Αναγνώστες

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

Αλέξανδρος Αργυρίου


Αποχαιρετισμός ενός μια ζωή φίλου

Το ότι η λογοτεχνία είναι ο φτωχός συγγενής όχι μόνο της ελληνικής πολιτείας αλλά και του καθ' ύλην αρμοδίου υπουργείου Πολιτισμού δεν χρειαζόταν να το διαπιστώσομε άλλη μια φορά ακόμη, με την απώλεια του Αντρέα Φραγκιά. Ωστόσο υπάρχουν και μερικά όρια που, όταν τα υπερβαίνουν κάποιοι επαρκείς ενδεδειγμένοι, συνιστούν αποκλειστικά σκάνδαλο αφού δεν μπορεί να τους καταλογιστούν ως μωρίες. Άλλωστε πρόκειται για μια μόνιμη συνθήκη και ας μην έχομε αυταπάτες ότι εις το μέγα πανελλήνιον η καλή λογοτεχνία έχει πολλούς ευεπίφορους αποδέκτες. Η διαπίστωση του Κωστή Παλαμά εξακολουθεί να ισχύει. "Εν τω στενώ φιλολογικώ κύκλω, μέσα εις τον οποίον, κακά ψυχρά, ακινητούμεν ή στριφογυρίζομεν [...]" (1886). Το πόσο σημαντικός συγγραφέας υπήρξε ο Φραγκιάς για τα ελληνικά γράμματα αποτελεί υπόθεση που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Ένας γραπτός λόγος (στην αρχική φάση) σε πρώτο επίπεδο βατός αλλά και χωρίς να ολισθαίνει σε λαϊκίστικες ευφράδειες, με θεματικό πεδίο που επέτρεπε την άμεση πρόσβαση και επαλήθευση της κατατιθέμενης ύλης, αλλά και ταυτόχρονα αποτυπωμένο το πεδίο αναφοράς χωρίς ρητορικές κορόνες, είχε τα αναγκαία και ικανά γνωρίσματα μιας γραφής υψηλής απόδοσης, την οποία αναγνώριζε η σύγχρονη κριτική, και χωρίς τη διαμεσολάβησή της- ένα κοινό που ο αριθμός του διαρκώς μεγάλωνε. Όσο θυμάμαι το δεύτερο βιβλίο του, η Καγκελόπορτα (1962), έκανε πάνω από 15 επανεκδόσεις. Ήταν ικανοποιητικό το ότι ο Φραγκιάς απολάμβανε την "εύνοια του δήμου και των σοφιστών". Ο ιδιαίτερα προσεκτικός στις κρίσεις του Λίνος Πολίτης, αναφερόμενος στον Λοιμό (1967/1971), το τρίτο του μυθιστόρημα, στο οποίο διαφοροποίηση της γραφής και του χειρισμού του πραγματικού υλικού σε φαντασιακό πεδίο, παραθέτει -ήγουν αναγνωρίζει- την ακόλουθη κρίση του Αλέξανδρου Κοτζιά: όπου δίνεται "με αδρές γραμμές η κόλαση της επιστημονικά οργανωμένης απανθρωπίας της εποχής μας". Και για να συνεκτιμήσομε τη σημασία τους, ο Ιταλός νεοελληνιστής Μάριο Βίττι, ο οποίος δεν είναι άμεσα εξαρτημένος από τα ιστορικά μας αινίγματα και τα δικά μας βιωματικά δεδομένα, γράφει για τον Λοιμό: "Οι διαστάσεις του βιβλίου παρατείνουν τη φρίκη και η διάρκεια των περιστατικών ποτίζει βαθειά τον αναγνώστη με τη συντριβή που προξενεί η εξουθένωση". Ανάλογα και ο Γάλλος κριτικός Υμπέρ Ζουέν ("Le Monde", 30.3.1979), υποδέχεται και διαβάζει το έργο στη γαλλική του μετάφραση. Δεν ψάχνω να βρω επιχειρήματα. Απλώς μου χρειάζεται να υπογραμμίσω κάποιες αναγνώσεις, πέρα από το δικό μας βασίλειο, με τις οποίες έμμεσα υποδεικνύεται ότι οι καταγραφές του στοχαστικού και ευαίσθητου αυτού συγγραφέα υπερβαίνουν τα δεδομένα από τα οποία κατάγονται, επειδή εντάσσονται στην "ανθρώπινη μοίρα" -για να αντιγράψω τον Αντρέ Μαλρώ. Δεν χρειάζεται να παραγνωρίζομε ότι η μεταπολεμική Ελλάδα έζησε καταστάσεις που ήταν αδιανόητες για τη δυτική Ευρώπη -όπου και "υψηλώ ονόματι" ενταχθήκαμε. Που συνεπάγεται ότι ελληνικός μεταπολεμικός βίος, αν τον δει κανείς στις λεπτομέρειες και τους παραλογισμούς του, καταντά μέσα στο α-νόητό του μη αναγνώσιμος για τους ξένους. Ο Αντρέας Φραγκιάς με την εκτενή παιδεία του και το συγγραφικό του "ένστικτο" διέφυγε τον κίνδυνο μιας στεγανής οπτικής. Η φτώχεια η μοναξιά και η απελπισία (δανείζομαι τη φράση από ποιητή) που καταγράφει με ανυπόκριτη ταπεινοφροσύνη, έχουν μεν συγκεκριμένο "τόπο" αλλά και ανάγονται σε "μη τόπο", καθώς οριοθετούν (με υπόγεια μέσα) ένα δραματικό περιβάλλον. Κρίνοντας την Καγκελόπορτα ο Δημήτρης Ραυτόπουλος υπήρξε πρώιμα -επ' αυτού- πιο κατηγορηματικός. Δεν ξέρω αν μιλώντας για συγγραφική οπτική που κατάγεται από την αριστερά, παραμένει να είναι ακαθόριστο το πρόβλημα για το οποίο μιλάμε. Δεν είναι η περίσταση να μιλήσομε "περί αυτού" τού (σήμερα) νεφελώματος, αλλά και δεν θέλω να αμφισβητήσω ότι το έργο του Φραγκιά, όπως και ο πολίτης Φραγκιάς εκεί δικαίως κατατάσσεται, με δεδομένο πως το πεδίο της εν λόγω αριστεράς δεν οριοθετείται από χειραγωγούς. Ωστόσο ισχυρίζομαι ότι ο ιδεολογικός κόσμος του είναι συγκροτημένος και με τις ιδέες της αριστεράς αλλά όχι αποκλειστικά. Ή τουλάχιστον μιας αριστεράς που η διαμόρφωσή της αρχίζει -μιλώ σχηματικά- από τους Εγκυκλοπαιδιστές και τους Ουτοπιστές, που ποτέ δεν λησμόνησε, αφού δεν έδειξε να εγκιβωτίζεται σε πολιτικά στερεότυπα. Ένα από αυτά, που εδώ κυρίως μας ενδιαφέρει, ήταν και ο "σοσιαλιστικός ρεαλισμός" -οι εφαρμογές του: ως παρωδίες αμφοτέρων των όρων της συμφωνίας- τον οποίο το έργο τού Φραγκιά έμπρακτα απέρριπτε με απλό εφόδιο: τη στόφα του αυθεντικού και ("σε τελική ανάλυση" θα έλεγε ο Φρίντριχ Ένγκελς) "ανιδιοτελούς" συγγραφέα. Δεν αποϊδεολογοποιώ το έργο και τον συγγραφέα. Κρίνω όμως ότι ο μυθιστορηματικός λόγος, εκείνος του τελευταίου και δύσβατου (για ανυπόμονους αναγνώστες) που σκηνοθετείται στο Πλήθος (με την υποδειγματικά ευανάγνωστη ροή) δεν συνθέτει το ιδεολόγημα μιας αλώβητης ιδεολογίας αλλά κατασκευάζει το ικρίωμα μιας αίσθησης -πέραν των ιδεών και των αποσχηματισμών τους- που μεταφράζεται σε συνείδηση μιας καθημερινότητας στερημένης από όλους τους "μετά τα φυσικά" όρους ύπαρξης.
Αυγή 12/1/2002

Δεν υπάρχουν σχόλια: