Aφιερωμένο
Νιώθω ένοχος απέναντι στον Αντρέα Φραγκιά, σίγουρα τον πιο σεμνό και στοχαστικότερο πεζογράφο της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Γιατί, παρά τη βαθιά εκτίμηση που χρόνια τώρα τρέφω στον άνθρωπο και στο έργο του, δεν έγραψα τίποτε συστηματικό. Ισως επειδή κάποια έργα και κάποιοι άνθρωποι, που πέφτουν μέσα στη ζωή μας, αποστάζουν κατευθείαν στον χώρο της σιωπής μας, παρακάμπτοντας το κανάλι του λόγου μας. Το ίδιο μου συνέβη και με τον Αλέξανδρο Κοτζιά ή τον Παπαδίτσα για να αναφέρω δύο μόνο ανάλογα παραδείγματα.
Παρά ταύτα, η απωθημένη ενοχή μου ανέβηκε τις μέρες αυτές στην επιφάνεια, καθώς διάβαζα στο «Αντί» (τεύχ. 713, 26 Μαΐου) το πυκνό αφιέρωμα στον Αντρέα Φραγκιά: συνταγμένο με ξεχωριστή αγάπη και φροντίδα σε δεκαέξι ενυπόγραφα κείμενα και μια ανυπόγραφη εισαγωγή· μεσολαβεί το φρόνιμο χρονολόγιο, όπου ταξινομούνται τα σημαντικότερα εργοβιογραφικά και βιβλιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα.
Ο βίος του Αντρέα Φραγκιά αποτελεί πράγματι σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς, που παιδεύτηκε σε φυλακές και εξορίες, για να υπερασπιστεί την ανθρώπινη και πολιτική αξιοπρέπειά της. Στην περίπτωσή του οφείλουμε τουλάχιστον να θυμηθούμε: την ένταξή του σε αντιστασιακή ομάδα από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, μαζί με τον συμμαθητή του Αρη Αλεξάνδρου, τον Γεράσιμο Σταύρου, τον Χρήστο Θεοδωρόπουλο, τον Λεωνίδα Τζεφρόνη και άλλους· τη σύλληψη και την εξορία του στον Αγιο Κήρυκο της Ικαρίας το 1947, με συνεξόριστο φίλο τον Δημήτρη Χατζή· και βεβαίως τα δύο εφιαλτικά χρόνια (1950-52) στη Μακρόνησο, από όπου προέκυψε και η συνταρακτική αλληγορία του Λοιμού, τρίτου και κρίσιμου σταθμού της μυθιστορηματικής του περιπέτειας. Προηγήθηκαν: οι Ανθρωποι και τα σπίτια (1955) και Η καγκελόπορτα (1962)· ακολούθησε το δίτομο Πλήθος (1985-86).
Στο αφιέρωμα όμως του «Αντί» εξέχουν και εκπλήσσουν με τη νεοτερική γραφή τους δύο αποσπάσματα από ανέκδοτα μυθιστορήματα του Αντρέα Φραγκιά: πρώιμο το ένα, αμέσως μετά την απελευθέρωση, υπό τον τίτλο «Ως τη γέφυρα»· οψιμότερο το άλλο και αχρονολόγητο, επιγράφεται «Ωραίες μέρες». Εδώ αποκαλύπτεται ένας άλλος, προδρομικός και απόκρυφος, Φραγκιάς. Θα τον έλεγα μπεκετικό συνειρμός που ευνοείται και από τον τίτλο του δεύτερου αποσπάσματος. Για να μη φανεί αυθαίρετη η προτεινόμενη σύγκριση με τον μεγάλο ιρλανδό συγγραφέα, παραθέτω την αρχή από το πρώτο απόσπασμα:
Κάπως έτσι συνεχίστηκε η πρώτη ιστορία. Είναι πάντα δύσκολο να ξεχωρίσεις μια αρχή, το ίδιο και μια συνέχεια, γιατί υπάρχει πάντα κάτι προηγούμενο. Μια, λοιπόν, από τις συνέχειες ίσως να ήταν και κείνο το απόγεμα, όταν συναντηθήκαμε πολλοί και μας έπιασε η βροχή στον κάμπο. Μείναμε ακίνητοι κι ευχαριστημένοι. Μερικοί ξέσπασαν σε δυνατό γέλιο κι άλλοι στάθηκαν ολόισιοι και στητοί να δεχτούν περισσότερο νερό, σα να ήθελαν να χαιρετίσουν, όπως ταίριαζε, αυτή την αναπάντεχη αγαλλίαση. Σα να γινόταν κάτι που το περίμεναν πάντα. Μα δε βρεθήκαμε ποτέ στον κάμπο, ούτε μας έπιασε η βροχή. Κι όμως έτσι έγινε, ίσως να μη θυμάσαι καλά, ίσως και να φρόντισες να το ξεχάσεις, ή ακόμα, να νομίζεις ότι έπρεπε να μη μιλάμε πια γι' αυτό.
Αυτά σε πρωτόλειο, υποτίθεται, κείμενο, γραμμένο το 1945, όταν ο Φραγκιάς πατά τα 24 χρόνια του και ο Μπέκετ είναι ακόμη άγνωστος στην Ελλάδα. Ο Φραγκιάς όμως ασκήθηκε επαγγελματικά και στη δημοσιογραφία.
Ξεκίνησε με τον παράνομο τύπο της Κατοχής, πέρασε μετά στο «Εμπρός», στον «Φιλελεύθερο», στην «Ωρα», την «Αλλαγή», την «Αυγή» και τον «Ανεξάρτητο Τύπο»· μεταδικτατορικά έμεινε στην «Καθημερινή» και έκλεισε τη δημοσιογραφική του καριέρα φιλοξενούμενος στα «Νέα». Είναι ευτύχημα, λοιπόν, που η Λένα Δουκίδου απέσπασε για το αφιέρωμα του «Αντί» μια λαθραία συνέντευξη από τον Φραγκιά περί δημοσιογραφίας και δημοσιογραφικού λόγου· όπου, εκτός των άλλων, υπάρχουν ωφέλιμες υποθήκες για όσους σήμερα δημοσιογραφούν αυτάρεσκα. Οπως η επόμενη:
Οι εξυπνάδες είναι θάνατος. Είναι βιτριόλι για την εφημερίδα. Αλλο να είναι έξυπνο ένα κείμενο ή να είναι έξυπνα διατυπωμένο. Αλλά αν αναζητάει την εξυπνάδα, το πήρε ο διάβολος. Η εξυπνάδα πρέπει να σερβίρεται, χωρίς να φαίνεται να παραμένει στην κουζίνα. Να μη διαλαλεί την παρουσία της.
Η επικαιρότητα της αιχμηρής αυτής συμβουλής είναι αυταπόδεικτη. Παραμένει όμως το ερώτημα: πόσοι και ποιοι διαβάζουν και ακούν σήμερα τον Φραγκιά λογοτέχνες, δημοσιογράφοι και αναγνώστες.
Το ΒΗΜΑ, 11/06/2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου