Αναγνώστες

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

Άνθρωποι και σπίτια, Λοιμός (αποσπάσματα)


[Ο ΑΡΓΥΡΗΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ του Γεωργία είναι δυο από τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος η υπόθεσή του τοποθετείται στα δύσκολα χρόνια που πέρασε η Ελλάδα μετά τον τελευταίο πόλεμο. Υστερα από τους αγώνες και τις στερήσεις της Κατοχής, όλοι περίμεναν ένα καλύτερο μέλλον. Οι προσδοκίες τους όμως δεν επαληθεύτηκαν, γιατί στην Ελλάδα ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος. Ολες αυτές τις δυσκολίες που περνούσε η χώρα μας κι έχουν ως συνέπεια την ανεργία, θέλει να δώσει και το μυθιστόρημα. Ο Αργύρης όπως κι άλλοι πολλοί φίλοι του, είναι άνεργος. Μάταια ψάχνει να βρει δουλειά. Αυτό έχει επιπτώσεις στην ψυχική του κατάσταση και στη σχέση του με τη γυναίκα του.
Με την αναδρομή στο παρελθόν της ζωής του Αργύρη και της Γεωργίας, περνάει συγχρόνως όλη η δυστυχία και η μιζέρια μιας συνηθισμένης εργατικής οικογένειας από την εποχή της Μικρασιατικής Καταστροφής ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο . Ο συγγραφέας παρεμβάλλει πολλές φορές τις σκέψεις τους σε δεύτερο, συνήθως, ή σπανιότερα, σε τρίτο πρόσωπο (λ.χ. "Τούτα τα κουτιά ήτανε σαν κάποια δύναμη κάτ΄ απ΄ το κρεβάτι σου. Τώρα είσαι πια ολότελα άνεργος" ή "Τι θα πει, όταν τα δει και ρωτήσει η Γεωργία;".]

-Χάνω κι αυτή τη δουλειά...
-Ακουσε Θανάση. Τα εργαλεία λογαριάζω να τα πουλήσω...
-Να πουλήσεις τα εργαλεία! Αυτά δίνουνε ψωμί...
-Σε μένα όχι. Τα ΄χω άχρηστα τόσον καιρό.
-Γι΄αυτό να μου τα δώσεις εμένα, για δυο τρεις βδομάδες...
Σταθήκανε κοντά στην πόρτα περιμένοντας. Ο Αργύρης ντρέπεται να τον δει κατάματα. Μήπως δεν είναι αλήθεια πως με τη Γεωργία σχεδιάζουνε να τα πουλήσουνε;
-Τι θα γίνει Αργύρη;
-Πάρ΄τα. Πάρε ό,τι θες. Τα πουλάω αργότερα.
Κι έσυρε τα κασόνια απ΄το κρεβάτι.
- Διάλεξε ό,τι σου κάνει.
Ο Θανάσης τ΄αράδιασε όλα χάμω. Ξεχώρισε τις μανέλες, τους βιδολόγους, τα σιδεροπρίονα, τις τανάλιες για τους σωλήνες, κοπίδια, το ψαλίδι της λαμαρίνας . Μάζεψε τα δυο κασόνια απ΄τα τρία κι άδειασε όσα δεν του χρειάζονταν στο άδειο. Περισσέψανε αρκετά σκόρπια χάμω και θέλησε να τα μαζέψει.
-Αστα, του ΄πε ο Αργύρης, σα να ΄χανε τελειώσει όλα.
Οταν ο Θανάσης φορτώθηκε τα κασόνια, ο Αργύρης νόμισε πως δεν έχει πια αίμα στο κορμί του. Τούτα τα κουτιά ήτανε σαν κάποια δύναμη κάτ απ΄το κρεβάτι σου. Τώρα είσαι πια ολότελα άνεργος. Επεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι κι ήθελε να λιώσει τα μούτρα του στα σανίδια του. Αφού βρήκε δουλειά ο Θανάσης πάει να πει πως δεν είναι και τόσο δύσκολα. Γατζώθηκε απ΄τα κάγκελα του κρεβατιού και τανύθηκε σα να ΄θελε να ξεκλειδωθεί απ΄τους αρμούς, να μοιραστεί σε κομμάτια. Τα κάγκελα λυγίσανε κι όταν τα ΄δε τρόμαξε. Τι θα πει, όταν τα δει και ρωτήσει η Γεωργία. Σηκώθηκε να τα ισιώσει, μα δεν τα κατάφερε να γίνουν όπως πρώτα. Δεν είχε τώρα τόση δύναμη.
Μάζεψε τη γόπα που ΄πεσε απ΄το στόμα του Θανάση. Θάθισε απ΄τη μεριά του παράθυρου να φουμάρει και να συλλογιστεί. Βήματα στο παράθυρο. Κοκάλωσε.Ο Γεωργιάδης . Χτύπησε τις γρίλιες. Σφίγγει τα σαγόνια του που τρέμουνε. Δε σάλεψε. Αυτός είναι, χτύπησε το τζάμι της πόρτας. Κοίταξε να δει, ν΄ακούσει και να καταλάβει.
-Αργύρη, είμαι ο τσαγκάρης.
Ο Αργύρης έσμιξε τους αγκώνες στα πλευρά και τα γόνατα μεταξύ τους. Το τσιγάρο καίει στο στόμα του. Η φωνή ήρθε πιο κοντά στο παράθυρο, μέσα στο μυαλό του. Κόλλησε το στόμα του στις γρίλιες.
-Νόμιζα πως ήσουνα τίμιος άνθρωπος, Αργύρη...
Εφυγε. Χάθηκε ξανά στο σκοτάδι της κάμαρης. Αν πουλούσε τουλάχιστον τα εργαλεία, θα τα ξόφλαγε και δε θα του έλεγε αυτό. Απόψε δεν είσαι τίμιος άνθρωπος, όπως νομίζει ο τσαγκάρης, και δεν έχει εργαλεία. Δηλαδή δεν έχει τίποτα.
Κι απόμεινε μόνο η Γεωργία. Τώρα όμως λείπει. Κι αυτό κάνει τον Αργύρη πιο μόνο. Αρχισε να ξυλιάχει, όχι μόνο απ΄την ακινησία. Το πρωΐ έλεγε στη Γεωργία πως όλα τα πράματα είναι ξεβιδωμένα. Χάσαμε το ρέγουλο τους... Αυτή όμως σα να μην τον πρόσεξε κι ο Αργύρης δεν μπόρεσε να συνεχίσει το συλλογισμό του. Θα ΄θελε να της πει ακόμα πως έχει μια φοβερή τύχη, γιατί δεν μπορεί να ξεχωρίσει πώς μπλέκεται η δική του αδυναμία με τη δυσκολία του καιρού. Ισως όμως η Γεωργία να βαριέται γι΄αυτό λείπει τώρα.
Απ΄τα βήματα κατάλαβε πως είναι αυτή. Μπήκε και ρώτησε αμέσως που βρίσκεται ο Αργύρης.
-Εδώ, τυλίχτηκα γιατί κρύωνα. γιατί δεν μπορείς να μιλήσεις;
-Ετρεχα να προλάβω το λεωφορείο στη στάση. Ητανε μέσα τούτη η διπλανή που μας χρωστάει τα ραφτικά. Ηρθε ως το τέρμα με το ταξί, κατέβηκε με δυο βαλίτσες και μπήκε στο λεωφορείο. Ετρεξα ως τη γέφυρα να την προλάβω να της πάρω τα λεφτά... Εσύ την είδες;
-Οχι, δεν την είδα.
Στο σκοτάδι λες πιο εύκολα ψέματα.
-Αν ήμουνα δω θα την σταμάταγα κι άμα δε με πλήρωνε θα της έσκιζα το φουστάνι, είπε η Γεωργία.
-Ακουσα κάτι χαιρετούρες στις πόρτες, την απέναντι που έλεγε "στο καλό". Αν ήταν αυτή που λες, τότε πρέπει να ΄χει περάσει από νωρίς.
-Ναι ήταν πιο πριν.
-Και γιατί είσαι λαχανιασμένη;
-Ετρεχα να ΄ρθω γρήγορα. Οταν γύρισα απ΄τη γέφυρα βρήκα τον Κοσμά και στάθηκα, γιατί ήθελε να μου μιλήσει.
-Και τι σου ΄λεγε; Μήπως βρήκε τίποτα; μήπως έμαθε;
-Οχι δε μου ΄πε τίποτα. Ούτε για δουλειές, ούτε για σένα.
-Τι σου ΄λεγε;
-Για τον έρωτά του.
-Για ποιαν;
-Για μια κοπέλα, απ΄το εργοστάσιο.
-Μόνο αυτό;
-Ναι τον παράτησα κι ήρθα τρέχοντας.
Ο Αργύρης δε ρώτησε άλλο...
Το χέρι σου Γεωργία είναι ιδρωμένο. Το βρήκε όπως έψαχνε την κουβέρτα. Μη το τραβάς. Κάτσε να ξεκουραστείς και να ησυχάσεις. Ρίξε κάτι απάνω σου να μην κρυώσεις.
-Βρήκα αγοραστή για τη μηχανή.
-Οχι Γεωργία, στο ζητώ έτσι, σε παρακαλώ. Μη ράψεις ποτέ. Η μηχανή όμως πρέπει να βρίσκεεται εκεί στη γωνιά σκεπασμένη με το σεντόνι. Που είχες πάει απόψε;
-Στου Λεωνίδα.
Ο Αργύρης τυλίχτηκε μες στις κουβέρτες σα να ΄θελε να πνιγεί. Κουλουριάστηκε και χτυπήθηκε. Ισως να κοπάνησε και τα μούτρα του στα κάγκελα του κρεβατιού.
-Και τι του είπες;
-Αν ξέρει για καμιά δουλειά.
-Για μένα;
-Για σένα και για μένα.
-Γιατί να το κάνεις αυτό Γεωργία;
-Μα είναι φίλος σου ο Λεωνίδας...
-Γι΄αυτό. Δεν είναι φίλος μου σαν τον Κοσμά. Δεν ήθελα ποτέ να μάθει πως είμαι χωρίς δουλειά και το χειρότερο να του ζητήσω... Τον ξέρω καλά το Λεωνίδα... Δε θέλω κανείς απ΄αυτούς, που ΄μαστε πρώτα μαζί να ξέρει πως είμαι τόσον καιρό άνεργος... Δεν ήθελα ποτέ να τους ζητήσω να βρούνε σε μένα δουλειά... Και τι σου είπε;
-Ψάχνει κι αυτός, κάνει, λέει, σκόρπια μεροκάματα, όπου βρει...
Ο Αργύρης ησύχασε. Μείνανε πολύ έτσι. Το σκοτάδι έπηξε κι η Γεωργία δε σάλεψε διόλου. Κι απόψε θα πλαγιάσουμε νηστικοί. Βρήκε το χέρι της Γεωργίας σφιγμένο στην κουβέρτα. Ετσι μπορούνε να μείνουμε όλη τη νύχτα. Εσφιξε το χέρι της και σα να χαιρετηθήκανε στα σκοτεινά. Πέρασε πολλή ώρα. Η Γεωργία:
-Δεν το ΄ξερα πως δεν ήθελες να πας. Γιατί δεν τα ΄λεγες, αφού είχαμε πει από μέρες να πάμε στο Λεωνίδα;
Πιο ύστερα:
-Κι ο Κοσμάς είναι φίλος σου;
-Ναι ο Κοσμάς είναι ο πιο καλός μου φίλος. Γιατί ρωτάς;
Πάλι ησυχία και σκοτάδι.
Ο Αργύρης θέλησε να τη ρωτήσει ποιο είναι κείνο το παιδί στη φωτογραφία που ΄χει το χαμόγελο και την καδένα στο πέτο του σακακιού. Πριν από χρόνια είχε κι ο Αργύρης ένα αλυσιδάκι στο πέτο του. Το ρολόι του πατέρα με τα χρυσά καπάκια το πούλησε η μητέρα, όταν ο Αργύρης γράφτηκε στην τελευταία τάξη του "Προμηθέα". Οταν πήρε το χαρτί η μάνα του ΄δωσε την καδένα κι αυτός την κρέμασε χωρίς ρολόι πια στην κουμπότρυπα. Τότε όμως καμάρωνε κι έβγαινε τσάρκα με τους φίλους του τις Κυριακές. Πιάνανε σε μια σειρά όλο το δρόμο απ΄τον ένα τοίχο ως τον άλλο κι η γειτονιά ήξερε πως όλοι αυτοί είναι οι καινούριοι μαστόροι. Οι περίπατοι δε βαστήξανε πολύ, γιατί ο καθένας πήγε στη δουλειά του κι ο Αργύρης στη μεγάλη φάμπρικα της γειτονιάς. Ο Αργύρης θυμήθηκε πως από μικρό παιδί είχε όλο λαδωμένα χέρια με μουτζούρες που βγάζανε τα σίδερα, γιατί ο πατέρας έφερνε ρόδες, βέργες, παλιά γρανάζια και βίδες απ΄το μηχανουργείο που δούλευε. Μια μέρα όμως ο πατέρας παράτησε τη φόρμα του στο καρφί και το βράδυ γύρισε στρατιώτης. Ο Αργύρης παραξενευότανε πώς θα κάνει ο πατέρας μ΄αυτό το φανταρίστικο ρούχο, που ΄ταν κουμπωμένο ως το λαιμό, μ΄έναν λύγιστο όρθιο γιακά σαν από λαμαρίνα, γιατί ποτέ δεν κούμπωνε το πουκάμισό του, ούτε έδενε τα πόδια του με μάλλινες λουρίδες, όπως όταν ήρθε με το πηλήκιο και το σπαθί. Σα να πήγαινε σε κάποια σπουδαία δουλειά που θα ΄δειχνε κει όλη τη μαστοριά του. Την άλλη μέρα τ΄απόγευμα πήγανε με τη μάνα του γ΄ένα μεγάλο δρόμο, από κει που θα περνούσε το σύνταγμα του πατέρα. Περάσανε πολλοί σε ατελείωτες σειρές, μα ήτανε όλοι ίδιοι και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιος ήταν ο δικός του. Οταν οι μουσικές κι οι σημαίες άρχισαν να μακραίνουν, η μάνα τον τράβηξε απ΄το χέρι, μα ο Αργύρης έσκυβε να δει στο τέλος του δρόμου το σύνταγμα που ΄φευγε. Ο πατέρας πήγε στη Μικρασία και δεν ξαναγύρισε. Αργότερα η μάνα του τον έστειλε στο μαγαζί του θείου που ΄χε μηχανές και μαστόρους να μάθει την τέχνη κι ο Αργύρης είδε από πολύ μικρός τα γυαλιστερά σίδερα , όχι σαν παιχνίδια, μα για δουλειά. Ο θείος τον είχε για θελήματα, να σκουπίζει τη μηχανή, να μαζεύει τα εργαλεία. Οταν δεν τον έβλεπε ο θείος , ο Αργύρης θαύμαζε πως ένα μικρό κοπίδι σκίζει το σίδερο σα να ΄ναι πατάτα. Ο τόρνος με τα μηχανήματα και τις λαβές ήταν ένα μυστήριο που θαρρούσε πως ποτέ δεν θα το ΄νιωθε. Και το λιωμένο σίδερο στα καλούπια; Αλλο μυστήριο. Αργότερα πήγε σ΄ενα νυχτερινό σχολείο κι η μάνα του ΄βαψε μια μπλε φόρμα που την έπλενε κάθε Σαββατόβραδο να στεγνώνει την Κυριακή.Για να ΄ναι καθαρός και καλός τεχνίτης. Ο θείος δεν τον άφηνε να φτιάξει τίποτα, ούτε να τρίψει με το σμυριδόπανο το γυαλιστερό μέρος της ρόδας, που ΄φαγε ο τόρνος. Μια μέρα χάθηκε ένα τρυπάνι κι ο θείος τον χαστούκισε, γιατί ο Αργύρης έπρεπε να μαζεύει τα εργαλεία. Πήγε με κλάματα και μουτζουρωμένα μούτρα στο σπίτι που ξενοδούλευε κεινη τη μέρα η μάνα του. Κλαψούρισε πως δεν ξαναπηγαίνει στου θείου κι ο κύριος του σπιτιού είπε πως ξέρει έναν καλό μάστορη και θα του μιλήσει για τον Αργύρη. Πήγε σε δυο μέρες κι ο καλός μηχανικός του ΄δωσε αμέσως ένα σιδεροπρίονο να κόψει ίσια, πάνω στη γραμμή της κιμωλίας, τη βέργα που ΄ταν σφιγμένη στη μέγκενη. Ο Αργύρης ίδρωσε ως το μεσημέρι και κατάλαβε πως το σίδερο δεν είναι σαν την πατάτα. Το βράδυ διηγήθηκε, όλο χαρά, το κατόρθωμα στη μάνα του κι αυτή του είπε να προσέχει τα χέρια του, γιατί έχει δει πολλούς μαστόρους με κομμένα δάχτυλα. Υστερα τελείωσε το νυχτερινό σχολείο και πήγε στη μεγάλη φάμπρικα.Αυτό είναι όλο.
Εσφιξε το χέρι της Γεωργίας στη χούφτα του. Τα δάχτυλά του είναι ακόμα γερά. Εκλεισε μέσα τους τα δικά της, μαλακά, και της είπε:
-Ολη η ζωή μου πέρασε μέσα στα σίδερα.
-Κι η δική μου στα κουρέλια, είπε αυτή.
Η Γεωργία θυμάται όλο νυχτέρια με τη βελόνα. Εραβε κι η μάνα της. Ο πατέρας ήτανε χτίστης, μα απ΄το κρασί δεν έβαζε πια ίσια τις πέτρες, τα χέρια του τρέμανε κι ο σπάγκος με το βαρίδι ποτέ δεν ακουμπούσε σ΄όλο το ύψος του τοίχου. Γι΄αυτό δεν τον παίρνανε πια σε δουλειά. Κι έπρεπε να ράβουνε νύχτα μέρα. Με τον καιρό όμως κι απ΄τα ξενύχτια, η μάνα έχανε, νύχτα με τη νύχτα, το φως της κι η Γεωργία έπρεπε να ράβει για όλους. Ποτέ δε θυμάται να είδε τ΄άστρα, όσο ήτανε κοπέλα. Πάντα σκυφτή μπρος σε μια λάμπα του πετρελαίου, που κάπνιζε, να περνάει τη βελόνα κοντά στο γυαλίκαι να τσούζουνε τα μάτια της από το φως. Οταν έφυγε η μεγαλύτερη αδερφή της που παντρεύτηκε, η βελόνα της Γεωργίας έπρεπε να θρέψει και τους άλλους. Να τους ντύσει, να στείλει τα μικρά στη δουλειά, στο σκολειό. Η μεγαλύτερη αδερφή της, η Στέλλα, είχε τέσσερα παιδιά κι ο άντρας της μια φιλενάδα. Μια μέρα η Γεωργία είπε στον πατέρα: "Δεν θα ξαναπιείς". Κι από τότε δεν του ΄δωσε ούτε δραχμή. Πήγε τη μάνα στο γιατρό, κι αυτός είπε πως λιγόστεψε το φως της. Οταν τελείωνε να ράβει για τις πελάτισσες, έραβε τα ρούχα του σπιτιού. Υστερα ερχόντουσαν τα ρούχα της Στέλλας, των παιδιών της και της φιλενάδας του άντρα της.Ο πατέρας έκλαιγε σα νωρό για ένα κατοσταράκι κι αυτή μετρούσε αδιάφορα με τη μεζούρα το πανί, για να μη δίνει σημασία στα παρακάλια του. Οταν τελείωνε το μέτρημα, έστελνε το μικρό αδερφό να πάρει μισή οκά και να το φέρει κρυφά για να μη δει ο πατέρας την μπουκάλα. Αν πήγαινε στην ταβέρνα, θα ΄μενε κει μεθυσμένος και θα τρέχανε να τον φέρουνε σηκωτό, όπως γινότανε πρώτα. Οταν γύριζε ο μικρός με το μπουκάλι, η Γεωργία έβαζε κρασί ως τη μέση του ποτηριού κι ο πατέρας άρχιζε να πίνει σιγά σιγά κρατώντας τα χείλια του ευχαριστημένος. Αργότερα, ο αδελφός άρχισε ν΄αργει τις νύχτες κι έπρεπε να τον μαζεύει κι αυτόν απ΄τα καφενεία.Μια μέρα η μεγάλη αδελφή, η Στέλλα, ξανάρθε με τα παιδιά της στο σπίτι. Την παράτησε ο άντρας της. Η Γεωργία έραβε. Η μάνα έψαχνε τους τοίχους κι ακουμπούσε στα πράματα για να περάσει απ΄τη μια κάμερα στην άλλη. Κι όλο το σπίτι βούιζε απ΄τις φωνές των παιδιών, την γκρίνια του πατέρα, τις νευρικές στριγκλιές της Στέλλας που μάνιαζε απ΄το κακό της. Η Γεωργία μίλησε σε μια κυρία, που ο άντρας της είχε κάποια θέση σ΄ένα εργοστάσιο, να πάρουνε την αδελφή της στη δουλειά. Την πήγε με το ζόρι, μ΄αυτή το ΄σκασε και γύρισε σπίτι με ξεφωνητά. Τότε η Γεωργία έδωσε δυο γερά χαστούκια στη Στέλλα, που της άστραψε ο κόσμος. Την έδειρε γερά, κάνα δυο φορές ακόμα, κι η Στέλλα μέρεψε. Ξαναπήγε στο εργοστάσιο μα έπαψε να μιλάει πια στη Γεωργία. Μάζεψε τα παιδιά της κι έφυγε απ΄το σπίτι. Οταν έφτασε ο καιρός να παντρευτεί η Γεωργία με τον Αργύρη, η μάνα είπε πως θέλει να βγάλει τα δόντια της γιατί την πονούσαν. Είχε μια σειρά χρυσά δόντια, κι η Γεωργία είπε στο γιατρό της να της φτιάξει μια κοκάλινη μασέλα, με τα λεφτά που θα ΄παιρναν απ΄τα χρυσά δόντια. Η μάνα όμως δεν ήθελε. Τα πούλησε κρυφά κι αγόρασε τη ραφτομηχανή της Γεωργίας. Σκέφτηκε πως θα της χρειαζότανε, πως θα ΄πρεπε να ΄χει κάτι για την καινούρια ζωή. Την φέρανε δω με τ΄αυτοκίνητο, απ΄το μαγαζί και κανείς στο σπίτι δεν έμαθε πού βρήκε η Γεωργία τα λεφτά για τη μηχανή του ραψίματος, όταν παντρεύτηκε. Ο Αργύρης δούλευε τότε μάστορης στη φάμπρικα κι η Γεωργία τραγουδούσε κάθε πρωϊ. Ηταν πολύ νέα, κορίτσι. Σε λίγες μέρες ύστερα, άρχισε ο πόλεμος.
-Θυμάσαι;
Της έκλεισε το χέρι στις χούφτες του, όπως έπιανε το γλόμπο και χαιρότανε τη ζεστασιά του. Να ζεσταθούνε και τα χέρια της Γεωργίας τώρα που δεν έχουνε φως, ούτε φαϊ.
-Και τις λες για τα τωρινά, Αργύρη;
-Πρώτα πρώτα δε θα πουλήσουμε τη μηχανή, έστω κι αν είναι να πεθάνουμε απ΄την πείνα.
-Κι ύστερα;
-Τώρα ο κόσμος δεν πεθαίνει σαν τον Αριστείδη, γιατί ο πόλεμος τελείωσε, τώρα μπορεί να πεθάνει γι΄άλλο.
-Για ποιο, Αργύρη;
-θα μπορούσα να πεθάνω από δουλειά.
-Μπορεί όμως να πεθάνουμε απ΄την πείνα. Και δεν το ανέχουμαι, είπε η Γεωργία.
Χαιρετηθήκανε στα σκοτεινά. Το χέρι της Γεωργίας ζεστάθηκε. Εξω άναψε κάποιο φως. Οι γρίλιες γίνανε παράλληλες κίτρινες γραμμές. Η απέναντι κοπέλα που ΄χε το γάτο στην αγκαλιά της, καληνυχτίζει κάποιον και γελάει. Η υφαντή κουβέρτα του κρεβατιού τους έχει μακριά κρόσια. Η Γεωργία έβαλε τα μούτρα της στο στήθος του Αργύρη. Αυτός θέλει να της πει πως σήμερα τα χάσανε όλα. Τα εργαλεία τα πήρε ο Θανάσης κι ο τσαγκάρης της γωνίας του είπε πως δεν είναι πια τίμιος άνθρωπος. Κι εσύ λείπεις, σαν να ΄μαστε συγκάτοικοι. Μένει μόνο η τέχνη μου. Μπορεί να με φωνάξουνε σε καμιά δουλειά, αφού λένε πως είμαι καλός μάστορης. Είσαι κι εσύ, Γεωργία, που αν ήτανε κάπως αλλιώς αξίζεις περισσότερο απ΄όλα αυτά. Απόψε πεινάμε. Δεν υπάρχει ψίχουλο στο σπίτι μας κι ίσως γι΄αυτό να ΄ναι έτσι σκοτεινό. Πεινάμε πολύ. Λιμάξαμε για όλα.Η Γεωργία έφερε το μούτρο της κοντά στο δικό του και του ΄σφιξε το κεφάλι. Η αναπνοή της είναι ζεστή και το κεφάλι ακολουθεί, όπως πάλλεται φουσκώνοντας, το στήθος του Αργύρη.
-Να ΄χαμε κι εμείς ένα παιδί Αργύρη...
Στο δρόμο πέρασε ο γαλατάς με τη συρτή φωνή του. Δεν είναι ακόμα αργά.Δίχως φως, χάσαμε το μέτρημα του χρόνου.


Λοιμός
(απόσπασμα)


[Η ΒΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΒΕΒΑΙΑ σημερινό μονάχα φαινόμενο, συνόδευε, ανέκαθεν τις πολεμικές και πολιτικές συγκρούσεις. Στην εποχή μας όμως και κυρίως με την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη, εμφανίζεται η οργανωμένη βία, που αποβλέπει στη φυσική ή την ηθική εξόντωση των πολιτικών και ιδεολογικών αντιπάλων με μεθοδικό τρόπο. Χαρακτηριστικά και, θα έλεγε κανείς, προφητικά για το φαινόμενο αυτό είναι μερικά έργα του Τσέχου συγγραφέα Φραντς Κάφκα (1883-1924) και κυρίως η νουβέλα του:Στην αποικία των τιμωρημένων. Ενα είδος "αποικίας τιμωρημένων" είναι και το ξερονήσι στο Λοιμό του Αντρέα Φραγκιά (γενν.1923), όπου βασανίζεται ένα "πλήθος" πολιτικών εξορίστων. Ούτε ο χρόνος, ούτε ο τόπος αναφέρονται συγκεκριμένα. Με αυτή την αοριστία το βιβλίο αποχτά χαρακτήρα καθολικό και παύει να είναι χρονογραφική μαρτυρία. Ο Λοιμός εκδόθηεκ το 1972].

Εκείνο το καλοκαίρι, ο αέρας κόπασε για λίγο κι έπεσαν στον τόπο σύννεφο οι μύγες. Ττσιμπούσαν τα μάτια, σούβλιζαν το πετσί, βούιζαν στη βαριά ζέστη κι άλλοτε σηκωνόταν ένας μαύρος γυαλιστερός κουρνιαχτός προς τη μεριά των αφοδευτηρίων. παχιές, καλοθρεμμένες καλοκαιριάτικες μύγες. Χρύσιζαν στον ήλιο πάνω στους τοίχους και στα κατάλευκα ασβεστωμένα πεζούλια. Αλλά κι αυτές τις συνηθίζεις , λες και είναι ένα στοιχείο του τόπου , όπως ο άνεμος, τα βράχια, η ζέστη. Κανείς δεν τους έδωσε τότε σημασία. Οταν σ΄ενοχλούσαν τις έδιωχνες με μια κίνηση από τα μούτρα σου και τελείωνες.
Ενα μεσημέρι, όμως, τα μεγάφωνα σάλπισαν προσοχή, οι άσπρες μπλούζες σφύριζαν κι αλώνιζαν τον τόπο κι ερευνούσαν τους τάφους να μη μείνει κανείς μέσα. Ολα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θ΄ανακοινωθεί. Καθετί όμως, εδώ λέγεται πολύ σοβαρά κι έτσι πάλι, κανείς δεν έδωσε σημασία. Καινούρια σφυρίγματα, προσταγές, θούρια και παιάνες για ν΄αναγγελθεί η απόφαση:
"Μπροστά στο φοβερό κίνδυνο που διατρέχουμε -για την υγεία, την καλή διαβίωση και τον πολιτισμό- πρέπει ν΄αντιμετωπίσουμε τη φοβερή επίθεση, να εξοντώσουμε το μίασμα και ΄απαλλάξουμε τον τόπο από την απειλή! Στον αγώνα αυτόν θα μετρηθεί η συμβολή εκάστου και θα αποκαλυφθούν οι αδιάφοροι. Πρέπει να εξοντώσουμε τις μύγες! Προς τούτο, έκαστος υποχρεούται, ως ελάχιστον αντίτιμο, για ν΄απολαμβάνει τα αγαθά του τόπου, να παραδίδει τουλάχιστον είκοσι μύγες την ημέρα. Οι απρόθυμοι θα υποστούν βαρύτατες κυρώσεις".
Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Οποιος δε φέρει το βράδυ της είκοσι μύγες, μαύρη του μοίρα. "Θα τις συλλάβετε χωρίς να χαλαρωθεί, βεβαίως, στο ελάχιστο ο ρυθμός των άλλων εργασιών". Κι όταν εδώ λέμε πρέπει, σημαίνει "πρέπει".
Ενας ειδικός ομιλητής εξήγησε σ΄επίσημη συγκέντρωση, για τη μεγάλη σταυροφορία που θα φέρει στον τόπο την κάθαρση και την εξυγίανση. Τόνισε το βαθύτερο νόημα της ευγενικής αυτής προσπάθειας, την αέναη πάλη με τις δυνάμεις του κακού, μίλησε για τους φορείς των ζωϊκών και των ηθικών μολύνσεων, για την λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση, για τις συμβολικές προεκτάσεις ενός τέτοιου χρέους.
Μετά τις πρώ΄τες φράσεις, κανείς πια δεν καταλάβαινε τί έλεγε: Η φωνή του παλλόταν από συγκίνηση, καθώς μιλούσε για την "ηθική ανάπλαση, για τον εξαγνισμό των ψυχών από τις συντριπτικές αμαρτίες που βαραίνουν τις συνειδήσεις", και για την ανάγκη της καθημερινής εξιλαστήριας προσφοράς, "ώστε ύστερα από αρκετούς αιώνες δοκιμασίας να είναι δυνατόν μερικοί άξιοι...".
Μίλησε, πραγματικά, με μεγάλη έξαρση και ανάταση, λίγο ακόμα και θ΄αποκτούσε κι αυτός φτερά να πετάξει.

Το άλλο πρωΐ, πριν ξεκινήσει ο πληθυσμός για τις εργασίες τους, το μεγάφωνο είπε με γλυκιά φωνή ένα παραμύθι, σαν αυτά που λένε στα παιδιά πριν κοιμηθούν. Εδώ συνηθίζονται τα πρωϊνά παραμύθια, για να κρατάνε όλες τις ώρες. Αφηγήθηκε με λίγα λόγια την ιστορία κείνου του καλού βασιλιά που όταν έφτανε ναυαγός σ΄ένα έρημο νησί, βρήκε να το κατοικούν μόνο μερικά διαμονισμένα τέρατα. Υστερα, όμως, από πολλούς και σκληρούς αγώνες, ο καλός βασιλιάς νίκησε και υπόταξε τα κακά πνεύματα. Τα εξόντωσε, τα ημέρεψε.
Και το παραμύθι τελείωσε μ΄αυτά τα λόγια:
-Καταλαβαίνετε, βέβαια, τί σημαίνει τούτος ο παλιός μύθος. Αυτοί που ενσαρκώνουν το πνεύμα του κακού, είσαστε σεις! Το πνεύμα του καλού θα ασκήσει την αγαθότητα και την αμείλικτη δύναμή του για να υποτάξει τον δαίμονα... Θα μπορούσε, βέβαια, να τον σκοτώσει, θα ήταν το πιο εύκολο. Υπάρχουν πολλά και αποτελεσματικά μέσα θανάτου, τα ξέρουμε όλα. Για τις μύγες, τα δραστικά φάρμακα, και για τις άλλες περιπτώσεις τα όπλα. Εμείς δε χρειαζόμαστε κι άλλους νεκρούς. Τί να τους κάνουμε; Δεν θα είχε καμιά αξία η αποστολή μας... Εμείς θέλουμε να εξ...ξοντώσουμε και να συντρ...ρίψουμε ουσιαστικά όχι τους ευτελείς φορείς, αλλά τον ίδιο το δαίμονα..."{...}.
Οι κάτοικοι ξεκίνησαν για τις δουλειές τους κι η ζωή ξαναμπήκε αμέσως στο ρυθμό της. Ομάδες για πέτρα, ομάδες για σκάψιμο, οι χτίστες στα κάστρα και στα γεφύρια, οι χαμάληδες στο λιμάνι, οι σκαφτιάδες στους δρόμους και στους τάφους, οι καλλιτέχνες στ΄αγάλματα, οι κουβαλητές στην πέτρα, στο νερό, στον ασβέστη. Από σήμερα πρέπει να μαζεύεις και μύγες, το θύμισε πάλι ο ομιλητής : ο καθένας είκοσι! Τελειώνει το ξεφόρτωμα, τρέχεις ν΄ανεβάσεις στην κορυφή το βαρέλι με το νερό, αμέσως για τσιμέντο, να μεταφέρουμε μια ειδική πέτρα σα μάρμαρο για τις προσόψεις. Στη γέφυρα! Πλάκες για να στρωθεί ο δρόμος, λάκκοι να φυτευτούν καινούρια δέντρα, αψίδες και μνημεία για να ξοδάζονται τα μεγάλα κατορθώματα. Μύγες, χιλι΄δες μύγες βουΐζουν παντού. Θα τις πιάσεις μόλις ακουμπήσεις τούτο το αγκωνάρι που σου κόβει την αναπνοή. Ηρθε η ώρα για νερό! Τρέχα. Πήραν μόνο όσοι πρόλαβαν. Να μεταφερθούν τάχιστα η άμμος και τα σίδερα. Θα μεταφερθούν. Φαγητό. Αργισε η ομιλία! Διδαχές ηθικού, διδακτικού, φρονηματιστικού περιεχομένου. Μετάνοιες, ομολογίες αμαρτημάτων, συντριπτικές εξομολογήσεις. "Πόσες μύγες μάζεψες; Μήπως ξέχασες το χρέος σου; λέει κάθε τόσο το μεγάφωνο. Οχι, κανένας δεν το ξέχασε , αλλά πώς ν΄ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντα όταν σπάει πέτρα; Οσοι κάνουν μια παράμερη ή στεκούμενη δουλειά, κάτι θα πιάσουν. Στα μαγειρεία, στα συνεργεία, οι φρουροί και οι αποθηκάριοι είναι τυχεροί. Εκεί βράζει σύννεφο η μύγα. Κι οι άλλοι που χτίζουν, που φτυαρίζουν, θα τις πιάσουν πιο εύκολα. Οταν όμως τρέχεις με την πέτρα στον ώμο περνώντας μπροστά από τους επόπτες, πώς είναι δυνατό; Θα καθυστερήσεις και θ΄αναγκάσεις κάποιον να σε μπάσει βίαια στο ρυθμό, σα να σκοτώνει κι αυτός τη μύγα του.
Ο περιδεής ψάχνει πάλι να βρει τον νυχτερινό συγκάτοικό του. Τις τελευταίες μέρες κατεβαίνουν στον τάφο του καινούρια πρόσωπα, άγνωστοι, και μένουν μόνο μια νύχτα. Νέες φάτσες, που τις ξεχνάς. Ο τρίτος όμως σηκώνεται πολύ νωρίς και όταν ξυπνήσουν οι άλλοι αυτός λείπει. Θα κάνει, φαίνεται, κάποια δουλειά πολύ πρωϊνή ή μισονυχτερινή. Κι έτσι αφού το τρίτο πρόσωπο λείπει πάντα, σημαίνει οτι εδώ και πολλές μέρες είναι το ίδιο. Τον έχει δει μόνο μια φορά για λίγο, μόλις πρόφτασε να διακρίνει το μισό πρόσωπό του καθώς έβγαινε από το άνοιγμα. Είδε καλύτερα μια τρύπα στις σόλες των παπουτσιών του, ναι στο δεξί του παπούτσι. Και μια κάλτσα μάλλινη σκισμένη στη φτέρνα. Ηταν πράσινη. Τρύπιες σόλες θα έχουν πολλοί, πώς να τον ανακαλύψεις από τη μισή όψη του που πρόλαβες να δεις για μια στιγμή τα χαράματα. Πρέπει να πιάσεις τη μύγα σου, να βρίσκεσαι πάντα μακριά από την οργή των νόμων, να μη σε ξέρει κανείς για κακό ούτε για καλό.
Μερικοί πρόλαβαν , έκλεισαν για γούστο βιαστικά τις χούφτες τους και βούτηξαν δυο τρεις. Τις φύλαξαν προσεχτικά σ΄ένα κουτάκι των σπίρτων. Αλλοι έφτιαξαν χωνάκι. Ολοι είχαν ένα χαμόγελο κάπως κοροϊδευτικό για την αυστηρότητα που δόθηκε σε μια τόσο αστεία διαταγή. Εχει πάρα πολλές. Μιλιούνια βουΐζουν γύρω σου, παντού υπάρχουν μύγες. Δεν έχεις παρά ν΄απλώσεις το χέρι σου."Σε τσάκωσα! Θα σε παραδώσω το βράδυ". Κι ένας άλλος: "Αχ μου ξέφυγε..."-"Νόμιζες πως θα μου γλίτωνες,ε;..." Κι έτσι, παίζοντας οι πιο προνοητικοί μάζεψαν κάμποσες αλλά χωρίς να δώσουν και μεγάλη σημασία στ΄αποκτήματά τους.
Αλλοι, πιο πειθαρχικοί και μερικοί που κατάλαβαν περισσότερο το νόημα του παραμυθιού, κουνούσαν αδιάκοπα τα χέρια τους, για να πιάσουν τις μύγες και να ξενοιάσουν. Δε θα πρόφτασαν όμως, ακούστηκε γρήγορα πρόσκληση για συγκέντρωση.

Την ορισμένη ώρα, όταν άρχισε το απόβραδο, ο κόσμος μαζεύτηκε, όπως πάντα, σκονισμένος και κατάσκοπος για φαγητό. Τα αρμόδια όργανα επέμεναν να είναι τέλειες οι σειρές, να το βουλώσουν όλοι, να ξαναγίνουν τα μετρήματα. Αρχισαν να πληθαίνουν και οι άσπρες μπλούζες, στάθηκαν ανάμεσα στις ομάδες, τριγύριζαν στα πλάγια. Μαζεύτηκαν και δι΄φοροι βοηθοί, ελεγκτές κι ένα σωρό άλλοι σκουντούφληδες και βλοσυροί. Κανένας δεν έδινε το σύνθημα για τη διανομή. Πάλι μετρήματα και μετακινήσεις καινούρια αναταραχή.
Ηρθε και κάποιος με σπουδαίες αρμοδιότητες. Μια βουβή παγωνιά απλώθηκε. Τοποθέτησαν κι ένα μεγάφωνο.
"Ν΄αρίχει η διανομή", πρόσταξε μ΄ένα νεύμα ο ελεγκτής.
Ξεκίνησε ο πρώτος. Επρεπε να περάσει μπροστά από αυτόν.
"Τις μύγες σου" ζήτησε ο βοηθός.
"Ποιές μύγες ;"
"Αυτές που έπρεπε να πιάσεις".
"Δεν έχω".
"Το ξέχασες, δεν μπόρεσες ή δεν θέλησες;Λέγε".
"Δεν πρόλαβα..."
"Περίμενε στην άκρη", πρόσταξε ο βοηθός.
Ηρθε άλλος.
"Τις μύγες σου. Γιατί μόνο τρεις; Τόσα εκατομμύρια, δε βρήκες άλλες;
Κι εσύ εκεί. Οχι μαζί με τον άλλο, χωριστά¨.
Ενας έδειξε έντεκα ήταν ο καλύτερος.
"Γιατί μόνο έντεκα;"
"Στο νταμάρι φεύγουν όλες με τα φουρνέλα..."
Τον έστειλε σε άλλη σειρά.
Ενας από τα καλόπαιδα, τους ζητωκραυγαστές, από τους φανερούς κράχτες, είχε μαζέψει δεκαοχτώ.
"Εύγε! Εξετέλεσε το καθήκον σου!
Περάσανε σιγά-σιγά όλοι. Μόνο ένα ζαρωμένο ανθρωπάκι είχε τις περισσότερες. Μετρούσε, μετρούσε κι έφτασε στις τριανταδύο μύγες. Τις παρέδωσε όλες ο ανόητος, πήρε το φαγητό του και απομακρύνθηκε περήφανος. Σε μια στιγμή μάλιστα γέλασε και φάνηκαν μια σειρά ολόλευκα και γερά δόντια. Αμέσως όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν σωστό να γελάει -ίσως να έβαλε και τα κλάματα- κι απομακρύνθηκε γρήγορα.
Καθώς φάνηκε, η προσπάθεια είχε γενικά αποτύχει. Στο άδειο κιβώτιο που έριχαν τις ψόφιες μύγες, δεν σκεπά΄στηκε καλά - καλά ούτε ο πάτος. Αυτοί που δεν είχαν πιάσει ούτε μία ήταν πολλοί. Μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται πάνω απ΄όλους. Ο πληθυσμός είχε δείξει μια εγκληματική αδιαφορία στους νόμους. Ακόμα κι η θάλασσα έγινε πιο μελανιά κι ακίνητη.
Ο ελεγκτής ανακοίνωσε την απόφασή του: Αυτούς που δεν είχαν ούτε μια, τους έστειλε μακρύτερα, κοντά στα βράχια. Σε άλλες σειρές κατέταξε τους υπόλοιπους, ανάλογα με τις μύγες που έφεραν.
Μόνος, χωρίς ταίρι και σειρά έμεινε το ανθρωπάκι με τις τριανταδύο. Ετρωγε έρημος, μα δεν κατέβαιναν οι μπουκιές.
"Γράψτε τα ονόματά σας κατά κατηγορία", είπε ένας βοηθός στα όργανα.
Θ΄ανοίξουν τώρα καινούριους λογαριασμούς που θα σ΄ακολουθούν πάντα, για να μετριέται με μύγες η κακή σου συμπεριφορά.
Την ώρα που γράφανε, κάποιος πλησίασε σιγά και πονηρά έναν επόπτη από πίσω. Είδε μια μύγα στον ώμο του.Απλωσε την παλάμη του και όρμησε. Καθώς όμως περνούσε γρήγορα το χέρι του από το αυτί του, άγγιξε ξυστά το μάγουλό του. Ο επόπτης τρόμαξε.
"Τί κάνεις εσύ;"
"Μια μύγα στον ώμο σας. Νά την".
Ανοιξε την παλάμη του κι έδειξε το ξεκοιλιασμένο ζώο.
"Τώρα έχω έντεκα, μπορώ να πάω σ΄εκείνη την καλύτερη σειρά;"
"Είναι πια πολύ αργά, άρχισε η καταγραφή. Εξάλλου, η μύγα αυτή βρισκόταν στον ώμο μου. Ανήκει σε μένα. Ηταν ασέβεια ν΄απλώσεις πάνω μου".
"Τώρα όμως έχω έντεκα..."
"Ανώφελο. Ο ελεγκτής δε χρειάζεται μύγες... Αν ήθελε, θα έριχνε φάρμακο και δε θα έμενε καμία. Ηθελε να μετρήσει την προθυμία σας..."
"Σας χτύπησε λιόλας", πρόσθεσε ένας άλλος.
"Ναι εδώ στο μάγουλο..."
"Φοβερό. Βγήκε απ΄τη γραμμή του, έκανε μια ασεβή χειρονομία που κατέληξε σε επίθεση. Θέλησε, τώρα που τελείωσε η κρίση να μεταπηδήσει πονηρά σε καλύτερη κατηγορία απ΄αυτήν που τον κατέταξε ο ελεγκτής και με μια μύγα που δεν του ανήκει...".
"Και τώρα τί να κάνω;", ρώτησε ο χαμένος. "Μήπως πρέπει να πεθάνω;".
"Οχι ακόμα. Θ΄αποφασίσω αργότερα για την τύχη σου. Να σταθείς χώρια", είπε ο επόπτης κι απομακρύνθηκε ικανοποιημένος, γιατί αυτός και μόνον αυτός, θα καθόριζε την τύχη κάποιου άλλου.
Οταν τελείωσε η καταγραφή, ήρθε η ώρα για την τελική κρίση. Κομμένες αναπνοές, ακινησία, οι φρουροί στις θέσεις τους, τα κύματα στους βράχους. Μια φωνή απόκοσμη, που ερχόταν από πολύ μακριά, είπε:
"Θα λάβουν φαγητό μόνο όσοι εξεπλήρωσαν στο ακέραιο το καθήκον τους. Οσοι δεν έπιασαν καμιά μύγα, είναι δόλιοι και θα έχουν τη μεταχείριση που αρμόζει στους απείθαρχους, τους πείσμονες και τους υπονομευτάς. Χαθείτε, να μη σας βλέπω".
Ενας με άσπρη μπλούζα φρόντισε να χαθούν το γρηγορότερο, τους τράβηξαν για τη χαράδρα.
Η ίδια φωνή συνέχισε:
"Οι άλλοι δείξατε αδιαφορία, κακοήθεια, τεμπελιά. Περιφρονήσατε τις διαταγές. Η ασυνειδησία σας θα μείνει, ώστε να ξέρετε τι σας περιμένει σε κάθε υποτροπή ανυπακοής.Από αύριο το έλλειμμα θα υπολογίζεται διπλάσιο, την επόμενη τριπλάσιο. Για σήμερα, λίαν επιεικώς θα υποστείτε μόνο στέρηση νερού και τροφής".
Ετσι όλοι κατάλαβαν ότι οι μύγες είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Και τα μεγάφωνα σκούζανε συνέχεια για μολύνσεις που επεκτείνονται, για ανεπίτρεπτα συμπτώματα απειθαρχίας και για αμείλικτες τιμωρίες που, όσο βαριές κι αν είναι, δεν μπορούν να εξαλείψουν το φοβερό αμάρτημα.
Κι αμέσως μουσική και τραγούδια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: