Η κατάθεση του Αντρέα Φραγκιά, μαρτυρία μιας δύσκολης εποχής
Το μυθιστορηματικό έργο του Αντρέα Φραγκιά αποτελεί την πιο αξιόπιστη μαρτυρία για την ελληνική μεταπολεμική πραγματικότητα, όπως την είδε, την έζησε και τη μετέπλασε με τα μάτια ενός πολιτικοποιημένου και ενταγμένου στον χώρο της αριστεράς νέου. Κύριο βέβαια χαρακτηριστικό πολλών πεζογράφων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς είναι η έντονη πολιτικοποίησή τους. Η ιδεολογική τους όμως ένταξη, συνεπικουρούμενη από το βαρύ φορτίο των εμπειριών της Κατοχής και του Εμφύλιου, είχε ως επακόλουθο τη θεματική τους ανανέωση και την ανατροπή κάποιων δεδομένων στο επίπεδο της γλώσσας και της γραφής. Παρότι όμως η πολιτικοποίηση μετατρέπεται πολλές φορές σε ανασταλτικό παράγοντα, στην περίπτωση του Φραγκιά έπαιξε τον ρόλο ενός διακριτικού φορτιστή των ιστοριών του. Χάρη στη συγγραφική του ιδιοφυϊα, κατορθώνει πάντοτε να βλέπει την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια της ψυχής του και όχι των ιδεολογικών του προθέσεων. Τα μυθιστορήματά του, που αποτελούν ένα μυθιστόρημα εν προόδω, αντανακλούν τις διάφορες φάσεις μιας διαρκώς εξελισσόμενης πραγματικότητας. Δεν ήταν βέβαια στις προθέσεις του να συνθέσει μια ολοκληρωμένη τοιχογραφία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Αυτό προέκυψε από την ίδια την πραγματικότητα, που τον κατέκλυζε και ζητούσε τη μετάπλασή του. Παγιδευμένος, όπως και οι ήρωές του, στα γρανάζια μιας δύσκολης εποχής, μυθοποιεί τις ιστορίες τους, ισορροπώντας πάντοτε ανάμεσα σε μια εμφανή αλλά διακριτικά συμπαθητική στάση απέναντι στα ιστορούμενα και μια αποστασιοποίηση από αυτά. Διατηρώντας τα οράματα της νεότητάς του, αντικρίζει με μια σπάνια ενορατική διάθεση την εκάστοτε πραγματικότητα και την απεικονίζει. Έτσι, σταδιακά, κατέληξε σε ό,τι ο ίδιος επιγραμματικά επισήμανε: "Όσο πιο πολύ κοιτάζεις μια πραγματικότητα, τόσο αυτή η πραγματικότητα σε οδηγεί στην αυτοσυμβολοποίησή της"^1^. Βασισμένοι σ' αυτή την καιρία επισήμανσή του, θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τη συγγραφική του εργασία σε δύο περιόδους, την πρώτη, που ρέπει προς τη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας (Άνθρωποι και σπίτια, Η Καγκελόπορτα), και τη δεύτερη, που τείνει προς τη συμβολοποίησή της (Λοιμός, Το πλήθος Ι, ΙΙ). Στο Άνθρωποι και Σπίτια (1955) η αφήγηση εντοπίζεται στον αγώνα κυρίως της επιβίωσης, υπό το βάρος μιας ανεπανάληπτης εποχής, της Κατοχής. Στην Καγκελόπορτα (1962) η ζωή των μυθιστορηματικών προσώπων είναι εγκλωβισμένη στα γρανάζια των μηχανισμών ενός καθαρά αστυνομικού κράτους. Στο μυθιστόρημα αυτό ο αφηγητής παρακολουθεί, με συμπαθητική κατανόηση, τη σταδιακή μεταλλαγή και αλλοτρίωση των νέων της Κατοχής, που ξεκίνησαν με οράματα για έναν καλύτερο κόσμο και τώρα είτε σαπίζουν στις φυλακές και φυγοδικούν είτε προσπαθούν να αναδειχθούν οικονομικά, υπό την πίεση των νέων οικονομικών συνθηκών της δεκαετίας του $50. Στα μυθιστορήματα αυτά ο συγγραφέας, αν και παραμένει πιστός στις προδιαγραφές της ρεαλιστικής πεζογραφίας, ρέπει σ' έναν ποιητικό ρεαλισμό, που απορρέει όχι τόσο από τον γνώριμο γλωσσικό λυρισμό της παλαιότερης πεζογραφίας μας, αλλά κυρίως από την όλη ατμόσφαιρα και πιο συγκεκριμένα τη συναισθηματική υγρότητα και εσωτερικότητα των διαλογισμών και των ψυχικών καταστάσεων των μυθιστορηματικών προσώπων. Ενώ όμως στα δύο πρώτα μυθιστορήματα παρακολουθούμε τη ζωή των μυθιστορηματικών προσώπων, που ζουν σ' έναν συγκεκριμένο τόπο (την Αθήνα) και χρόνο (τη μεταπολεμική περίοδο), με τον Λοιμό (1972) το σκηνικό αλλάζει. Υπό το βάρος των ζοφερών εμπειριών της Μακρονήσου, που δεν κατονομάζεται, ο συγγραφέας, ρέποντας στη συμβολοποίηση, ανατρέπει τα δεδομένα της ρεαλιστικής πεζογραφίας: δεν διαγράφει χαρακτήρες, αδιαφορώντας για τη σταδιακή ανέλιξη του μύθου και τη συνεχή διέγερση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη με την πλοκή, εκείνο που τον ενδιαφέρει, αποκλίνοντας προς το στοιχείο του απίθανου και του παράλογου, είναι να δώσει όλο το κλίμα του ζόφου, του τρόμου και της αλλοτρίωσης των συνειδήσεων. Οι ήρωές του ζουν σαν σκιές σ' έναν κόσμο στον οποίο δεσπόζει το παντοδύναμο καταπιεστικό σύστημα με τους υπηρέτες του, βασανιστές και βασανιζόμενους. Όσα συμβαίνουν, παρότι φαντάζουν απίθανα, αντιστοιχούν στην πραγματικότητα των καιρών μας, σε παγκόσμιο όμως επίπεδο. Κι αυτό είναι το κύριο επίτευγμα του μυθιστορήματος: υπερβαίνοντας τα όρια της ελληνικής πραγματικότητας, διευρύνει τους στόχους του καλύπτοντας το πλέγμα των καταπιεστικών μηχανισμών που κυριάρχησαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Στο Πλήθος (Ι 1985, ΙΙ 1986), η δράση εκτυλίσσεται σε μια μεγάλη ανώνυμη πόλη κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Η συμβολοποίηση της πραγματικότητας φτάνει εδώ το έπακρο, παραπέμποντας ευκρινώς στον παραλογισμό του σύγχρονου κόσμου και της υπαρκτής αλλά αφανούς αρχής, που θέλει να πλάσει έναν άνθρωπο τυποποιημένο, όπως τα σύγχρονα προϊόντα. Έτσι, ο λαός, που κάποτε ήταν δημιουργός της Ιστορίας, μετατρέπεται σε πλήθος και γίνεται απλός κομπάρσος. Οι άνθρωποι, έχοντας χάσει τα συλλογικά τους οράματα, αποβλέπουν μόνο στην ικανοποίηση των ατομικών τους επιδιώξεων. Μα το μυθιστορηματικό του έργο ο Αντρέας Φραγκιάς κατέγραψε τη διολίσθηση των ηρώων του από τα μεγάλα οράματα της Κατοχής και την εφιαλτική δοκιμασία του Εμφύλιου στη σημερινή παράλογη και απάνθρωπη ζωή, όπως αυτή διαμορφώθηκε υπό το βάρος της ανάγκης για επιβίωση και οικονομική άνοδο. Ρέποντας πάντοτε στη συγγραφή ευρύτερων συνθέσεων, καταφεύγει σε μια αφηγηματική τεχνική, που αποτελεί ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά του προσωπικού του ύφους. Η ανέλιξη του αφηγήματος σε παράλληλα επίπεδα, που εναλλάσσονται σαν κινηματογραφικά πλάνα, δίνει στον αφηγητή τη δυνατότητα: α) να διεισδύει σταδιακά στη ζωή των προσώπων και το κλίμα της εποχής, β) να ρίχνει το βάρος περισσότερο στην ατμόσφαιρα αυτής της εποχής και λιγότερο σε μια ενδελεχέστερη διαγραφή των χαρακτήρων και γ) να διατηρεί μια διακριτικά συμπαθητική στάση απέναντι στα ιστορούμενα, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα φορτισμένη συγκινησιακά, σε τόνους όμως ελάσσονες. Θα ήθελα να κλείσω αυτή τη συνοπτική παρουσίαση του έργου του επισημαίνοντας πως ο Αντρέας Φραγκιάς δεν έχασε ποτέ την πίστη του προς ένα καλύτερο μέλλον, ακόμη και στα δύο τελευταία μυθιστορήματα. Θα προτιμήσω όμως να παραθέσω ένα σύντομο απόσπασμα από το Πλήθος. Συζητούν η Λητώ και ο Στράτος Ζήσης, ο σεναριογράφος κατά το έργο, που παρακολουθούν ταινίες αμέτρητες, οι οποίες μεταφέρουν τις ασυνεχείς εικόνες της Ιστορίας και της ζωής. Η συζήτησή τους, που συμπυκνώνει την ιστορική πείρα του συγγραφέα, είναι αποκαλυπτική: "Τώρα οι εικόνες περνάνε πολύ αργά". "Η μηχανή καίει ανθρώπους! Να, για δες", λέει η Λητώ. Πιο αργά. Έτσι γίνεται. Παίρνουν από τους στριμωγμένους. Ένας ένας περνάει την τρεμάμενη σιδερένια γέφυρα που τους ενώνει με τη μηχανή. Άλλους τους σέρνουν βίαια. Το τρένο προχωράει, το καύσιμο αυτό φαίνεται να είναι πολύ ισχυρό. Το βλέπουν κι άλλες φορές, μπρος - πίσω. "Ο μύθος θέλει για καύσιμο ανθρώπους. Μ' αυτό προχωρά το τρένο". "Πώς το είπες;" φώναξε ο Στράτος. "Η μηχανή χρησιμοποιεί για καύσιμα ανθρώπους. Αυτό το σενάριο συνεχίζεται αιώνες τώρα". (Το Πλήθος, ΙΙ, σ. 393, α$ έκδ., Κέδρος, 1986) (Βλ. περ. Το Δέντρο, χρ. 14, τόμ. 9, τχ. 66, Ιαν.-Μάρτ. 1992, σ. 16).
Αυγή 11/1/2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου