Η κριτική και τα μέσα ενημέρωσης
Η εξαγωγή της ελληνικής λογοτεχνίας. Οι τρελές μαρμ-Ελλάδες
Μια συνάντηση με θέμα «Κριτική και Μέσα Ενημέρωσης» που οργανώνει στις αρχές Μαρτίου η Εταιρεία Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη επαναφέρει στην επιφάνεια τη σχέση αγάπης και μίσους που υπήρχε ανέκαθεν μεταξύ της κριτικής και των κριτικών με τα Μέσα, κυρίως τις εφημερίδες, που τους φιλοξενούν. Είναι αλήθεια ότι η κριτική τα τελευταία χρόνια έχει απολέσει την εμβληματική και αυθεντική λειτουργία της και εντάσσεται στη δημοσιογραφική ύλη ως η επώνυμη ανάγνωση ενός έργου τέχνης (βιβλίου, θεατρικού έργου κτλ.). Φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, που συνδέονται όμως πάντοτε με τη δύναμη της προσωπικότητας του κριτικού, μια δύναμη που δεν έχει σχέση μόνο με τον κριτικό λόγο αλλά και με το ύφος του ανθρώπου, την εριστικότητά του, την προκλητικότητά του. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια η μόνη κριτική παρέμβαση που πέρασε τα τείχη των παροικούντων συνοψίζεται στην περίφημη και προκλητική σύγκριση ενός νέου συγγραφέα, του Χρήστου Χωμενίδη, με τον Μ. Καραγάτση και κατά προέκταση στο χρίσμα της διαδοχής του πρώτου ως νέου Καραγάτση.
Από την άποψη αυτή έχει πολύ ενδιαφέρον το τομίδιο Ενα βιβλίο είναι ένα απλωμένο χέρι προς χαιρετισμό που περιλαμβάνει έναν μονόλογο του συγγραφέα Αντρέα Φραγκιά, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, σε επιμέλεια Μισέλ Φάις. Στον μονόλογο αυτόν, με έντονο βιογραφικό χαρακτήρα, ο συγγραφέας θίγει και τα ζητήματα της κριτικής. Η ματιά του είναι μάλιστα ιδιαιτέρως προνομιακή καθώς ο Φραγκιάς, στον μακρό βίο της γραφής, μοίρασε την πένα του ανάμεσα στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνία. Σήμερα που υπάρχει μια σαφής υποτίμηση των λογοτεχνικών έργων τα οποία υπογράφονται από δημοσιογράφους ο Φραγκιάς μάς δίνει ένα καλό μάθημα επαγγελματικής επάρκειας και στις δύο πειθαρχίες: τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. «Στη δημοσιογραφία εργάστηκα με επαγγελματική αυτοτέλεια και προσπάθησα να μη συμπλέκονται λογοτεχνία με δημοσιογραφία» γράφει ο Φραγκιάς. «Ο διαχωρισμός ήταν συνειδητός, γιατί νομίζω ακόμα ότι είναι δύο εντελώς ξεχωριστές λειτουργίες, που άμα ανακατευτούν είναι προς ζημία και των δύο... Η δημοσιογραφία σε μαθαίνει ότι αυτό που κερδίζεις σε εποπτεία, σε πραγματική αίσθηση, το χάνεις σε χρονικό άνοιγμα υπηρετείς το εφήμερο και ως προετοιμασία και ως υστεροφημία. Φυσικά, σε αυτή την ισορροπία κινδυνεύεις να καταποντιστείς ή να αφομοιωθείς». Ειδικά για την αποδυνάμωση του κριτικού λόγου ο Αντρέας Φραγκιάς τη συνδέει με τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των εκδιδόμενων βιβλίων και επομένως με την πολυμορφία των μεταφερόμενων πληροφοριών αλλά και με τη μεγάλη αύξηση του αναγνωστικού κοινού. Ετσι μέσα σε αυτόν τον τεράστιο ορίζοντα αποδοχής και υποδοχής ενός βιβλίου, ειδικά του λογοτεχνικού, ο κριτικός, ως αντιπροσωπευτικός και προνομιακός αναγνώστης, χάνεται. Ο,τι συμβαίνει στα μέσα ενημέρωσης μπορούμε να πούμε ότι συμβαίνει και στη λογοτεχνία μεγάλης υποδοχής. Ποιος είναι ο αναγνώστης της; Πώς μπορεί να τον περιγράψει κανείς; Υπάρχει τελικά μέσος αναγνώστης ή είναι μια στατιστική κατασκευή που λειτουργεί ως άλλοθι για τα τέρατα και σημεία που βλέπουμε καθημερινώς γύρω μας;
Η εξαγωγή της ελληνικής λογοτεχνίας ήταν το θέμα της ημερίδας που οργάνωσε με πολλή επιτυχία το Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών πριν από μερικές ημέρες. Οταν κάνουμε λόγο για εξαγωγή αναφερόμαστε σχεδόν πάντα στον αγγλοσαξονικό χώρο, όπου τα πράγματα έτσι κι αλλιώς είναι εξαιρετικά δύσκολα. Είναι γνωστό ότι στον χώρο αυτόν μόνο το 3% των τίτλων που κυκλοφορούν είναι μεταφρασμένη λογοτεχνία. Οι Αγγλοσάξονες μοιάζουν να είναι εξαιρετικά αυτάρκεις, αυτοϊκανοποιούμενοι με το γεγονός ότι στην πρωτότυπη αγγλόφωνη λογοτεχνία τους μπορεί να συνυπάρχουν το εξωτικό με το μητροπολιτικό, το οικείο με το ανοίκειο, αν κρίνουμε από την επιτυχία των αγγλόφωνων μυθιστορημάτων που παράγονται στην Ινδία, στη Σρι Λάνκα, στο Πακιστάν, στην Αυστραλία, στη Νότια Αφρική, στον Καναδά. Οι απόψεις που ακούστηκαν στην ημερίδα αυτή, θεωρητικές ή και πρακτικές, είναι σίγουρο ότι διευρύνουν τον προβληματισμό μας για το υπαρξιακό όπως φαίνεται θέμα της εξαγωγής. Θα επισημάνω όμως δύο παρεμβάσεις, θεωρητικού και πρακτικού χαρακτήρα αντίστοιχα: αυτή της καθηγήτριας και δοκιμιογράφου κυρίας Τζίνας Πολίτη που είχε τίτλο «Τρελές μαρμ-Ελλάδες και απεμπλουτισμένος πολιτισμός» και αυτή του Ντίνου Σιώτη, συνεργάτη των «Βιβλίων», για τη μεταγραφή ελληνικής καταγωγής αμερικανών συγγραφέων, όπως του Τζέφρυ Ευγενίδη και του Τζορτζ Πελεκάνος, στο ελληνικό συγγραφικό πάνθεον. Δηλαδή, ό,τι συμβαίνει με επιτυχία στο μπάσκετ ή στην άρση βαρών. Μεταξύ σοβαρού και αστείου φυσικά.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Το ΒΗΜΑ, 11/02/2001 ,
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου