Κρίσεις για το έργο του Αντρέα Φραγκιά
Ο ΑΝΤΡΕΑΣ ΦΡΑΓΚΙΑΣ είναι ένας μάλλον ολιγογράφος συγγραφέας. Μέσα στις τέσσερις δεκαετίες της συγγραφικής του δράσης δημοσιεύει μόνο τέσσερα μυθιστορήματα (ένα ανά δεκαετία): Άνθρωποι και σπίτια (1955), Η καγκελόπορτα (1962), Λοιμός (1972) και το δίτομο Πλήθος (1985-86). Όμως παρά το φειδωλό της γραφής του, ο Φραγκιάς βαραίνει πολλαπλά στη συνείδηση των ελλήνων αναγνωστών αλλά και στην απρόσωπη γραμματολογία μας - για την ουσιαστική συμβολή του στην υπόθεση της σύγχρονης μυθιστοριογραφίας μας, τόσο για τον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνει και πραγματώνει το θέμα του, όσο και για το ήθος του λόγου και των αισθημάτων του.Ο Φραγκιάς ανήκει στη λεγόμενη πρώτη περίοδο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας, δηλαδή συμμετράται με εκείνους τους συγγραφείς, που ως έφηβοι ή νέοι άνδρες (και νέες γυναίκες) επιβιώνουν μέσα από τον Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο και εμφανίζονται στον χώρο της λογοτεχνίας μες στη δεκαετία 1945-1955. Ως εκ τούτου είναι φυσικό ότι οι εμπειρίες τους ανήκουν κατά τεκμήριο (και σε αυτό άλλωστε επιμένουν) στις περιπέτειες και στα σκληρά χρόνια που βίωσαν. Πρόκειται για μια γενιά πεζογράφων που δοκιμάζουν τα τρυφερά τους νιάτα μέσα σε πολέμους, πείνες, κακουχίες, διώξεις και βασανιστήρια…
Γιώργης Γιατρομανωλάκης Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών
Ο Αντρέας Φραγκιάς είναι ο κατ' εξοχήν μυθιστοριογράφος του μετα-πολέμου. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά και έγραψε αποκλειστικά μυθιστόρημα - το μυθιστόρημά της. Δεν τον απασχολεί η ιστορία αλλά η μετα-ιστορία, το αποτύπωμα της πρώτης στην ψυχή και στα πράγματα, η άδοξη καθημερινότητα…Η πεζογραφία του Φραγκιά βρέθηκε μέσα στην κοίτη του κοινωνικού ρεαλισμού, χωρίς να παρασυρθεί στην κανονιστική εκτροπή του, τον "σοσιαλιστικό ρεαλισμό". Αντίθετα, προχώρησε από τη διακριτική ανανέωση προς την ανατροπή των συμβατικών ορίων του ρεαλισμού, φέρνοντας το κοινωνικό μυθιστόρημα σε μια προσεκτική και αντιδογματική νεοτερικότητα…
Δημήτρης Ραυτόπουλος Κριτικός λογοτεχνίας
Όσοι γράφουν απολογιστικά για έναν συγγραφέα που, κατά τα φαινόμενα έστω, έχει δώσει το σημαντικότερο μέρος του έργου του, προκειμένου να επισημάνουν τι "εκόμισε στην τέχνη" - για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μια φορά την κοινόχρηστη αυτή έκφραση-, ανατρέχουν συνήθως στα κορυφαία έργα του ή, τουλάχιστον, σ' αυτά που ως τώρα θεωρούνται κορυφαία.Έτσι, αν θα ήθελε κανείς να ιδεί την προσφορά του Αντρέα Φραγκιά απ' αυτή την οπτική, θα έπρεπε να επιλέξει το μυθιστόρημα Ο λοιμός, που επαινέθηκε όχι μόνο για τις αρετές του καθαυτές ("έργο βαρυσήμαντο" και "αριστουργηματικό" το χαρακτηρίζει ο Αλέξανδρος Κοτζιάς), αλλά και επειδή συστοιχιζόταν με τα έργα κορυφαίων της ευρωπαϊκής προωτοπορίας στην πεζογραφία: λ.χ., το Αποικία των τιμωρημένων του Φρανς Κάφκα ή το μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, του Σολζενίτσιν. Ακόμα πιο ριζοσπαστικό στη σύνθεσή του παρουσιάζεται το δίτομο μυθιστόρημά του Το πλήθος, τελευταίο, έργο του…
Χριστόφορος Μηλιώνης Συγγραφέας
Άνθρωποι και σπίτια. Αθήνα, Κέδρος,
Όταν με ρωτάνε ποιοι συγγραφείς με έχουν επηρεάσει στο γράψιμό μου, απαντώ: Ο Τσέχωφ και ο Αντρέας Φραγκιάς. Όσο και να είχα διαβάσει Τσέχωφ από μεταφράσεις δεν τον γνώρισα βαθιά, παρά μόνο όταν έζησα στην πρώην Σοβιετική Ένωση και έμαθα ρωσικά.Το 1957 φύγαμε από την Τασκένδη και εγκατασταθήκαμε στην Μόσχα - τότε άρχισε η επαφή μας με τη καινούργια ελληνική λογοτεχνία που στην Τασκένδη την είχαμε στερηθεί εντελώς. Γύρω στο 1960, μου έστειλε η Νανά Καλλιανέση (Εκδότρια τότε του "Κέδρος") ένα βιβλίο, άγνωστου για μένα συγγραφέα, το Άνθρωποι και Σπίτια του Αντρέα Φραγκιά. Το διάβασα μονορούφι και δεν ήτανε μόνο γιατί διψούσα για ελληνικά βιβλία. Ένιωσα να μ' αγγίζει βαθιά και βρήκα ότι αυτός ο συγγραφέας είχε κάτι κοινό με τον Τσέχωφ. Μέσα από ασήμαντες λεπτομέρειες έβγαιναν χαρακτήρες, καταστάσεις, εποχές…
Άλκη Ζέη Συγγραφέας
…Άνθρωποι και σπίτια: ταιριάζει η ατμόσφαιρα ενός γλυκού και μελαγχολικού συνοικιακού απογεύματος όπως ήταν οι αθηναϊκές συνοικίες γύρω στο '45, αμέσως μετά την Απελευθέρωση. Μια γειτονιά εργατική με χαμηλά σπίτια στην οποία μπορεί μεν το εργοστάσιο να είναι κλειστό και οι άνθρωποι να βρίσκονται χωρίς εργασία, αλλά που τα χρώματα είναι ακόμα γαλάζια, ρόδινα και όπου η σκόνη σηκώνεται δοξαστικά. Οι άνθρωποι εκεί κοιτάζουν έναν φίλο τρυφερά, μια κοπέλα λατρευτικά. Κι ας διαψεύστηκαν σε όσα τους υποσχέθηκαν όταν θα τέλειωνε ο πόλεμος, εκείνοι έχουν για στήριγμα την πίστη τους σε μια ιδεολογία και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή…
Μένης ΚουμανταρέαςΣυγγραφέας
…Άνθρωποι και σπίτια, 1955.
Ο ρεαλισμός είναι ήδη ελλειπτικός αν όχι ελλειμματικός, αφού παραλείπονται είτε απλώς υπονοούνται στοιχεία της κοινωνικής πραγματικότητας καθοριστικά για τον πολυπρόσωπο αυτό κόσμο (λ.χ. η πολιτική πράξη και η πολιτική αιτιότητα των προβλημάτων). Το ουσιαστικότερο όμως είναι ότι η ζοφερή πραγματικότητα της λαϊκής συνοικίας μετριάζεται από εσωτερικό φως, ένα γνέψιμο νέο-ρεαλιστικής μεταφοράς -λυρική αύρα, γενναιοδωρία συναισθηματική, μύθος της λαϊκότητας…
Δημήτρης ΡαυτόπουλοςΚριτικός λογοτεχνίας
Δημήτρης ΡαυτόπουλοςΚριτικός λογοτεχνίας
…Ιδιαίτερης μνείας είναι, το γεγονός ότι οι ήρωες του μυθιστορήματος, ξυπνώντας από τον λήθαργο της Κατοχής, μπροστά στη νέα μεταπολεμική πραγματικότητα, μοιάζει να έχουν απολέσει ένα μεγάλο μέρος από τις ενστικτώδεις, τις πρωτογενείς εκείνες ιδιότητες του φύλου τους - αλλά και της τάξης τους-, τις καθοριστικές της συμπεριφοράς τους στο οικογενειακό αλλά και στο κάπως ευρύτερο κοινωνικό τους περιβάλλον. Αυτό ισχύει κυρίως για τους άντρες, αρκετοί από τους οποίους έχουν παραχωρήσει μερικά από τα "κυριαρχικά" τους δικαιώματα στις γυναίκες (στη σύζυγο, στην αδερφή, στην αγαπημένη κ.λ.π.) δεν διεκδικούν, δεν ανταγωνίζονται. είναι ανασφαλείς και επιζητούν - σιωπηλά τις περισσότερες φορές, σαν να έχουν ξεχάσει τους αλλοτινούς τους τρόπους για προσέγγιση, σαν να μην ξέρουν πια πώς να εκφράσουν τα αισθήματά τους, σαν να πρέπει να ανακαλύψουν την ιδιότητα του ανθρώπου εξ αρχής - την επιβεβαίωση…
Κώστας ΠαπαγεωργίουΣυγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Η καγκελόπορτα. Αθήνα, Κέδρος,
… Στην Καγκελόπορτα οι άνθρωποι κάθονται σε μια αυλή σε καρέκλες καφενείου σ' ένα σκιερό μέρος να μην τους τυφλώνει ο ήλιος. Είναι η τυπική αθηναϊκή αυλή που διέσωσαν στις μέρες μας οι μαυρόασπρες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Με φόντο μια καγκελόπορτα για να τους προστατεύει αλλά και για να τους μαντρώνει. Οι περιστάσεις το έφεραν οι άνθρωποι εκεί να γίνουν αυτοσχέδιοι έμποροι που καταβροχθίζουν χαλασμένες κονσέρβες για ν' αποδείξουν στον υποψήφιο αγοραστή τη φρεσκάδα τους, βιοτέχνες εκ του προχείρου που στήνουν μια επιχείρηση με αργαλειούς, οξυγονοκολλητές που η λάμψη τους φωτίζει αισθησιακά τα κορίτσια της γειτονιάς που όμως η καρδιά εκείνων σκιρτά στο άκουσμα της εξάτμισης μιας μοτοσυκλέτας. Κι ακόμα συναντάμε τον συνταξιούχο δικαστικό που ο γιος του ο Άγγελος κρύβεται για τους γνωστούς πολιτικούς λόγους μέσα στην αυλή χωρίς ο πατέρας να το ξέρει. Και ενώ ο γιος σκάβει μια σήραγγα για ν' αποδράσει ενώ θα μπορούσε ν' ανοίξει μια πόρτα και να το σκάσει, ο πατέρας πηγαινοέρχεται σαν κολασμένος προσπαθώντας να μαζέψει στοιχεία που θα αποδεικνύουν την αθωότητά του. Εγχειρήματα και τα δύο εξίσου απελπισμένα και δονκιχωτικά. Το μυστικό ξέρει μόνο ο Στάθης ο τυπογράφος που επιστρέψει από την εφημερίδα αχάραγα…
Μένης ΚουμανταρέαςΣυγγραφέας
…Βασικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος είναι η αντίληψη της τριπλής ενότητας: του χώρου, του χρόνου και της δράσης. Επίσης, η αντικειμενική παράσταση του κλίματος και των καταστάσεων που βιώνουν τα πρόσωπα της ιστορίας. Ο μυθιστοριογράφος εργάστηκε στη βάση ενός μελετημένου σχεδίου στην επίπονη προσπάθειά του να δώσει το κλίμα της ψυχροπολεμικής μετεμφυλιακής εποχής και τη διάχυτη απειλή μιας παγκόσμιας πυρηνικής καταστροφής.Παράλληλα, στήνει μια τεράστια φανταστική φυλακή στην οποία όλοι, καταζητούμενοι και συμβατικά ελεύθεροι, είναι δεσμώτες που αγωνίζονται να επιβιώσουν. Σ' αυτό το κλίμα της γενικής ασφυξίας, τα φρονήματα των ανθρώπων μεταλλάσσονται από το φόβο ή την ανάγκη. Έτσι γίνονται όργανα του συστήματος, για να απαλλαγούν από το φαύλο κύκλο στον οποίο είναι μπλεγμένοι…
Γ.Δ. Παγανός Κριτικός λογοτεχνίας
…Η Καγκελόπορτα, 1962.
Το κοινωνικό παραχωρεί έδαφος στο ψυχολογικό είδος. Εδώ έχουμε τη μοναδική στο μεταπολεμικό μυθιστόρημα κοινωνιοψυχογραφία της ήττας σ' ένα μικρόκοσμο αντιπροσωπευτικά λαϊκό, με ζούμ στην ατομική ψυχολογία του φόβου και του πανικού του αδιεξόδου.Γενικά η επιστροφή στη ειρήνη παρουσιάζει μια όψη τραγική, με πιθανή αναφορά στο πρόσωπο της μεταπολεμικής τραγωδίας - της Ορέστειας - αποκλειστικά όμως στην μοίρα στρατιωτών, ανώνυμων Αχαιών χωρίς Ατρείδες και ήρωες επικεφαλής. Αντίστοιχη είναι και η πεζότητα, η κοινοτοπία του μύθου και της μορφής…
Δημήτρης Ραυτόπουλος Κριτικός λογοτεχνίας
Λοιμός. Αθήνα, Κέδρος,
…Ο Λοιμός. Μύγες, πολλές μύγες, άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι, μπουλούκια ολόκληρα που αγωνίζονται να πιάσουν όσες γίνεται περισσότερες. Τους το έχουν επιβάλει οι στυγνοί άρχοντες που διαφεντεύουν το άνυδρο και φαλακρό τοπίο με τον αέρα που σφυρίζει αδιάκοπα και τα κοφτερά βράχια ξεσηκωμένα από ζωγραφική του Φώτη Κόντογλου. Άνθρωποι που η ζωή τους μετριέται με πόσες πέτρες κουβαλούν, πόσες μύγες χουφτιάζουν και πόσα σκατά καθαρίζουν. Μια "Αποικία των τιμωρημένων" σε ελληνική εκδοχή. Το περιβάλλον δεν κατανομάζεται έστω αορίστως ή σποραδικά. Όπως οι άνθρωποι δεν έχουν ονόματα αλλά χαρακτηρισμούς: ο επόπτης, ο πρωτομάστορας, ο περιδεής, ο κίτρινος σκούφος, ο καταστροφέας, ο ομιλιογράφος, ο κυνηγός.Είναι πασίδηλο περί τίνος πρόκειται και που βρίσκεται αυτό το νησί. Με το υπόγειο χιούμορ που τον διακρίνει, άκουσα κάποτε τον Φραγκιά να το αποκαλεί Λόνγκ Αίλαντ. Μια ξυλογραφία δουλεμένη με απότομα κοντράστα είναι ο Λοιμός. Από τη μια φωτισμένος με το ανακριτικό φως του ανελέητου ήλιου, από την άλλη έτοιμος να βυθιστεί στο σκοτάδι. "Ένα σκοτάδι γεμάτο βουλιμία, έλξη και απροσδιόριστο παγωμένο βάθος". Η θάλασσα γύρω αντί να απαλαίνει τα πράγματα τα κάνει πιο ακραία ακόμα και απομονωμένα. Πως θα επιζήσουν οι άνθρωποι που έτυχε να γεννηθούν σ' αυτή την δύσκολη εποχή και πως θα προδώσουν όσο γίνεται λιγότερο τις ιδέες του χάρις στις οποίες βρέθηκαν εκεί και βασανίζονται; Ένα βασικό θέμα στον Φραγκιά. "Η αλήθεια όμως είναι ότι οι εκπληκτικοί εκείνοι άνθρωποι έζησαν - μ' αυτή τη φράση, σαν επιτύμβιο, τελειώνει ο Λοιμός…
Μένης Κουμανταρέας Συγγραφέας
…Λοιμός, 1972.
Στους αντίποδες του νέο-ρεαλισμού θα δει κανείς νέο-νατουραλισμό σ' αυτό το σκληρό αφήγημα. Σωστό ποίημα υπανθρωπισμού/ απανθρωπισμού, περιέχει όντως έναν υπαινιγμό αταβισμού της αγριότητας, προτεραιότητας του άρρωστου και του σκοτεινού, καθώς οδηγεί, - χωρίς την παραμικρή διαφυγή- στο κέντρο της νύχτας του ολοκληρωτισμού: ένα πρωτότυπο στρατόπεδο συγκεντρώσεως - εργαστήρι σχεδόν όπου, με τον σωματικό και ηθικό βασανισμό, ο άνθρωπος σμικρύνεται σε μια μόνη διάσταση, τη βιολογική…
Δημήτρης Ραυτόπουλος Κριτικός λογοτεχνίας
Το πλήθος. Αθήνα, Κέδρος,
…στο Πλήθος έχουμε να κάνουμε με μια τοιχογραφία ή γιγαντοαφίσα. Περνάμε διαδοχικά μέσα από απατηλούς και παραπλανητικούς φωτισμούς όπου η αρχή μιας ιστορίας συμπλέκεται ταυτόχρονα με το τέλος της. Αντί για μια γειτονιά, μια αυλή, ένα ξερονήσι, εδώ το σκηνικό είναι μια πόλη τρομακτική στην ανωνυμία της και εκκωφαντική στους θορύβους της.Ώρες ώρες νομίζεις ότι πρόκειται για ένα πανό που θα ξεδιπλωθεί κι άλλο αφήνοντας να φανεί κάτι που μέχρι στιγμής κρυβόταν, μα εκείνο ξανατυλίγεται σαν κάποιας μυστηριώδης εντολή να δόθηκε από κάποιον αόρατο εγκέφαλο που ελέγχει τα πάντα. Μια οφθαλμαπάτη είναι το Πλήθος. Θέλει κόπο και συγκέντρωση για να πιάσεις τις αποχρώσεις αλλά και το εύρος, έναν αργό βηματισμό που πάει κόντρα στην ταχύτητα της εποχής…
Μένης Κουμανταρέας Συγγραφέας
Ο συγγραφέας συνειδητά αφήνει τους αναγνώστες του να γεφυρώσουν το χάσμα με τη λογική, να αντιληφθούν ότι τα όσα συμβαίνουν στον εφιαλτικό μυθιστορηματικό κόσμο του δεν διαδραματίζονται σε μια ουτοπία αλλά στον πλανήτη μας. Στο Πλήθος κάνει οξύτατη κριτική του σύγχρονου πολιτισμού, δίνοντας όχι μια οροθετημένη τοπικά και χρονικά, άρα μερική εικόνα, αλλά ένα πλήθος λεπτομερειών που μπορούν συνδυαστικά να μας δώσουν την τρομακτική όψη του μαζί με μια δυσοίωνη πρόβλεψη για τη μελλοντική πορεία του. Είναι τέτοια η ένταση και η πίεση της πραγματικότητας, που σχεδόν επιβάλλει αυτόν τον συναισθηματικά αποστασιοποιημένο τρόπο αφήγησης, για να μην κάψει εμάς τους απλούς αναγνώστες η συνειδητοποίηση ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε ανάμεσα στους ήρωες του Πλήθους, αλλά και για να μας προβληματίσει στον μέγιστο βαθμό.
Έρη Σταυροπούλου Καθηγήτρια Παν/μίου Αθηνών
…Φυσικά, θα μπορούσαμε να κάνουμε και μια συζήτηση για τις πηγές του Πλήθους: κάποιοι θα πρότειναν (οπωσδήποτε τον Κάφκα και τον Όργουελ, άλλοι (διστακτικότερα) τον Ζαμυάτιν, τον Ουίλλιαμ Γκόλντινγκ και τον Άντονυ Μπέρτζες και άλλοι (τολμηρότερα) ένα ευρύτερο πεδίο: το πεδίο όχι πλέον της αλληγορίας, της μελλοντολογικής φόρμουλας και της λογοτεχνίας του φανταστικού, αλλά της αμιγούς (με τις δέουσες, εννοείται, αφαιρέσεις) επιστημονικής φαντασίας: Ντικ, Σπίνραντ, Χαινλάιν…
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Κριτικός λογοτεχνίας
…Το Πλήθος, 1-1985, 2-1986.
Περνάμε σε μια νέα χρήση του ρεαλισμού, που μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε μετα-ρεαλισμό της εικονικής πραγματικότητας. Η συμβολική και εξπρεσιονιστική προέκταση του λοιμού εδώ γίνεται έδαφος: ακραία κατάσταση, κοινωνιο-είδωλο, αίσθηση τέλους του ανθρωπισμού, αγωνία και καταγγελτική υπερβολή. Ο εφιάλτης είναι τώρα μόνιμος, νόρμα, καθημερινότητα και "μπαναλιτέ" αστική. Τα πλήθη βομβαρδίζονται από καταιγισμό πληροφοριών και σημάτων αντιφατικών απαγορεύσεων, περίεργων κανόνων, σαλαγίζονται στην κατανάλωση, στη συνθετική ψυχαγωγία και το όνειρο, ή εμπλέκονται σε παράλογες ίντριγκες, ανακρίσεις, παγίδες. Γενικά η μοντέρνα πραγματικότητα εκτοπίζεται από τη μετα-μοντέρνα εικόνα της…
Δημήτρης Ραυτόπουλος Κριτικός λογοτεχνίας
…Υπάρχει, και κάτι ακόμα, που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο: το έργο του Φραγκιά είναι εξόφθαλμα κινηματογραφικό. Διαθέτει μια ολοφάνερη συγγένεια με την αντιπροσωπευτικότερη ίσως μορφή τέχνης του απερχόμενου αιώνα, από την οποία οι νεότεροι έχουν καταλυτικά επηρεαστεί. Είναι τυχαίο, άραγε, ότι τα μισά από τα βιβλία του έχουν ήδη διασκευαστεί για τον κινηματογράφο; Και η μεν Καγκελόπορτα, δίκαια ή άδικα, δεν έκανε και τόσο λαμπρή καριέρα στη μεγάλη οθόνη. ο Λοιμός, όμως, υπό τον τίτλο Happy Day, μας έδωσε την πιο φορμαλιστική μέχρι σήμερα και υποδειγματικά στιλίστικη ταινία του Παντελή Βούλγαρη, με τη μοναδική στο είδος της μουσική του Διονύση Σαββόπουλου…
Βαγγέλης ΡαπτόπουλοςΣυγγραφέας
… Εκείνο τον καιρό σπούδαζα στο κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας, στο τμήμα σεναριογραφίας. Ένα από τα κυριότερα μαθήματα ήτανε να μετατρέπουμε ένα μυθιστόρημα σε σενάριο. Πήρα αμέσως το Άνθρωποι και Σπίτια. Τι κρίμα που στις τόσες μετακομίσεις μας χάθηκε αυτό το σενάριο, που μάλιστα είχε βαθμολογηθεί με άριστα. Δηλαδή είχε βαθμολογηθεί ο Φραγκιάς, γιατί δεν χρειάστηκε να εφεύρω δικές μου εικόνες, δεν είχα παρά να πάρω ατόφιες τις δικές του και να φτιάξω τα πλάνα…
Άλκη ΖέηΣυγγραφέας
Ως τη γέφυρα
Απόσπασμα από ανέκδοτο μυθιστόρημα
Κάπως έτσι συνεχίστηκε η πρώτη ιστορία. Είναι πάντα δύσκολο να ξεχωρίσεις μια αρχή, το ίδιο και μια συνέχεια, γιατί υπάρχει πάντα κάτι προηγούμενο. Μια, λοιπόν, από τις συνέχειες ίσως να ήταν και κείνο το απόγεμα, όταν συναντηθήκαμε πολλοί και μας έπιασε η βροχή στον κάμπο. Μείναμε ακίνητοι κι ευχαριστημένοι. Μερικοί ξέσπασαν σε δυνατό γέλιο κι άλλοι στάθηκαν ολόισιοι και στητοί να δεχτούν περισσότερο νερό, σα να ήθελαν να χαιρετίσουν όπως ταίριαζε αυτή την αναπάντεχη αγαλλίαση. Σα να γινόταν κάτι που το περίμεναν πάντα.Μα δε βρεθήκαμε ποτέ στον κάμπο, ούτε μας έπιασε βροχή.Κι όμως έτσι έγινε, ίσως να μη θυμάσαι καλά, ίσως και να φρόντισες να το ξεχάσεις, ή, ακόμα, να νομίζεις ότι έπρεπε να μη μιλάμε πια γι' αυτό. Μόλις λοιπόν έπιασαν οι πρώτες χοντρές σταγόνες, ακούστηκαν πολλά σμιχτά γέλια και πιαστήκαμε μονομιάς από τα μπράτσα, σα να θέλαμε να βραχούμε όλοι μαζί. Ήταν τότε κάτι σαν εκδρομή ή σαν περίπατος, ίσως, όμως, να είχε ξεκινήσει κι ο καθένας μόνος του και να σμίξαμε τυχαία αργότερα. Δεν έχει πια σημασία πως έγινε η συνάντηση, κανείς δεν το θυμάται. Το βέβαιο είναι ότι καθώς έπεφτε το νερό, ο κάμπος άχνιζε από μια χωμάτινη αναπνοή κι όλα έγιναν μακρινά, ελαφρά και γαλάζια. Τη στιγμή εκείνη αρχίσαμε να προχωρούμε. Τι ωραία που ήταν!Αργότερα, μερικά κορίτσια έδειξαν, χωρίς να μιλήσουν, ότι θα έπρεπε να γυρίσουμε, αλλά τ' αγόρια μάγκωσαν τα χέρια τους και τις κοίταξαν τόσο άγρια που δεν ξαναμίλησαν. Προσπάθησαν μάλιστα να δείξουν ότι η βροχή ήταν κάτι που το αναζητούσαν και τις ευχαριστούσε. Βάδιζαν χαρούμενες και πολλές σήκωναν το κεφάλι ώστε το νερό να χτυπήσει με περισσότερη δύναμη στο πρόσωπό τους. Να βρέξει, να βρέχει αδιάκοπα, τώρα που είμαστε όλοι μαζεμένοι. Κι όμως, όπως παρατήρησαν, ποτέ άλλοτε τ' αγόρια δεν κρατούσαν τόσο σφιχτά τις κοπέλες κι αυτές έβλεπαν για πρώτη φορά τόση λάμψη στα μάτια τους. Τον τελευταίο καιρό σμίγουμε τόσο αραιά, όταν τυχαίνει καμιά φορά στο δρόμο. Πόσο καιρό είχε να βρέξει; Η σκόνη τα έκανε όλα παλιά και γκρίζα, κυκλοφορούσε με τους καλοκαιριάτικους ανέμους, εισχωρούσε από τις χαραμάδες κι ό,τι έπιανες έτριζε. Ακόμα και τα χείλια των κοριτσιών είχαν στεγνώσει κι αν τις καλοκοιτούσες θα έβλεπες στα μάτια τους τη ζαλάδα ενός ανεμοστρόβιλου. "Να περπατάμε ως το βράδυ, ως την άκρη του κάμπου!". Είχαν ξεχάσει τη βροχή κι ότι τα ρούχα τους κολλούσαν στο κορμί τους, ότι από τα μαλλιά τους έτρεχε νερό, Σα να βάδιζαν ολόγυμνες. Σα να τις βλέπουνε για πρώτη φορά έτσι απλά, τυλιγμένες μόνο μ' ένα βρεμένο πανί, σα να'ταν γυμνά πλάσματα του κάμπου μας. Όταν τρέχει νερό στα πρόσωπα των κοριτσιών, τα μάτια τους γίνονται πολύ όμορφα. "Θα περπατάμε ώρες!" Δεν είναι όμως βέβαιο αν έπεσε έστω και μια σταγόνα, αν βρεθήκαμε ποτέ μαζί με τα κορίτσια στον κάμπο. Όλοι είχαν περπατήσει κάποτε εκεί, ο καθένας μόνος του ή με κάποια παρέα, αλλά χωρίς βροχή και γέλια.Η βροχή δυνάμωσε, βρέχει παντού, η πολιτεία χάθηκε πίσω τους. Την έσβησε το θολό θυμωμένο σύννεφο. Κανένας δε γύρισε να τη δει. Αν γινόταν να διαλυθεί μέσα στο νερό και τον άνεμο… Όσα είχανε να πούνε, τα τραγουδούσε τώρα η βροχή. Οι κάμποι, όπως οι δρόμοι και οι πλατείες, ακόμα και τα δωμάτια, είναι πάντα ίδια. αν αποκτούν κάποτε νόημα, αυτό εξαρτάται από χίλια δυο και πιο πολύ από το πώς βρίσκεσαι εκεί κάθε φορά, μαζί με ποιον τα διαβαίνεις. Μα τι είχαν να πουν; Ποια ήταν τα λόγια που χάθηκαν στη σκόνη; Τα μάτια σου πλύθηκαν από κείνη τη στάχτη καθώς προχωράς μέσα σ' αυτό το υδάτινο δάσος. Πόσο καιρό είχαμε να φτάσουμε ως εδώ; Όσα είχανε να τραγουδήσουν, τα μούλιασε τώρα η βροχή με τον πάταγο της φλυαρίας της.Τ' αγόρια σταμάτησαν ξαφνικά, κοίταξαν ερευνητικά γύρω τους σα να θέλανε να μετρηθούν, πρόσεξαν τα κορίτσια, τους φίλους τους, σα ν' αναζητούσαν κάποιον. Γιατί σταθήκαμε; Ποιος λείπει; Πιάστηκαν και πάλι από τα μπράτσα και συνέχισαν. Αλλά αυτή τη φορά χρειάστηκε ίσως κάποια προσπάθεια, κάποιο ζόρι για να ξεκινήσουν. Είμαστε όλοι; - Ναι, δεν λείπει κανείς.Κι είναι σα να προχωράς σ' ένα δάσος, χαμένος από τον ορίζοντα με πληγιασμένα τα πόδια από τους αγκαθερούς θάμνους. Πάλι αυτό το δάσος. Μα που το ξέρεις; Εδώ, όπως και στους δρόμους της πολιτείας δεν υπάρχουν δύο δέντρα κοντά, κι όμως εσύ επιμένεις να λες ότι χάθηκες σε δάσος. Αλλά και η έρημος μπορεί να είναι ένα δάσος, το ίδιο και η φουρτουνιασμένη θάλασσα. Αυτά όμως δεν έχουν τώρα σημασία, έζησες σ' ένα πυκνό δάσος από τοίχους και δρόμους, από άδεια προαύλια, γραφεία και πέτρινες πλαγιές. Ναι, υπάρχουν τόσα πολλά δάση και τόσο λίγα δέντρα. Ο καθένας κρατάει τα δάση του, όπως και τις ερημιές του. Περίμενες, όλο περίμενες, κι αυτή η ατέλειωτη προσμονή έγινε ένα δάσος που σου πήρε την αναπνοή και σου έκλεισε το στόμα. Και μια πόρτα μπορεί να είναι ένα δάσος μόλις βάλεις το κλειδί, δάσος από στενούς τοίχους, από δρόμους, από λόγια, μικρά ή μεγάλα, αιχμηρά ή πλατύφυλλα που σε σκεπάζουν. Τώρα σε τούτο το δάσος της βροχής ακούς φωνές και γέλια. Βλέπεις δύο ζωηρά μάτια και νιώθεις μια ανάσα που ανεβοκατεβαίνει αδιάκοπα δίπλα στο μάγουλό σου. Που την ξέρεις; Πότε έγινε αυτό στ' αλήθεια; Κι ανάμεσα στις ριπές του νερού προσπαθείς να ταιριάσεις ένα πρόσωπο που λες ότι βρίσκεται κάπου εδώ, πίσω από τούτον τον κορμό, πάνω από τη σκέπη του σύννεφου, μέσα στο καυτό τρύπημα της σταγόνας. - Το κορμί σου έγινε σαν άγαλμα… - Εμένα;- Ναι, εσένα - Δηλαδή, είναι τώρα σα… - Πες μου, πές μου, σαν τι είναι; - Είναι σαν… Δεν ακούστηκαν ούτε μια φορά φωνές και γέλια αυτό είναι βέβαιο, παράκουσες, νόμισες ότι τα ταίριασε η βροχή…
…Απόσπασμα από ανέκδοτο μυθιστόρημα γραμμένο μετά την Απελευθέρωση. Δημοσιεύτηκε στη "Μικρή ανθολογία κειμένων για τη νεοελληνική λογοτεχνία" της μαθητικής περιοδικής έκδοσης Συμβολή (Ιούλ. - Νοέμ. 77).
(πηγή ΕΚΕΒΙ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου