Αναγνώστες

Σάββατο 9 Ιουνίου 2007

Δημήτρης Ραυτόπουλος Βιολέτες για τον Αντρέα Φραγκιά


Βιολέτες για τον Αντρέα Φραγκιά

...κι όπως χιόνιζε άνοιξα το Ευαγγέλιο αλλά χιόνιζε κι εκεί.
(Τ. Λειβαδίτης, "Βιολέτες για μια εποχή")
Αποχώρησε το ίδιο σεμνά και αθόρυβα όπως πορεύτηκε σ' όλη του τη ζωή και στη γραφή του. Λευκά. Σε μια πόλη σκεπασμένη με άσπρο σάβανο, μια χώρα παράλυτη, με παγωμένη ακόμα και την πληροφόρηση (οι εφημερίδες δεν πέρασαν την εθνική οδό), χωρίς συγκοινωνία, χωρίς επικοινωνία. Ανεπίσημα. Απούσης της Πολιτείας, απόντος του Πολιτισμού. Και απόντων, αναγκαστικά, των περισσότερων από μας, τους φίλους, συναγωνιστές, συναδέλφους. "Δε βαριέσαι... δε... δεν ήμουνα ούτ' εγώ εκεί", σαν να τον ακούω ν' απαντάει στην τύψη μας ο Αντρέας με το καλοσυνάτο χαμόγελο, το ελαφρό τραύλισμα και το αιώνιο χιούμορ του ή το λογοπαίγνιο. Θυμάμαι. Καλοκαίρι του $67 στο Παρίσι, ένα απόγευμα τρώγαμε με τον Αντρέα στην καντίνα του Λυκείου "Λουί λε Γκραν", ανοιχτή στις διακοπές για τους μετεξεταστέους της Δημοκρατίας, Έλληνες, Τούρκους, Αφρικανούς. "Δόξα να 'χει ο Λουδοβίκος ο Μέγας", είπα στα επιδόρπια. "Ο Μέγιστος", με διόρθωσε ο Φραγκιάς. "Βασιλικό τραπέζι... και σχεδόν τζάμπα", του λέω. "Μα το 'χε πει ο άνθρωπος: Λεφτά σ' ε μουά" (L'Etat c'est moi). Ομότιμος του Τ. Λειβαδίτη, του Α. Αλεξάνδρου, του Δ. Χατζή, ο Φραγκιάς είναι ο συγγραφέας των ταπεινών, της λαϊκής συνοικίας και της αυλής (με μικρό άλφα), με τους άνεργους, τους ημερομίσθιους, τους επιχειρηματίες της ανάγκης, τους φτωχούς διαβόλους, τους καταδιωκόμενους και τις γυναίκες τους. Ο κόσμος του είναι αποκλειστικά ο μεταπολεμικός. Μια στρατιά ηττημένη του νικηφόρου πολέμου και του εμφύλιου των εκατέρωθεν ηττημένων. Μια μεταπολεμική Ορέστεια άδοξη, χωρίς τραγικό μεγαλείο, δίχως Ατρείδες, με απλούς στρατιώτες αφοπλισμένους και με τις μαρτυρικές γυναίκες τους. Ένα πεδίο μετά τη μάχη, με αιχμάλωτους στο φρικτό στρατόπεδο του Λοιμού, με το λαό, τέλος απόλυτα αλλοτριωμένο σε Πλήθος, παγιδευμένο σ' ένα τεράστιο προσομοιωτή Πολιτείας και ζωής, που στήνει ο παντοδύναμος μηχανισμός μιας αόρατης εξουσίας, χωρίς κύρια πρόσωπα, αποκλειστικά με κομπάρσους. Το Πλήθος (ο πρώτος τόμος) βγήκε το 1984, επικαιροποιώντας αυτή τη χρονολογία την περίφημη αλληγορία ολοκληρωτισμού του Όργουελ. Ο κοινωνισμός του Α. Φραγκιά, που ξεκίνησε μ' έναν ιδιότυπο νεο-ρεαλισμό (Άνθρωποι και σπίτια, Η Καγκελόπορτα), εξελίχθηκε έτσι σ' ένα μετα-ρεαλισμό της εικονικής πραγματικότητας, προφητικό -ας μου επιτραπεί η μεγάλη λέξη-, τη στιγμή ακριβώς που οι σχετικές θεωρίες του "κυβερνοχώρου", των "προσομοιωτών" της "δυνητικής πραγματικότητας" ξεμύτιζαν στην Αμερική. Είναι μια άποψη για το Πλήθος (εν μέρει και για τον Λοιμό) που δεν προσέχτηκε από την κριτική, ώστε να προβληθεί το δύσκολο αυτό έργο, πνιγμένο κάτω από τη μάζα της ανούσιας, ανόσιας, ανώδυνης και ψευτο-τολμηρής ή ψευτο-πρωτοποριακής βιβλιοπαραγωγής και τον τεχνητό θόρυβο. (Την άποψή μου για τον Λοιμό και το Πλήθος, όπως και για τα δύο προηγούμενα έργα του Φραγκιά, έχω αναπτύξει με τη συνεργασία μου στο Αφιέρωμα στον Α. Φραγκιά του περιοδικού "Αντί", τχ. 714, 26 Μαϊου 2000, και δεν σηκώνει να τα επαναλάβω εδώ). Ίσως όμως εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το ήθος και η ψυχο-πνευματική ποιότητα αυτής της πρόζας. Κείμενο ήρεμο, ακόμα και στις βάναυσες σκηνές, κοντινό, βατό και στην πιο μαύρη νύχτα του. Και τίμιο, χωρίς επίδειξη, φιοριτούρα ή ρητορεία, στυλιστική μπραβούρα. Με κρυφή, σεμνή τρυφερότητα. Αυτός ο ταπεινός κόσμος του Φραγκιά είναι αποκλειστικά αστικός και σημερινά προβληματικός. Χαρακτηριστικά μάλιστα περνάει στην κατάργηση του "ήρωα" και στην απόλυτη ανωνυμία με τον Λοιμό. Δεν υπάρχουν αναφορές στο παρελθόν πιο πίσω από την Κατοχή, δεν υπάρχουν ανιόντες των προσώπων, δεν συναντάμε περιγραφές χώρων πέρα από τα στοιχειώδη, ούτε αναφορές στη φύση (όπως στον Λειβαδίτη και στον Αλεξάνδρου), ούτε στην παράδοση, ούτε σε άλλες εκδηλώσεις της ζωής, στον ερωτισμό λ.χ. ή στη γιορτή. Ένας κόσμος σοβαρός, αποκλειστικά ενηλίκων. Εντυπωσιακά απουσιάζει το παιδί, εκτός αν είναι μέσα στην κοιλιά της μάνας του, σαν να εξαιρείται ή να προστατεύεται απ' αυτή τη σκληρότητα. Στον ενήλικο κόσμο του Φραγκιά είναι σαν να προβάλλεται ένας "πεζός" στίχος του Λειβαδίτη: ...και σκέφτομαι πως αυτό που μας μεγαλώνει είναι η ίδια η παιδικότητα, που μας διώχνει για να μην, τελικά, εννοήσουμε. ("Νυχτερινός επισκέπτης") Μαζί με την πρόνοια αυτή της παιδικότητας, που ο Φραγκιάς ξέκλεψε λίγη και πήρε μαζί του μεγαλώνοντας, ο συγγραφέας των ταπεινών διατήρησε εκείνη την ιδιότυπη αθωότητα, την καθαρότητα της ψυχής και την τιμιότητα, που όλοι του γνωρίσαμε. Φεύγοντας ο Φραγκιάς, η οπισθοφυλακή των εμπόλεμων γενεών μπορεί ν' αδυνάτισε, αλλ' αυτό το 'χει μάθει πια. Κρατάμε τον άφθαρτο Αντρέα Φραγκιά, της μνήμης μας και των σελίδων του. Ετάφη κάτω από την ασπροντυμένη γη του Γ Νεκροταφείου, την περιτριγυρισμένη από τις δυτικές συνοικίες όπου έζησε, έδρασε, έγραψε. Δεν μπορώ παρά να τελειώσω τις λίγες αυτές γραμμές, ρίχνοντας στο άσπρο χαρτί πάλι βιολέτες του Λειβαδίτη: ...Λένε μάλιστα πως όταν πέθανε ακολούθησαν τη νεκρική πομπή όλες οι λάμπες πετρελαίου των θλιμμένων προαστίων, χαμηλωμένες βέβαια για την περίσταση
Αυγή 12/1/2002

Δεν υπάρχουν σχόλια: