ΑΝΤΡΕΑΣ ΦΡΑΓΚΙΑΣ
Γραφή νυστέρι στην αλλοτρίωση
Στο σπίτι του, στο λόφο Σκουζέ, έσβησε στα 80 του, ο τελευταίος μεγάλος των μεταπολεμικών πεζογράφων, Αντρέας Φραγκιάς.
Δεν είχε εκδόσει καινούργιο βιβλίο τα τελευταία 15 χρόνια. Μόνο κάποια αποσπάσματα απο ανέκδοτα πεζογραφήματά του είχε δημοσιεύσει και, στα μέσα της δεκαετίας του '90, στα «ΝΕΑ», μιά σειρά άρθρα για τη Μικρασιατική Καταστροφή και τα Βαλκάνια. Ωστόσο το πνευματικό και ηθικό ανάστημά του Αντρέα Φραγκιά συνέχιζε μεχρι τέλους να αποτελεί μέτρο για τα ελληνικά γράμματα αλλα και για την ελληνική δημοσιογραφία την οποία υπηρέτησε πιστά ως τα μέσα της δεκαετίας του ΄80.
Άνθρωπος σεμνός και στις καθημερινές του επαφές, πνευματώδης, εχθρός των δημόσιων αξιωμάτων ήταν ένας από τους πιο ευαίσθητους και οξυδερκείς ερευνητές της ανθρώπινης ψυχής, όπως αυτή δοκιμάζεται σκληρά μέσα στις απάνθρωπα διαμορφωμένες κοινωνίες του 20ού αιώνα. Κοντά του μέχρι την τελευταία του πνοή, ηταν η σύντροφος της ζωής του Κούλα, και οι κόρες του η Άννα και η Αλεξάνδρα. Η κηδεία του είχε ορισθεί για τις 12.30 σήμερα απο το Τρίτο Νεκροταφείο (Πέτρου Ράλλη και Θηβών).
Ο Φραγκιάς ήταν ένας συγγραφέας σύγχρονος. Άφησε όλα κι όλα τέσσερα μυθιστορήματα, έργα-σταθμούς, ένα για κάθε δεκαετία μετά τον Εμφύλιο πόλεμο. Περιοχή της έρευνάς του είναι ο άνθρωπος, η ανθρώπινη ψυχή, το ασυνείδητο και το συλλογικό ασυνείδητο, όπως εκφράζεται σε κρίσιμες ιστορικά και κοινωνικά περιόδους.
Μέσα από τα μυθιστορήματά του, ανελίσσεται η ανθρώπινη προσπάθεια μετά την ήττα της Αριστεράς στην Ελλάδα πρώτα για απλή επιβίωση, αφήνοντας πίσω το οδυνηρό παρελθόν και τα νικημένα ιδανικά. Κατόπιν η προσπάθεια του ανθρώπου να πετύχει. Νηφάλια και χαμηλόφωνα ο Αντρέας Φραγκιάς μίλησε για την υποταγή και τις ενοχές που ήταν το αντίτιμο για να εξασφαλίσει κάποιος μια θέση σε μια πραγματικότητα που τον εγκλωβίζει. Ερεύνησε κατόπιν τους αδηφάγους μηχανισμούς που επέβαλαν στην κοινωνία και τον άνθρωπο την ομογενοποίηση. Τέλος δε, «προφήτευσε» ότι με την απόλυτη κυριαρχία της τεχνολογίας, η επερχόμενη νέα εικονική πραγματικότητα θα επιβληθεί στην αληθινή πραγματικότητα.
Στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του ο Αντρέας Φραγκιάς ζωγράφιζε ερασιτεχνικά. Τον απασχολούσε ο διάλογος της κοινωνίας και της τέχνης, εκείνο το λεπτό σημείο της «χειραψίας» μεταξύ τους, που μεταδίδει, όπως έλεγε, ένα ηλεκτρικό φορτίο από το ένα χέρι στο άλλο.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1921 και αποφοίτησε απο το Βαρβακειο Λυκειο, οπου συνδέθηκε με φιλία με τον Άρη Αλεξάνδρου. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, αλλά τον πρόλαβε η Κατοχή. Ακολούθησε ένταξή του σε αντιστασιακή ομάδα και η δουλειά στον παράνομο Τύπο και δεν πήρε πτυχίο. Από τα 18 του είχε συνδεθεί με τη Φοιτητική Κομμουνιστική Οργάνωση και ξεκίνησε τη δημοσιογραφία από την «Ελεύθερη Ελλάδα», την εφημερίδα του ΕΑΜ το 1945-47, οπότε και συνελήφθη και εκτοπίσθηκε στην Ικαρία μαζί με τον επίσης στενό φίλο του Δημήτρη Χατζή. Με την κατάταξή του στον στρατό τον έστειλαν το '49-'50 στη Μακρόνησο, όπου παρέμεινε έως το 1952.
«Η Μακρόνησος», έλεγε ο Φραγκιάς, «είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τόπου συστηματικής ασκήσεως βίας και ομολογημένης επιδίωξης να σπάσουν οι αρμοί που αρθρώνουν τον χαρακτήρα, τη συνείδηση, να εξευτελιστεί η αξιοπρέπεια, να αποσυντεθεί η ιδεολογική συγκρότηση, να διαλυθεί η ατομικότητα και να φτάσει στην εύπλαστη κατάσταση που επιθυμούσαν οι επικρατούντες».
Τα πρώτα πρώιμα γραπτά του έπεσαν θύματα των πολιτικών διώξεων. Έτσι το πρώτο του μυθιστόρημα εκδόθηκε από τον Κέδρο, όταν ήταν ήδη 34 ετών, το 1955. Τίτλος του «Άνθρωποι και σπίτια» και θέμα του η ζοφερή πραγματικότητα της λαϊκής συνοικίας η προσπάθεια των ανέργων ηρώων να βρούνε ψωμί από τη δική τους δουλειά, χωρίς καμιά διάθεση να θυμηθούν το κακό, τα εγκλήματα και τις καταστροφές που είχαν προηγηθεί.
Ύστερα από επτά χρόνια ακολούθησε η έκδοση του δεύτερου μυθιστορήματος, που είναι η «Καγκελόπορτα», ένα έργο-σταθμός για τα ελληνικά γράμματα, την ίδια χρονιά που παίχθηκε το έργο του «Πέντε στρέμματα παράδεισος», το μόνο θεατρικό που έγραψε ο Φραγκιάς σε συνεργασία με τον Γεράσιμο Σταύρου.
Στην «Καγκελόπορτα» της λαϊκής πολυκατοικίας έχουμε τη μοναδική στο μεταπολεμικό μυθιστόρημα κοινωνιοψυχογραφία της ήττας, με ζουμ, στην ατομική ψυχολογία του φόβου και του πανικού του αδιεξόδου. Το έργο αυτό χαρακτηρίσθηκε μεταπολεμική τραγωδία, παραλληλίσθηκε με μια «Ορέστεια χωρίς Ατρείδες», που αναφέρεται αποκλειστικά στη μοίρα των ανωνύμων.
Το επόμενο μυθιστόρημά του είναι «Ο λοιμός». Η πόλη, σ'αυτό το τρίτο έργο του, είναι μία μητρόπολη του φόβου και της ανελέητης καταστολής όπου οι κάτοικοι δεν έχουν συγκεκριμένα ονόματα, είναι ο διψασμένος, ο περιδεής, ο τυχερός. Εργάζονται, σπάζουν πέτρες ή κατασκευάζουν μια γέφυρα στον ξεροπόταμο, ενώ στην άλλη μεριά που μοιάζει με κανονική πόλη, κατασκευάζονται τιμωρίες. Αυτό που προέχει δεν είναι η τιμωρία, αλλά η εθνική επιδημία ο λοιμός, ο εξαγνισμός.
Όταν κηρύχθηκε η δικτατορία το 1967 ο Ανδρέας Φραγκιάς έφυγε μαζί με τη γυναίκα του Κούλα και τις δύο κόρες τους στο Παρίσι. Όμως, επέστρεψε ύστερα από έξι μήνες και εργάσθηκε στη «Δομή» κάνοντας μεταφράσεις, ενώ κατόπιν προσλήφθηκε στην «Καθημερινή», απ' όπου παραιτήθηκε όταν ανέλαβε την εφημερίδα ο Γιώργος Κοσκωτάς.
Το 1985 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος από το τέταρτο και τελευταίο μυθιστόρημά του «Το πλήθος», για ν' ακολουθήσουν την επόμενη χρονιά ο δεύτερος τόμος (συνολικά 400 σελίδες) και το Α' Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Στο «Πλήθος» δεν υπάρχουν πλέον ήρωες, τα πρόσωπα έχουν πολτοποιηθεί, δεν είναι πια άτομα, αλλά μόρια της μάζας, νευρόσπαστα που αναδίδουν οσμές φόβου, κομπάρσοι που καλούνται να παίξουν σε μια ταινία και συνάμα θεατές ενός ανύπαρκτου σεναρίου, που ωστόσο διαμορφώνει τη ζωή τους. Με το «Πλήθος» η εικονική πραγματικότητα επιβάλλεται πλέον στην αληθινή. Οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν μεταβληθεί σ' ένα απρόσωπο άβουλο τηλεδιευθυνόμενο «συμβάν», όπου κυριαρχούν οι αυτοματισμοί της κατανάλωσης και του θεάματος.
Στόχος: να προκύψει ένα σφύριγμα
«Η συγγραφή έλεγε ο Φραγκιάς, είναι μια επικοινωνία, αλλά όχι μόνο. Στο βάθος της εικόνας υπάρχει και ένας βαθμός συνείδησης και όλη η τέχνη συμπυκνώνεται τελικά στην απόδοση αυτού του βαθμού συνείδησης. Τα χαρακτηριστικά της; Μια ένταση ενός πάθους. Μια ένταση ενός ψυχισμού. Μια επιθυμία διατύπωσης, ένα κίνητρο ευθύνης και πολλά άλλα αστάθμητα, κάτι σαν ζωική θερμοκρασία. Κι όλα αυτά, αθροιζόμενα θα πρέπει να δίνουν έναν ορισμένο βαθμό πίεσης του ατμού και μια πυκνότητα, ώστε τελικώς να προκύψει ένα σφύριγμα... από την εκτόνωση του ατμού. Κριτήριο είναι, θα λέγαμε, το πλοίο να πλεύσει, το αεροπλάνο να πετάξει. Διότι, αλλιώς στα λιμάνια, όλα είναι ομοιώματα, πριν επαληθεύσουν τη λειτουργία τους».
Στην απαιτητική δημοσιογραφία
Μετά τη Μακρόνησο, το «Λονγκ Άιλαντ» όπως την αποκαλούσε ο Φραγκιάς με μια δόση χιούμορ, που αποτελούσε ένα από τα συστατικά της προσωπικότητάς του η πρώτη δουλειά που βρήκε ήταν στο «Εμπρός», όπου έκανε ρεπορτάζ Βουλής. Ο Φραγκιάς αγαπούσε τη δημοσιογραφία. «Ο πατήρ του επαγγέλματός μας είναι ο Ηρόδοτος. Η κόρη του δεν είναι η Ιστορία, όπως πιστεύεται, αλλά η δημοσιογραφία», έλεγε σε μια συνέντευξη στα «ΝΕΑ» (21 Μαΐου 1994). Δεν έγραψε όμως ποτέ πολιτικά ούτε πολιτιστικά άρθρα. Έκανε οικονομικό ρεπορτάζ, κοινοβουλευτικό, έρευνες, ύλη, ριράιτινγκ, δεν απέφευγε τη λάντζα της εφημερίδας. Πίστευε ότι η δημοσιογραφία είναι από τα «απόλυτα επαγγέλματα». Απαιτητικό μέχρις ανθρωποφαγίας, που όμως τον δίδαξε την αναζήτηση του ουσιώδους. Τον είχε κατακτήσει «ειδικότερα στο σημείο που», όπως έλεγε, «η δημοσιογραφία επιβάλλει να περιορίσεις τον εαυτό σου σε βαθμό μη υπάρξεως».
Μεταφρασμένος στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσσικά, ουγγρικά και ρουμανικά, ο Αντρέας Φραγκιάς τιμήθηκε μόλις το 2000 με την ύψιστη διάκριση της Πολιτείας, το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
Στο σπίτι του, στο λόφο Σκουζέ, έσβησε στα 80 του, ο τελευταίος μεγάλος των μεταπολεμικών πεζογράφων, Αντρέας Φραγκιάς.
Δεν είχε εκδόσει καινούργιο βιβλίο τα τελευταία 15 χρόνια. Μόνο κάποια αποσπάσματα απο ανέκδοτα πεζογραφήματά του είχε δημοσιεύσει και, στα μέσα της δεκαετίας του '90, στα «ΝΕΑ», μιά σειρά άρθρα για τη Μικρασιατική Καταστροφή και τα Βαλκάνια. Ωστόσο το πνευματικό και ηθικό ανάστημά του Αντρέα Φραγκιά συνέχιζε μεχρι τέλους να αποτελεί μέτρο για τα ελληνικά γράμματα αλλα και για την ελληνική δημοσιογραφία την οποία υπηρέτησε πιστά ως τα μέσα της δεκαετίας του ΄80.
Άνθρωπος σεμνός και στις καθημερινές του επαφές, πνευματώδης, εχθρός των δημόσιων αξιωμάτων ήταν ένας από τους πιο ευαίσθητους και οξυδερκείς ερευνητές της ανθρώπινης ψυχής, όπως αυτή δοκιμάζεται σκληρά μέσα στις απάνθρωπα διαμορφωμένες κοινωνίες του 20ού αιώνα. Κοντά του μέχρι την τελευταία του πνοή, ηταν η σύντροφος της ζωής του Κούλα, και οι κόρες του η Άννα και η Αλεξάνδρα. Η κηδεία του είχε ορισθεί για τις 12.30 σήμερα απο το Τρίτο Νεκροταφείο (Πέτρου Ράλλη και Θηβών).
Ο Φραγκιάς ήταν ένας συγγραφέας σύγχρονος. Άφησε όλα κι όλα τέσσερα μυθιστορήματα, έργα-σταθμούς, ένα για κάθε δεκαετία μετά τον Εμφύλιο πόλεμο. Περιοχή της έρευνάς του είναι ο άνθρωπος, η ανθρώπινη ψυχή, το ασυνείδητο και το συλλογικό ασυνείδητο, όπως εκφράζεται σε κρίσιμες ιστορικά και κοινωνικά περιόδους.
Μέσα από τα μυθιστορήματά του, ανελίσσεται η ανθρώπινη προσπάθεια μετά την ήττα της Αριστεράς στην Ελλάδα πρώτα για απλή επιβίωση, αφήνοντας πίσω το οδυνηρό παρελθόν και τα νικημένα ιδανικά. Κατόπιν η προσπάθεια του ανθρώπου να πετύχει. Νηφάλια και χαμηλόφωνα ο Αντρέας Φραγκιάς μίλησε για την υποταγή και τις ενοχές που ήταν το αντίτιμο για να εξασφαλίσει κάποιος μια θέση σε μια πραγματικότητα που τον εγκλωβίζει. Ερεύνησε κατόπιν τους αδηφάγους μηχανισμούς που επέβαλαν στην κοινωνία και τον άνθρωπο την ομογενοποίηση. Τέλος δε, «προφήτευσε» ότι με την απόλυτη κυριαρχία της τεχνολογίας, η επερχόμενη νέα εικονική πραγματικότητα θα επιβληθεί στην αληθινή πραγματικότητα.
Στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του ο Αντρέας Φραγκιάς ζωγράφιζε ερασιτεχνικά. Τον απασχολούσε ο διάλογος της κοινωνίας και της τέχνης, εκείνο το λεπτό σημείο της «χειραψίας» μεταξύ τους, που μεταδίδει, όπως έλεγε, ένα ηλεκτρικό φορτίο από το ένα χέρι στο άλλο.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1921 και αποφοίτησε απο το Βαρβακειο Λυκειο, οπου συνδέθηκε με φιλία με τον Άρη Αλεξάνδρου. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, αλλά τον πρόλαβε η Κατοχή. Ακολούθησε ένταξή του σε αντιστασιακή ομάδα και η δουλειά στον παράνομο Τύπο και δεν πήρε πτυχίο. Από τα 18 του είχε συνδεθεί με τη Φοιτητική Κομμουνιστική Οργάνωση και ξεκίνησε τη δημοσιογραφία από την «Ελεύθερη Ελλάδα», την εφημερίδα του ΕΑΜ το 1945-47, οπότε και συνελήφθη και εκτοπίσθηκε στην Ικαρία μαζί με τον επίσης στενό φίλο του Δημήτρη Χατζή. Με την κατάταξή του στον στρατό τον έστειλαν το '49-'50 στη Μακρόνησο, όπου παρέμεινε έως το 1952.
«Η Μακρόνησος», έλεγε ο Φραγκιάς, «είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τόπου συστηματικής ασκήσεως βίας και ομολογημένης επιδίωξης να σπάσουν οι αρμοί που αρθρώνουν τον χαρακτήρα, τη συνείδηση, να εξευτελιστεί η αξιοπρέπεια, να αποσυντεθεί η ιδεολογική συγκρότηση, να διαλυθεί η ατομικότητα και να φτάσει στην εύπλαστη κατάσταση που επιθυμούσαν οι επικρατούντες».
Τα πρώτα πρώιμα γραπτά του έπεσαν θύματα των πολιτικών διώξεων. Έτσι το πρώτο του μυθιστόρημα εκδόθηκε από τον Κέδρο, όταν ήταν ήδη 34 ετών, το 1955. Τίτλος του «Άνθρωποι και σπίτια» και θέμα του η ζοφερή πραγματικότητα της λαϊκής συνοικίας η προσπάθεια των ανέργων ηρώων να βρούνε ψωμί από τη δική τους δουλειά, χωρίς καμιά διάθεση να θυμηθούν το κακό, τα εγκλήματα και τις καταστροφές που είχαν προηγηθεί.
Ύστερα από επτά χρόνια ακολούθησε η έκδοση του δεύτερου μυθιστορήματος, που είναι η «Καγκελόπορτα», ένα έργο-σταθμός για τα ελληνικά γράμματα, την ίδια χρονιά που παίχθηκε το έργο του «Πέντε στρέμματα παράδεισος», το μόνο θεατρικό που έγραψε ο Φραγκιάς σε συνεργασία με τον Γεράσιμο Σταύρου.
Στην «Καγκελόπορτα» της λαϊκής πολυκατοικίας έχουμε τη μοναδική στο μεταπολεμικό μυθιστόρημα κοινωνιοψυχογραφία της ήττας, με ζουμ, στην ατομική ψυχολογία του φόβου και του πανικού του αδιεξόδου. Το έργο αυτό χαρακτηρίσθηκε μεταπολεμική τραγωδία, παραλληλίσθηκε με μια «Ορέστεια χωρίς Ατρείδες», που αναφέρεται αποκλειστικά στη μοίρα των ανωνύμων.
Το επόμενο μυθιστόρημά του είναι «Ο λοιμός». Η πόλη, σ'αυτό το τρίτο έργο του, είναι μία μητρόπολη του φόβου και της ανελέητης καταστολής όπου οι κάτοικοι δεν έχουν συγκεκριμένα ονόματα, είναι ο διψασμένος, ο περιδεής, ο τυχερός. Εργάζονται, σπάζουν πέτρες ή κατασκευάζουν μια γέφυρα στον ξεροπόταμο, ενώ στην άλλη μεριά που μοιάζει με κανονική πόλη, κατασκευάζονται τιμωρίες. Αυτό που προέχει δεν είναι η τιμωρία, αλλά η εθνική επιδημία ο λοιμός, ο εξαγνισμός.
Όταν κηρύχθηκε η δικτατορία το 1967 ο Ανδρέας Φραγκιάς έφυγε μαζί με τη γυναίκα του Κούλα και τις δύο κόρες τους στο Παρίσι. Όμως, επέστρεψε ύστερα από έξι μήνες και εργάσθηκε στη «Δομή» κάνοντας μεταφράσεις, ενώ κατόπιν προσλήφθηκε στην «Καθημερινή», απ' όπου παραιτήθηκε όταν ανέλαβε την εφημερίδα ο Γιώργος Κοσκωτάς.
Το 1985 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος από το τέταρτο και τελευταίο μυθιστόρημά του «Το πλήθος», για ν' ακολουθήσουν την επόμενη χρονιά ο δεύτερος τόμος (συνολικά 400 σελίδες) και το Α' Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Στο «Πλήθος» δεν υπάρχουν πλέον ήρωες, τα πρόσωπα έχουν πολτοποιηθεί, δεν είναι πια άτομα, αλλά μόρια της μάζας, νευρόσπαστα που αναδίδουν οσμές φόβου, κομπάρσοι που καλούνται να παίξουν σε μια ταινία και συνάμα θεατές ενός ανύπαρκτου σεναρίου, που ωστόσο διαμορφώνει τη ζωή τους. Με το «Πλήθος» η εικονική πραγματικότητα επιβάλλεται πλέον στην αληθινή. Οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν μεταβληθεί σ' ένα απρόσωπο άβουλο τηλεδιευθυνόμενο «συμβάν», όπου κυριαρχούν οι αυτοματισμοί της κατανάλωσης και του θεάματος.
Στόχος: να προκύψει ένα σφύριγμα
«Η συγγραφή έλεγε ο Φραγκιάς, είναι μια επικοινωνία, αλλά όχι μόνο. Στο βάθος της εικόνας υπάρχει και ένας βαθμός συνείδησης και όλη η τέχνη συμπυκνώνεται τελικά στην απόδοση αυτού του βαθμού συνείδησης. Τα χαρακτηριστικά της; Μια ένταση ενός πάθους. Μια ένταση ενός ψυχισμού. Μια επιθυμία διατύπωσης, ένα κίνητρο ευθύνης και πολλά άλλα αστάθμητα, κάτι σαν ζωική θερμοκρασία. Κι όλα αυτά, αθροιζόμενα θα πρέπει να δίνουν έναν ορισμένο βαθμό πίεσης του ατμού και μια πυκνότητα, ώστε τελικώς να προκύψει ένα σφύριγμα... από την εκτόνωση του ατμού. Κριτήριο είναι, θα λέγαμε, το πλοίο να πλεύσει, το αεροπλάνο να πετάξει. Διότι, αλλιώς στα λιμάνια, όλα είναι ομοιώματα, πριν επαληθεύσουν τη λειτουργία τους».
Στην απαιτητική δημοσιογραφία
Μετά τη Μακρόνησο, το «Λονγκ Άιλαντ» όπως την αποκαλούσε ο Φραγκιάς με μια δόση χιούμορ, που αποτελούσε ένα από τα συστατικά της προσωπικότητάς του η πρώτη δουλειά που βρήκε ήταν στο «Εμπρός», όπου έκανε ρεπορτάζ Βουλής. Ο Φραγκιάς αγαπούσε τη δημοσιογραφία. «Ο πατήρ του επαγγέλματός μας είναι ο Ηρόδοτος. Η κόρη του δεν είναι η Ιστορία, όπως πιστεύεται, αλλά η δημοσιογραφία», έλεγε σε μια συνέντευξη στα «ΝΕΑ» (21 Μαΐου 1994). Δεν έγραψε όμως ποτέ πολιτικά ούτε πολιτιστικά άρθρα. Έκανε οικονομικό ρεπορτάζ, κοινοβουλευτικό, έρευνες, ύλη, ριράιτινγκ, δεν απέφευγε τη λάντζα της εφημερίδας. Πίστευε ότι η δημοσιογραφία είναι από τα «απόλυτα επαγγέλματα». Απαιτητικό μέχρις ανθρωποφαγίας, που όμως τον δίδαξε την αναζήτηση του ουσιώδους. Τον είχε κατακτήσει «ειδικότερα στο σημείο που», όπως έλεγε, «η δημοσιογραφία επιβάλλει να περιορίσεις τον εαυτό σου σε βαθμό μη υπάρξεως».
Μεταφρασμένος στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσσικά, ουγγρικά και ρουμανικά, ο Αντρέας Φραγκιάς τιμήθηκε μόλις το 2000 με την ύψιστη διάκριση της Πολιτείας, το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
Τα Νέα 7/1/2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου