Επί μία σχεδόν πεντηκονταετία, από την εμφάνιση της Γενιάς του '30, η οποία πύκνωσε εντυπωσιακά τις τάξεις ενός μέχρι τότε εμφανώς αραιοκατοικημένου πεδίου, ως τη Μεταπολίτευση του 1974, που οδήγησε αργά αλλά σταθερά στο σημερινό κλίμα της ανάδειξης της καθημερινότητας και της ιδιωτικής ζωής, η νεότερη ελληνική πεζογραφία συνδέθηκε στενά με τον πόλεμο και τις ποικίλες επιπτώσεις του τόσο στο συλλογικό όσο και στο ατομικό επίπεδο. Η Ελλάδα βρέθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα στη δίνη του πολέμου (από τον Α' Παγκόσμιο και τους Βαλκανικούς ως τη Μικρασιατική Καταστροφή, το Β' Παγκόσμιο και τον πολύνεκρο Εμφύλιο), και οι συγγραφείς (όλες οι γενιές που στάθηκαν μάρτυρες ή και συμμέτοχοι των γεγονότων) ήταν φυσικό να παρακολουθήσουν από κοντά τις εξελίξεις, αποτυπώνοντας, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, το ρόλο και τις συνέπειές τους σε μια κοινωνία η οποία χρειάστηκε, σε πλήθος περιπτώσεων, ν' αλλάξει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς τους στόχους και τις ανάγκες της.Η έμμεση καταγγελία της καταστροφής και του πόνουΗ περίπλοκη κι εκτεταμένη συμμετοχή της πεζογραφίας μας σ' ένα μεγάλο όγκο εξωτερικών και εσωτερικών πολεμικών συρράξεων δεν υιοθέτησε, ωστόσο, παρά σπανίως ένα ευθέως και ριζικά αντιπολεμικό πνεύμα. Ισως επειδή οι συγγραφείς θεώρησαν εναργέστερο να υποδείξουν μόνον διά της πλαγίου το ζόφο και την καταστροφή του πολέμου, ίσως, πάλι, επειδή η πίστη των περισσοτέρων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη Γενιά του '30, σ' ένα αμιγές ελληνικό ιδεώδες δεν επέτρεψε σαφείς αποστάσεις από τις ιδεολογικές συμβολοποιήσεις των διάφορων εθνικών περιπετειών. Η εναντίωση, παρ' όλα αυτά, στον πόλεμο εμφανίζεται, έστω και εμμέσως, σε ορισμένους από τους σημαντικότερους πεζογράφους του Μεσοπολέμου. Στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» (1929) του Στρατή Δούκα, η οδύνη και ο αφανισμός της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του Νικόλα Κοζάκογλου, που συλλαμβάνεται από τους Τούρκους και δίνει τιτάνιο αγώνα προκειμένου να μείνει σώος, να δραπετεύσει και να γυρίσει κάποια στιγμή ασφαλής στα πατρώα εδάφη. Η Μικρασιατική Καταστροφή, μαζί με τη στέρηση της ελευθερίας, την ηθική εξαχρείωση και την καταπάτηση κάθε είδους ατομικής αξιοπρέπειας είναι παρούσες και στο «Νούμερο 31328» (1931) του Ηλία Βενέζη, όπου ένας αιχμάλωτος πολέμου αντιμετωπίζει ολόκληρο το φάσμα της απαξίωσης, κλεισμένος (και ανήμπορος για οποιαδήποτε αντίδραση) σε στρατόπεδο εργασίας της Ανατολίας.Με το «Πλατύ ποτάμι» (1946) ο Γιάννης Μπεράτης πλησιάζει περισσότερο το αντιπολεμικό πνεύμα. Ο αφηγητής του παίρνει μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 δίχως καμία διάθεση να ενστερνιστεί τις ενθουσιώδεις διακηρύξεις της παντί τρόπω και κόπω υπεράσπισης της πατρίδας. Δεν μπορεί, όμως, εκ παραλλήλου, να σταθεί ασυγκίνητος (κι εδώ ανιχνεύεται το κεντρικό μήνυμα του έργου) μπροστά στην εποποιία των απλών στρατιωτών, που πέφτουν στο μέτωπο με σπάνια αυταπάρνηση και αυτοθυσία, ξοδεύοντας αλόγιστα ποταμούς αίματος. Είναι κι αυτό ενδεχομένως μια διαμεσολαβημένη μαρτυρία για την οργανωμένη φρίκη και την ανατριχιαστική αντάρα του πολέμου. Και από τα αλβανικά χαρακώματα του πολύπαθου 1940, στη Μακεδονία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και στην άμεση, αφτιασίδωτη και, πρωτίστως, ορκισμένη έως εσχάτων καταγγελία του μιλιταρισμού από το μοναδικό εκπρόσωπο της Γενιάς του '30 που δοκιμάζει να φτάσει τόσο μακριά: Τον Στρατή Μυριβήλη και την πρώτη έκδοση (1924) της «Ζωής εν τάφω». Ο Μυριβήλης αγνοεί επιδεικτικά πατρίδα, εθνικές αξίες και πατρογονικές αρετές ή παραδόσεις. Μοναδικό του κριτήριο, η σημασία της ανθρώπινης ζωής, που σπαράζει κάτω από το καυτό ατσάλι, και χάνεται εν ριπή οφθαλμού, χωρίς κανείς να νοιάζεται για την τύχη της. Αυτά, όμως, μόνο το 1924. Στις διαδοχικές επανεκδόσεις του μυθιστορήματος, από το 1930 έως και το 1955, ο Μυριβήλης θα αποσύρει βαθμιαία όλα τα επίμαχα χωρία, για να υποστείλει στο τέλος (στο πλαίσιο, προφανώς, της σφυρηλάτησης μιας εθνικότερης εικόνας του έργου του) όλους τους αντιπολεμικούς του τόνους.Το δράμα του Εμφυλίου και η άρνηση της αλήθειας και των δύο πλευρώνΟ τερματισμός του Β' Παγκοσμίου βρίσκει την Ελλάδα στο χείλος του Εμφυλίου, ο οποίος δεν αργεί να ξεσπάσει με πρωτοφανή μανία και ένταση. Τα τελικά αποτελέσματα της τρίχρονης σύγκρουσης (1946 - 1947) είναι τόσο καταλυτικά ώστε δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο στους νεότερους συγγραφείς για άλλους προσανατολισμούς. Η εμπειρία του Β' Παγκοσμίου δεν βγαίνει από τον εποπτικό τους έλεγχο, αλλά περνάει οπωσδήποτε στην εξωτερική περιφέρεια: μετατρέπεται σε συνοδευτικό φόντο του Εμφυλίου, ο οποίος καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου την κεντρική σκηνή. Και είτε στην Αριστερά ανήκουν οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι είτε στη νικητήρια παράταξη, το μέλημά τους είναι το ίδιο: να δείξουν πόντο πόντο το εμφυλιακό δράμα, να αποκαλύψουν μία προς μία τόσο τις φανερές του πτυχές όσο και τις αφανείς διαστάσεις του. Και υπό αυτή την έννοια, μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι όπως ο Αντρέας Φραγκιάς, ο Δημήτρης Χατζής, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Νίκος Κάσδαγλης, ο Ρόδης Ρούφος και ο Αρης Αλεξάνδρου (ή και οι μεταγενέστεροι Θανάσης Βαλτινός και Χριστόφορος Μηλιώνης), για να παραμείνουμε σε κάποια από τα πιο αιχμηρά ονόματα της περιόδου, διαπνέονται και πάλι από μιαν έμμεσα αντιπολεμική διάθεση: η εργώδης κριτική αναπαράσταση του Εμφυλίου είναι και ειδική κριτική του πολέμου σε μιαν από τις πλέον απεχθείς μορφές του - εκείνη της εσωτερικής διαμάχης και αλληλοεξόντωσης.Ανοιχτά και χωρίς μεσολαβήσεις, μέσα από ένα βιβλίο καθαρώς πολιτικής προπαγάνδας, δίχως αφηγηματικούς χαρακτήρες και επινόηση μύθου ή πλοκής, ο Εμφύλιος καταγγέλλεται μόνο από τον Ρένο Αποστολίδη. Στην «Πυραμίδα 67» (1950), που γράφεται σε πύρινη γλώσσα, επί τη βάσει σημειώσεων σε πακέτα τσιγάρων, όταν ο συγγραφέας μετέχει ως «λοιπός οπλίτης» των κυβερνητικών δυνάμεων στις μάχες με το Δημοκρατικό Στρατό επί των ορεινών όγκων της Μουργκάνας, η αλήθεια και των δύο πλευρών αίρεται κατά τη μέθοδο του Μυριβήλη: καμιά ιδεολογία, με όσα και όποια οράματα δικαιοπραξίας κι αν αγωνίζεται, δεν μπορεί να υπερβαίνει το βάρος του ανθρωπίνου προσώπου. Κι εδώ ασφαλώς επιστρέφουμε από την ειδική στη γενική κριτική του πολέμου και των καταιγιστικών, πέρα ως πέρα διαλυτικών συνεπειών του.Ρητά ή όχι αντιπολεμική, η νεότερη ελληνική πεζογραφία δεν δίστασε να βάλει βαθιά το μαχαίρι σε ό,τι ταλάνισε επί δεκαετίες (με τεράστια επιμονή και πίεση) ένα εξαιρετικά ταραγμένο ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό τοπίο. Κι ο καθένας μπορεί, βεβαίως, να προχωρήσει αβίαστα στα συμπεράσματά του σχετικά με την εγρήγορση, την ετοιμότητα αλλά και την αποτελεσματικότητά της.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/05/2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου