Ερη Σταυροπούλου
Προτάσεις ανάγνωσης για την πεζογραφία μιας εποχής (Μ. Αλεξανδρόπουλος, Σπ. Πλασκοβίτης, Α. Φραγκιάς, Μ. Χάκκας, Δ. Χατζής) «ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΟΚΟΛΗ», ΣΕΛ. 247
Οι Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Σπύρος Πλασκοβίτης, Αντρέας Φραγκιάς, Μάριος Χάκκας και Δημήτρης Χατζής είναι πέντε πεζογράφοι που, κατά γενική ομολογία, διαδραμάτισαν, ο καθένας με τον τρόπο του, σημαντικό έως σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση του τοπίου της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας. Γεννημένοι μέσα σε ένα χρονικό διάστημα μικρότερο της εικοσαετίας (το 1913 ο μεγαλύτερος Χατζής και το 1931 ο μικρότερος Χάκκας), έχουν, κατά κάποιον τρόπο, κοινά βιώματα: δέχονται, άμεσα ή έμμεσα, το εκτόπισμα ή τον απόηχο των γεγονότων και των συνακόλουθων καταστάσεων που συγκλόνισαν την Ελλάδα κατά τη δεκαετία του '40 (Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, ήττα των προοδευτικών δυνάμεων κ.λπ.) και αντιδρούν ο καθένας με τον τρόπο που του υπαγορεύουν η μορφή και ο βαθμός της εμπλοκής του με τα δρώμενα και τα τεκταινόμενα της εποχής, αυτή ή εκείνη η πτυχή της πραγματικότητας με την οποία ήρθε σε επαφή, η περιπέτεια του ατομικού του βίου, η παιδεία του, η κοινωνική του συνείδηση, και, βεβαίως, η ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα.Είναι, θα μπορούσε να πει κάποιος, πέντε πεζογράφοι που, παρά τις σημαντικές διαφορές που χαρακτηρίζουν το έργο τους, διαπνέονται απο τα ίδια, επάνω - κάτω, ιδεώδη, σχετικά με την ευθύνη που πρέπει να χαρακτηρίζει -μάλλον να βαραίνει- το μεταπολεμικό συγγραφέα και πνευματικό άνθρωπο γενικότερα. Η ιδεολογία του και ο απ' αυτήν εξαρτημένος κοινωνικός προβληματισμός τους συνδέονται, σε άλλον περισσότερο σε άλλον λιγότερο, με τις ιδεολογικές, πολιτικές και ευρύτερες κοινωνικές ζυμώσεις, αντιπαραθέσεις και αιματηρές συγκρούσεις που συγκλόνισαν τον τόπο επί δύο ολόκληρες δεκαετίες (του '40 και του '50) και βάλε. Γεγονός που συντέλεσε στο να διακατέχονται -και οι πέντε- από τη στιγματική, για όλους σχεδόν τους σημαντικούς συνοδοιπόρους και ομοτέχνους τους, αγωνία -όπως πολύ σωστά την προσδιόρισε ο Φραγκιάς- να κατανοήσουν τη ρευστότητα της εποχής τους και να την εκφράσουν με τρόπο εναρμονισμένο με τα σύγχρονα ρεύματα της Δύσης, χωρίς ωστόσο να χάσουν την επαφή τους με την ελληνική πραγματικότητα. Είναι, με άλλα λόγια, πέντε συγγραφείς, οι οποίοι μεριμνούν να συνθέσουν και να αποδώσουν αφηγηματικά πτυχές της εποχής τους· επιμέρους σκηνές ενός συγκλονιστικού δράματος, στις οποίες άλλος πρωταγωνίστησε, άλλος υπήρξε πάσχων θεατής, άλλος συμμετείχε συναισθηματικά, από απόσταση χρόνου ή τόπου κ.λπ., ανάλογα, δηλαδή, με τη σκοπιά από την οποία είδε, έζησε και προσέλαβε ο καθένας τα δρώμενα και τον αντίκτυπό τους και, βέβαια, με τρόπους ανταποκρινόμενους στις επιταγές αυτής ακριβώς της σκοπιάς. Γι' αυτό και το πλαίσιο της πεζογραφίας όλων ανεξαιρέτως είναι η εποχή τους (άλλοτε με σαφήνεια προσδιορισμένη και άλλοτε, τουλάχιστον φαινομενικά, απροσδιόριστη αλλά «παραπεμπτική», όπως συμβαίνει και με τους τόπους, που, κι αυτοί, άλλοτε δηλώνονται άμεσα και άλλοτε εύγλωττα υπονοούνται) με συχνές αναδρομές, που φτάνουν ώς τα τραγικά γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.Αυτά τα λίγα για τους πεζογράφους, που το έργο τους -το έργο τους αποκλειστικά και καθόλου η όποια ιδεολογική εμπλοκή, πολιτική ή κοινωνική δραστηριότητά τους- κίνησε το μελετητικό ενδιαφέρον της συγγραφέως. Η οποία, με θεωρητική αφετηρία τον κανόνα του Μπαχτίν ότι «κάθε λόγος είναι ιδεολογικά φορτισμένος», επιχειρεί να επισημάνει τους τρόπους που μετήλθε ο καθένας απ' αυτούς, προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους του· στόχους υπαγορευόμενους από την αίσθηση του χρέους που τον διακατέχει απέναντι στην τέχνη και απέναντι στη ζωή, καθώς και από την αγωνία του να μην προδώσει ούτε τη μία ούτε την άλλη.Ενώ ξεκινά με την πεποίθηση ότι «κέντρο και κατάληξη της μελέτης ενός λογοτεχνικού έργου είναι το ίδιο το λογοτεχνικό έργο», δεν παραβλέπει την ανάγκη της συνεξέτασης της παραμέτρου του συγγραφέα, ούτε τη βαρύτητα των συνθηκών της εποχής, μέσα στην οποία ο συγγραφέας αυτός έζησε και δημιούργησε. Και, χωρίς να θέλει να καταλήξει σε γενικά συμπεράσματα και σε διάφορες ισοπεδωτικές γενικεύσεις, στρέφει την προσοχή της σε συγκεκριμένα έργα των πεζογράφων που την απασχόλησαν, υπό την προϋπόθεση ότι τα έργα αυτή της δίνουν τη δυνατότητα να εντοπίσει να να αναδείξει κάποια θεματικά μοτίβια διάσπαρτα στο σύνολο της δημιουργίας τού καθενός, ενδεικτικά του ιδεολογικού του φορτίου και του «σταθερού προβληματισμού του επάνω σε συγκεκριμένες αφηγηματικές τεχνικές».Βεβαίως, όσο κι αν είναι μέσα στις δηλωμένες προθέσεις της να αποφύγει τα γενικά συμπεράσματα, δεν μπορεί να μη σταθεί στον καταλυτικό ρόλο που διαδραματίζει, στους πεζογράφους που την απασχολούν, η μνήμη -το συνεκτικό αυτό στοιχείο της ταυτότητάς τους: Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζονται, άπαντες, τις αναμνήσεις τους· το πώς αυτές συμβάλλουν στην επιλογή των θεμάτων τους, επιβάλλοντας και τον τρόπο ή τους τρόπους της αφηγηματικής τους εκμετάλλευσης και οδηγώντας, συχνά, στην «κρυφή ή φανερή αυτοβιογράφηση, στο συνειρμικό τρόπο γραφής». Οπως δεν μπορεί να μην αναφέρει την τεράστια επίδραση που άσκησαν ο Κάφκα και ο Καμί στους σημαντικότερους, τουλάχιστον, μεταπολεμικούς μας πεζογράφους, ενισχύοντάς τους στην πρόθεσή τους να εκφράσουν το κλίμα της αλλοτρίωσης του παραλόγου και της αποξένωσης, όπως το βίωσαν στη μεταπολεμική-μετεμφυλιακή Ελλάδα.Για να κλείσει την πολύ ενδιαφέρουσα αναγνωστική της περιδιάβαση σε ένα τμήμα της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας, με την καίρια επισήμανση, με την αμφισβήτηση, μάλλον, της άποψης ότι «ιδιαίτερα οι παλαιότεροι μεταπολεμικοί δημιουργοί χρησιμοποίησαν κυρίως τη ρεαλιστική γραφή». Ισα ίσα που, «εμπλουτίζοντάς την [τη ρεαλιστική γραφή] αρχικά με σύμβολα και υπερρεαλιστικά ή ποιητικά στοιχεία, σταδιακά την υπονομεύουν, χωρίς το φόβο ότι με τον τρόπο αυτό δυσκολεύουν ή εμποδίζουν τη μετάδοση των "μηνυμάτων" τους στους αναγνώστες».
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ - 18/01/2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου