Αναγνώστες

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

Γ. ΒΩΚΟΣ

Αντρέας Φραγκιάς

Η σχέση με τα μαθηματικά οδήγησε τον Αντρέα στη μάταιη επιθυμία της ανωνυμίας
Στο μυαλό μας, όταν γράφουμε, υπάρχουν πολλοί· άλλοι μας εμποδίζουν και άλλοι μας βοηθούν. Οι δικοί μου άνθρωποι, αυτοί που κυκλοφορούν στο κεφάλι μου κάθε φορά που επιχειρώ να γράψω ή να σκεφτώ κάτι, δεν είναι πολλοί. Ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται. Πάντως υπάρχουν ορισμένοι που έχουν εξασφαλίσει, εκόντες άκοντες, ένα είδος ελεύθερης κυκλοφορίας που τους επιτρέπει να πάνε παντού, να ρωτήσουν τα πάντα και να απαιτήσουν απαντήσεις. Ακόμη περισσότερο, χλευάζουν όταν οι απαντήσεις τούς φαίνονται πρόχειρες, θυμώνουν όταν τις αισθάνονται βολικές και - ανυπόφορο αυτό - σκύβουν το κεφάλι σιωπηλοί όταν τις κρίνουν κίβδηλες. Ενας απ' αυτούς είναι για μένα ο Αντρέας Φραγκιάς.
Πρώτη φορά γράφω το όνομά του. Οσο ζούσε μπορούσα να χρησιμοποιήσω τους χρόνους με σχετική ελευθερία: χρόνος Αόριστος, χρόνος Παρατατικός, χρόνος Μέλλων. Ακόμη και τον Ενεστώτα χρόνο μπορούσα να φανταστώ από μακριά. Τώρα όμως μόνο το τρίτο πρόσωπο της οριστικής του Ενεστώτα τού ταιριάζει ή το απρόσωπο και άχρονο Απαρέμφατο. Δεν τον γνώρισα ποτέ: τον ήξερα από πάντα. Σίγουρα πριν γεννηθώ, μια και από τότε που με θυμάμαι τον θυμάμαι. Είναι εκεί. Με κρατάει από το χέρι και πηγαίνουμε στο τσίρκο. Στο Medrano. Θυμάμαι πολύ καλά. Του αρέσουν πολύ τα γλυκά. «Τα σκούρα» όπως λέει, «όχι εκείνες οι αηδίες, τα άσπρα». Μου αγοράζει σοκολάτες, γιατί δεν έχει μείνει τίποτε από το ωραίο γλυκό που μας έχει ετοιμάσει η μάνα μου: το έφαγε όλο στη διαδρομή, στα κλεφτά, για να μην τον δω και του ζητήσω. Είναι εκεί όταν μαθαίνω τις πράξεις της αριθμητικής και προσπαθώ να λύσω τις πρώτες ασκήσεις. Τον θυμάμαι να διασκεδάζει με «τους κρουνούς και τις δεξαμενές» του σχολικού βιβλίου, που γέμιζαν και άδειαζαν ανάλογα με τις ανάγκες του προβλήματος. «Τι μανία κι αυτή» λέει στον πατέρα μου, «όλα τα μαθηματικά κρουνοί και δεξαμενές. Πώς να μην τα κάνουν θάλασσα τα παιδιά!». Και συνεχίζει: «Οι κρουνοί και οι δεξαμενές είναι η ηθογραφία της αριθμητικής». Αυτό δεν το καταλάβαινα.
Αργότερα, πολύ αργότερα, στα χρόνια της δικτατορίας, άρχισα κάτι να υποψιάζομαι, όταν τον συνάντησα στο Παρίσι και μου μιλάει για την Τοπολογία, την περιοχή των μαθηματικών που τον συναρπάζει. Γιατί, όπως μου λέει, «η Τοπολογία είναι η προσπάθεια να σκεφτεί κανείς αυστηρά τα όρια και τη γειτνίαση των σημείων». Βεβαίως τα πράγματα γίνονται πολύ δυσκολότερα αν υποθέσουμε ότι τα σημεία αυτά σχετίζονται με ανθρώπους. Τι σημαίνει η γειτνίαση των ανθρώπων; Αυτό που λέμε γειτονιά (στην Αθήνα του '50, για παράδειγμα); Ο γείτονας σ' αυτήν τη γειτονιά; Είναι άγνωστος, γνωστός, φίλος, σύντροφος, χαφιές; Ας γενικεύσουμε: Ο πλησίον (αλήθεια πόσο;), τι σόι ποσό είναι αυτό, όταν μάλιστα πρέπει να τον αγαπάμε σαν τον εαυτό μας; Ως συγγραφέας, ο Αντρέας είναι μαθηματικός, όπως ο αγαπημένος του Σταντάλ, πράγμα που κατάλαβε πολύ καλά ο Μαρωνίτης, όταν έσκυψε με την προσοχή που συνηθίζει στα μυθιστορήματά του.
Ισως αυτή η σχέση με τα μαθηματικά οδήγησε τον Αντρέα στη μάταιη επιθυμία της ανωνυμίας. Αν κάτι ζηλεύει ο άνθρωπος αυτός, τούτο είναι η απρόσωπη δύναμη των μαθηματικών προτάσεων και της αλληλουχίας τους. Ετσι εξηγείται, πιθανότατα, και η πεποίθησή του ότι η καλή εφημερίδα κρίνεται από την τέχνη που φανερώνεται στα ανυπόγραφα και τρέχοντα κείμενά της και όχι τόσο από την εντύπωση που προκαλούν τα ενυπόγραφα. Ο ίδιος πάντως, τα τελευταία χρόνια της δημοσιογραφικής του θητείας, αρκούνταν να διορθώνει τις επιστολές των αναγνωστών στην εφημερίδα όπου εργαζόταν και διασκέδαζε που η φωνή του χανόταν στο πλήθος της οδού Σωκράτους.
Ηξερα ότι με διαβάζει στην εφημερίδα. Ως δημοσιογράφος όμως που πριν απ' όλα τρίβει το χαρτί στα δάχτυλά του, μυρίζει το μελάνι, εκτιμά το κασέ και ζυγίζει τίτλους και υπότιτλους. Σήκωνε συχνά το ακουστικό και μου μιλούσε με μια ανορθόδοξη τεχνική ορολογία: «Πολύ το άφησες το φαΐ στο φούρνο, άρπαξε και δεν βγήκε καλό!». Ή, ακόμη, «αυτήν τη φορά το 'βγαλες σχεδόν άψητο!». Υπήρχαν όμως και Κυριακές που το έβρισκε καλοψημένο και τότε ήταν μεγάλη η χαρά του - και η δική μου.
Τα τελευταία δύο χρόνια γνώριζα καλά ότι στο τηλέφωνο που κουδούνιζε δεν θα ήταν αυτός. Γιατί δεν μπορούσε ούτε να διαβάσει ούτε να μιλήσει. Καταλάβαινε όμως και ένιωθε τα πάντα. Και ξέρω καλά ότι με τα μάτια του, γαλανά, που τώρα με κοιτάζουν, υπάρχουν λογαριασμοί που δεν θα κλείσουν ποτέ.

Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Το ΒΗΜΑ, 27/01/2002

Δεν υπάρχουν σχόλια: