Κι όμως, τώρα βρίσκεσαι ζουληγμένος μπροστά σ’ αυτό το παράθυρο, ευχαριστημένος που οι γρίλιες είναι λίγο ξεχαρβαλωμένες και σου αφήνουν μια χαραμάδα να βλέπεις. Η ύπαρξή σου συγκεντρώνεται τώρα στην ικανότητα να θαμπώνεις το τζάμι με το χνώτο σου. Σφούγγισε το θάμπωμα με το μανίκι του. Άχνισε πάλι το τζάμι και το ξανασκούπισε. "Παίζω με την αναπνοή μου", είπε και γέλασε μόνος του.[8]
Η πολύχρονη αποκοπή του Άγγελου από τη ζωή είναι ένα είδος εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης, καθώς η εξάρτησή του από την κρύπτη είναι άμεση, έξω στον κόσμο ελλοχεύει ο φόβος και η κρίση πανικού. Παρά τις πραγματικές δυσκολίες και τις συνεχείς υπαναχωρήσεις, ο Άγγελος διεκδικεί σταδιακά περιθώρια ελευθερίας, αντλεί δύναμη από την απελπισία του, απορρίπτει τις πρόσκαιρες λύσεις φυγής ή μεγαλύτερης εσωστρέφειας σε κρυψώνες, που ισοδυναμούν με τον ψυχικό μαρασμό, την ατίμωση και το θάνατο. Βρίσκει τη δύναμη να δρασκελίσει εν τέλει την Καγκελόπορτα -μαζί με την πιστή του σύντροφο Ισμήνη, που τον στήριξε με ιδεαλιστική αντοχή, και τον παλιό συναγωνιστή του Αντώνη- διεκδικώντας έμπρακτα την ελευθερία έναντι μιας ποινής που του επιβλήθηκε ερήμην και είναι ακόμη σε ισχύ. Το απελευθερωμένο μυθιστορηματικό πρόσωπο του Άγγελου επανεισάγεται στη ζωή,[9] διεκδικώντας το μερίδιό του στην παραγωγική εργασία, την ίδια περίπου εποχή που ένας ανώνυμος, «από κείνους τους λίγους, που σώθηκαν απ’ τη φωτιά και το σίδερο, απ’ τη φωτιά του τσιμέντου, απ’ το σίδερο της φυλακής», με τη βαλίτσα και το αποφυλακιστήριό του στο χέρι, πέφτει ξανά θύμα της ανελέητης πολιτικής πλεκτάνης και ξαναφυλακίζεται με την πλαστή κατηγορία ότι έχει κρυμμένο ένα μήνυμα για το κόμμα στο δεύτερο τοίχωμα της βαλίτσας του, όπως συμβαίνει στο αυτοαναφορικό σύντομο διήγημα του Μάριου Χάκκα με τον ειρωνικό τίτλο «Αποφυλάκιση», που δημοσιεύτηκε το 1966, ένα χρόνο πριν από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας.[10]
Η επιστροφή στην Αθήνα. Το θέμα του κυνηγημένου της μεταπολεμικής εποχής, από την Καγκελόπορτα (1962) του Αντρέα Φραγκιά ως τον Γενναίο Τηλέμαχο (1972) του Αλέξανδρου Κοτζιά.
Το θεματικό μοτίβο του επιζώντος που συνεχίζει το βίο και επιστρέφει στην κοινωνική ζωή, βγαίνοντας μέσα από μια σειρά δοκιμασίες και παγίδες θανάτου, αναγνωρίζεται σε μεγάλο μέρος της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης, έχοντας ως βασικό υποκείμενό του το πρόσωπο ή τα προσωπεία του αφηγητή. Παρά τις κοινές συντεταγμένες της μεταπολεμικότητας, το πρόσωπο του επιζώντος ποιητή που καταφέρνει να αποτινάξει το αίσθημα του κυνηγημένου και να επιβιώσει μέσα στο πραγματικό και το συμβολικό τοπίο θανάτου, είναι φορέας ενός ατομικού δράματος και μιας ξεχωριστής υπαρξιακής οδύνης. Ο αυτοαναφορικός επιζών του Αναγνωστάκη επιστρέφει σαν ξένος μέσα στη μεταμορφωμένη πολιτεία, όρθιος και μόνος μέσα στην ερημία του πλήθους, ενώ ο μάρτυρας-επιζών του Σινόπουλου ενσωματώνει το βιωματικό υλικό της κατάθεσής του αρχικά ως μυθικό θέμα και στη συνέχεια ως θραυσματική μνήμη. Από τη μια μεριά η αίσθηση του χρέους απέναντι σε αυτούς που χάθηκαν και από την άλλη η επιθυμία για τη διαφύλαξη της μνήμης, σφυρηλάτησαν εκ νέου τους δεσμούς μιας συντροφικής ποιητικής κοινότητας, η οποία προέκυψε μέσα από τις δοκιμασίες των πολιτικών διώξεων, των φυλακίσεων και των εκτοπισμών. Έτσι το δώρο της ζωής που κέρδισαν όσοι επέζησαν και επέστρεψαν, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Άρης Αλεξάνδρου, συναρτήθηκε στενά με τη συνέχεια, την υποχρέωση να ιστορήσουν τους νεκρούς, που άλλοτε στοίχειωναν τον ύπνο τους με τον ηρωισμό ή με τη ματαιότητα της θυσίας και άλλοτε έμοιαζαν να τους συμπαραστέκονται σε κρίσιμες καμπές της ζωής τους.[1]
Αντίστοιχη ποιητική κοινότητα και συνακόλουθο χρέος από την πλευρά του επιζώντος δεν θα συναντήσουμε ανάμεσα στους μεταπολεμικούς πεζογράφους. Μολονότι το πρόσωπο του επιζώντα που επιστρέφει στον τόπο και στη γειτονιά του παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με το ποιητικό θεματικό μοτίβο, πολύ αισθητή είναι η ποιοτική διαφοροποίηση της επιστροφής στη μεταπολεμική πεζογραφία. Οι αλλαγμένοι δρόμοι και η κοινωνική αλλοτρίωση που προβληματίζουν τα ενεργά ποιητικά πρόσωπα δεν συναντιούνται με τις υπόγειες διαδρομές αυτών που επιστρέφουν ως κυνηγημένοι, μετά τη λήξη της πολιτικοστρατιωτικής τους δράσης, για να αναζητήσουν καταφύγιο στο λαβύρινθο και στην ανωνυμία της πόλης, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν πια οι πληγές του παγκόσμιου πολέμου είναι νωπή ανάμνηση και η έκβαση της εγχώριας διαμάχης έχει οριστικά κριθεί. Η ζωή στην Αθήνα μετασχηματίζεται με αργούς ρυθμούς ακολουθώντας τις ανάγκες της καθημερινής οικονομικής επιβίωσης, πολλά από τα ανθρώπινα θύματα όμως του πολέμου δεν έχουν καταφέρει ακόμα να ορθοποδήσουν και να αναζητήσουν το νόημα της χαμένης τους ζωής, βαθιά διχασμένα ανάμεσα στον παλιό ηρωικό-νεανικό και τον επιζώντα-γερασμένο και ξένο τους εαυτό.[2] Το ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν δημιουργεί μια τραγική αίσθηση απώλειας ταυτότητας τόσο στα αυτοαναφορικά-ποιητικά όσο και στα ετεροφωτισμένα, με αμυδρές αυτοβιογραφικές αντιστοιχίες, μυθιστορηματικά πρόσωπα.
Και τώρα εδώ πώς ξαναρχίζεις;
Σ’ αυτή την άπλα που σε πνίγει
εδώ μέσα στο πλήθος που βασιλεύει η μοναξιά
που οι χειρονομίες είναι απεριόριστες
και δεν υπάρχει παραλήπτης,
άοπλος, αβοήθητος, χωρίς το σώμα
έστω και του νεκρού συντρόφου σου που σε προφύλαγε
μες στις ατέλειωτες επιθυμίες
και τους πολύπλοκους κοινωνικούς μηχανισμούς.
Εδώ, στην πόλη αυτή, πώς συνηθίζεις;
Σύμφωνα με το παραπάνω αυτοαναφορικό παράδειγμα από το ποίημα «Επιστροφή ενός εξόριστου» του Τίτου Πατρίκιου,[3] το δραματικό ποιητικό πρόσωπο αντιμετωπίζει εξαρχής τα υπαρξιακά αδιέξοδα που τον πνίγουν μες στη μεταβαλλόμενη ζωή της πόλης. Οι βίοι των περισσότερων άλλωστε μεταπολεμικών συγγραφέων μας δίνουν μια σειρά από αντιπροσωπευτικές εκδοχές σχετικά με τον χαρακτήρα που έλαβαν η επιστροφή και η συνέχεια. Εμφανές παράδειγμα αυτόχθονης συνέχειας αποτελεί το ποιητικό υποκείμενο του Αναγνωστάκη, το οποίο, αν και δεν εμπλέκεται στην πρότερη πολιτική δοκιμασία του (διαγραφή από το ΚΚΕ το 1946, σύλληψη και δίκη από έκτακτο στρατοδικείο ως μέλος της Ε.Π.Ο.Ν. το 1948), ταυτίζεται με το αίσθημα του μελλοθάνατου στα ποιήματα από τις Παρενθέσεις και τις Εποχές 3 (1951) που γράφτηκαν στη φυλακή (Επταπύργιο 1948-1951), ενώ μόλις ξεπερνά τη δοκιμασία εμφανίζεται έτοιμο να συνεχίσει τη ζωή. Αφανές παράδειγμα ετερόχθονης συνέχειας, χωρίς αυτοαναφορικότητα στο πεζογραφικό του έργο,[4] είναι ο Δημήτρης Χατζής, ο βίος του οποίου καθορίστηκε από τις εντεινόμενες πολιτικές διώξεις που τον οδήγησαν σε μακρόχρονο εκπατρισμό, καθώς όχι μόνο είχε θεωρηθεί λιποτάκτης αλλά και του είχε επιβληθεί ερήμην η ποινή του θανάτου από το Διαρκές Στρατοδικείο Ιωαννίνων. Έτσι το 1952, την εποχή που ο Αναγνωστάκης ξανακυκλοφούσε στους «αλλαγμένους δρόμους» της επιστροφής, ο Χατζής αναζητούσε το νήμα της συνέχειας στις ανατολικές χώρες μακριά από τους νικημένους και τους νικητές της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Μακριά από την αυτοβιογραφική περιπέτεια των προσώπων, την υπαρκτή απειλή κατά της ζωής και της ατομικής ελευθερίας που ένιωσαν αμέσως ή εμμέσως οι ίδιοι οι μεταπολεμικοί συγγραφείς,[5] έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε κάτω από ποιες μυλόπετρες συνθλίφτηκαν πολλά από τα μυθιστορηματικά τους πρόσωπα. Η πιο χαρακτηριστική υπόθεση απόβλητου επιζώντος, ζωντανού νεκρού, εκτυλίσσεται στην Καγκελόπορτα (1962) του Αντρέα Φραγκιά, που τοποθετείται στην Αθήνα του 1954. Ο πόλεμος δεν έχει λήξει ακόμη για τον Άγγελο «που σέρνει πίσω του μια θανατική καταδίκη κι επτά χρόνια τώρα ζει χαμένος από προσώπου γης σαν πανικόβλητο αγρίμι», σύμφωνα με την κριτική διατύπωση του ομότεχνου Αλέξανδρου Κοτζιά.[6] Ο Άγγελος είναι τώρα ξεχασμένος λαϊκός ήρωας από την εποχή του αντάρτικου, όμως τόσο αυτός όσο και η μικροαστική, και ιδεολογικά αμέτοχη, οικογένειά του αναγνωρίζουν στον εαυτό τους περισσότερο το ρόλο του θύματος μέσα στη δίνη της μεταπολεμικής εποχής. Ο συνταξιούχος δικαστής πατέρας του είναι αφιερωμένος στη δονκιχωτική του προσπάθεια να απονείμει δικαιοσύνη, εξαλείφοντας την άδικη και εκπρόθεσμη πλέον καταδίκη˙ μάχεται να πείσει τον παρακρατικό Θόδωρο να άρει ως ανυπόστατη την επιβαρυντική κατάθεσή του, υπενθυμίζοντάς του ότι και ο ίδιος είχε σωθεί χάρη στην ανεκτικότητα του Άγγελου. Όλα αυτά τα χρόνια που ο πατέρας αγωνιζόταν να επαναφέρει το γιο του στην κοινωνική ζωή, πασχίζοντας να αφυπνίσει την πωρωμένη συνείδηση του Θόδωρου, ο Άγγελος κρυβόταν ολοένα και πιο βαθιά στις διαδοχικές κρύπτες του, κι η πιο ασφυκτική έφτασε να είναι το διπλανό δωμάτιο του Στάθη, μέσα στην αυλή του σπιτιού του. Έχουν περάσει πια τα χρόνια του αγώνα, όταν οι αντιμαχόμενες παρατάξεις συγκρούονταν φανερά και η μάχη κρινόταν απευθείας, σύμφωνα με την εκδοχή της Μέλπως Αξιώτη στο διήγημά της «Γιός και πατέρας». Σε αυτό ο γιος Λεωνίδας επέστρεφε αιχμάλωτος στην Αθήνα, στη γειτονιά του, αλλά προτιμούσε να γυρίσει περήφανος στην εξορία του, περιφρουρώντας την εσωτερική ελευθερία και τις ιδέες του, πράγμα που δεν είχε πράξει ο ανανήψας πατέρας του:
Εδώ στης Πλάκας τα στενά, τι σύμπτωση διαβολική, πάνω στον ίδιο δρόμο ακριβώς του υπουργού, είναι από χτες κι ο Λεωνίδας. Τον φέρανε.
Πόσα χρόνια είχε να ’ρθει σ’ αυτήν την πόλη…Πέντε χρόνια. Κι όμως είναι το μέρος όπου σ’ αυτό γεννήθηκε, μεγάλωσε, πήγε σκολειό και κόντευε να γίνει άντρας. Κι απάνω που γινόταν άντρας, μια μέρα τον πήρανε κι έφυγε. Κι έζησε πέντε χρόνια αλλού. Όπου εκεί αποτέλειωσε το κορμί του να ψηλώνει.
Κι επάνω στα πέντε χρόνια που τον είχαν εκεί, τον πήραν πάλι οι ίδιοι που τον είχαν φευγατίσει και τον ξανάφεραν εδώ. Στην πόλη όπου γεννήθηκε. Όπου είναι το σπίτι του. Οι φίλοι του. Οι γνωστοί του. Οι δρόμοι που γνωρίζει απόξω. Οι γωνιές όπου είχε παίξει. Τον πήραν και τον φέρανε, μα δε μπορεί να δει τίποτα απ’ όσα ως τώρα ήξερε. Γιατί τον φέρανε με χειροπέδες.[7]
Η ανατομία της ψυχής του κυνηγημένου είναι τώρα, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50, εξαιρετικά περίπλοκη, σχεδόν ανεξιχνίαστη για τις βουλές του συγγραφέα, ο οποίος από τη μια μεριά προσπαθεί να προσδιορίσει ρεαλιστικά τη συναισθηματική κατάσταση αυτού του αβέβαιου επιζώντος ενώ από την άλλη αδυνατεί να δώσει διακριτικά γνωρίσματα στην κοινωνική ανωνυμία που βιώνει μέσα στην πόλη του, την Αθήνα:
Νιώθει σαν το άρρωστο παιδί που λαχταράει να περπατήσει και στη διπλανή κάμαρη. Εκεί απλώνεται ο κόσμος ολόκληρος, θαρρείς πως με τα βήματα αυτά θα εξαντλήσεις όλες τις αποστάσεις πάνω στη γη, πως δεν υπάρχει πιο μακρυνό σημείο απ’ την εξώπορτα. Κι όμως, τώρα βρίσκεσαι ζουληγμένος μπροστά σ’ αυτό το παράθυρο, ευχαριστημένος που οι γρίλιες είναι λίγο ξεχαρβαλωμένες και σου αφήνουν μια χαραμάδα να βλέπεις. Η ύπαρξή σου συγκεντρώνεται τώρα στην ικανότητα να θαμπώνεις το τζάμι με το χνώτο σου. Σφούγγισε το θάμπωμα με το μανίκι του. Άχνισε πάλι το τζάμι και το ξανασκούπισε. "Παίζω με την αναπνοή μου", είπε και γέλασε μόνος του.[8]
Η πολύχρονη αποκοπή του Άγγελου από τη ζωή είναι ένα είδος εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης, καθώς η εξάρτησή του από την κρύπτη είναι άμεση, έξω στον κόσμο ελλοχεύει ο φόβος και η κρίση πανικού. Παρά τις πραγματικές δυσκολίες και τις συνεχείς υπαναχωρήσεις, ο Άγγελος διεκδικεί σταδιακά περιθώρια ελευθερίας, αντλεί δύναμη από την απελπισία του, απορρίπτει τις πρόσκαιρες λύσεις φυγής ή μεγαλύτερης εσωστρέφειας σε κρυψώνες, που ισοδυναμούν με τον ψυχικό μαρασμό, την ατίμωση και το θάνατο. Βρίσκει τη δύναμη να δρασκελίσει εν τέλει την Καγκελόπορτα -μαζί με την πιστή του σύντροφο Ισμήνη, που τον στήριξε με ιδεαλιστική αντοχή, και τον παλιό συναγωνιστή του Αντώνη- διεκδικώντας έμπρακτα την ελευθερία έναντι μιας ποινής που του επιβλήθηκε ερήμην και είναι ακόμη σε ισχύ. Το απελευθερωμένο μυθιστορηματικό πρόσωπο του Άγγελου επανεισάγεται στη ζωή,[9] διεκδικώντας το μερίδιό του στην παραγωγική εργασία, την ίδια περίπου εποχή που ένας ανώνυμος, «από κείνους τους λίγους, που σώθηκαν απ’ τη φωτιά και το σίδερο, απ’ τη φωτιά του τσιμέντου, απ’ το σίδερο της φυλακής», με τη βαλίτσα και το αποφυλακιστήριό του στο χέρι, πέφτει ξανά θύμα της ανελέητης πολιτικής πλεκτάνης και ξαναφυλακίζεται με την πλαστή κατηγορία ότι έχει κρυμμένο ένα μήνυμα για το κόμμα στο δεύτερο τοίχωμα της βαλίτσας του, όπως συμβαίνει στο αυτοαναφορικό σύντομο διήγημα του Μάριου Χάκκα με τον ειρωνικό τίτλο «Αποφυλάκιση», που δημοσιεύτηκε το 1966, ένα χρόνο πριν από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας.[10]
[1] Μέντη (1993), σ. 79-84.
[2] Βλ. την αρχική επισήμανση του θέματος στη μελέτη του Ξ.Α. Κοκόλη (1987), σ. 294-307.
[3] Τίτος Πατρίκιος (1963), σ. 35.
[4] Η συγγραφική σιωπή του Χατζή σχετικά με τη ζωή του στην εξορία, μελετάται αναλυτικά από τον Δημήτρη Τζιόβα (2007), σ. 401-439.
[5] Η συντριπτική πλειονότητα των μεταπολεμικών πεζογράφων πήραν ενεργό μέρος στις κοινωνικοπολιτικές διαμάχες της εποχής. Συνοψίζω παρακάτω μερικά ενδεικτικά στοιχεία από την κυνηγημένη ζωή του κάθε πεζογράφου που αναφέρεται στη μελέτη μου, διευκρινίζοντας ότι η Αξιώτη και ο Χατζής ταλαιπωρήθηκαν από τη μακρόχρονη εξορία εκτός συνόρων, ενώ οι υπόλοιποι συγγραφείς υπήρξαν ύποπτοι για τα κοινωνικά τους φρονήματα, διώχτηκαν και βασανίστηκαν στο εσωτερικό της Ελλάδας. Η Μέλπω Αξιώτη (1905-1973) από το 1936 ήταν μέλος του Κ.Κ.Ε., πήρε μέρος στην Αντίσταση, δημοσίευσε στρατευμένα κείμενα στον παράνομο τύπο˙ το 1947 κατέφυγε στη Γαλλία απ’ όπου απελάθηκε το 1950, εξαιτίας της πολιτικής της δράσης. Τα επόμενα χρόνια, ως το 1964 που επέστρεψε στην Ελλάδα, έζησε και εργάστηκε στο ανατολικό Βερολίνο και στη Βαρσοβία. Ο Ανδρέας Φραγκιάς (1921-2002), εντάχθηκε στις δυνάμεις της Αντίστασης και ενεργοποιήθηκε στον παράνομο τύπο. Εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη Μακρόνησο (1950-1952). Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992), αδελφός του ενταγμένου στο Ε.Α.Μ. πεζογράφου Κώστα Κοτζιά, γνώρισε την οικονομική καταστροφή της οικογένειας στη διάρκεια της Κατοχής, ενώ το Δεκέμβριο του 1944 έχασε το σπίτι του, το οποίο πυρπολήθηκε από αντιμαχόμενες πολιτικές ομάδες. Υπηρέτησε μια μακρόχρονη στρατιωτική θητεία (1948-1952), και από το 1956 ως το 1982, εργάστηκε, όπως και ο Φραγκιάς, ως δημοσιογράφος, κυρίως βιβλιοκριτικός. Ο Μάριος Χάκκας (1931-1972), συνέδεσε, από τα παιδικά του χρόνια, τη ζωή του με τον προσφυγικό συνοικισμό της Καισαριανής. Από το 1952 ως το 1966 ήταν μέλος της Ε.Δ.Α., συνελήφθη το 1954, παραπέμφθηκε σε δίκη και φυλακίστηκε στην Καλαμάτα και στην Αίγινα (1955-1959). Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007. Η πρώτη και ο τρίτος συγγραφέας παρουσιάζονται από τον Αλέξη Ζήρα, ενώ οι υπόλοιποι από τη Δώρα Μέντη.
[6] Αλέξανδρος Κοτζιάς (1987(2)), σ. 174.
[7] Μέλπω Αξιώτη (1983), σ. 187.
[8] Αντρέας Φραγκιάς (1976(2)), σ. 177.
[9] Βλ. ειδικότερα Έρη Σταυροπούλου (2001), σ. 137, και Άλκηστις Σουλογιάννη (2004), σ. 32.
[10] Μάριος Χάκκας (1966), σ. 78-79.
(Απόσπασμα της εισήγησης της Δώρας Μέντη στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 14-16 Δεκεμβρίου 2007, στην Αίθουσα της ΕΣΗΕΑ. Οι εισηγήσεις του συνεδρίου θα δημοσιευτούν σε προσεχές τεύχος του περιοδικού Θέματα Λογοτεχνίας των εκδόσεων Γκοβόστη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου